Τέλος ο Est Med, γιατί,;

Γιάννης Μαγκριώτης 11 Ιαν 2022

Το σχέδιο Est Med, δηλαδή η κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού για την μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα, μέσω Ιταλίας, στην Ευρώπη, ήταν μια πρόταση της κυβέρνησης του Ισραήλ το 2010, είχε γίνει δεκτή από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας μας, το ανέδειξε σε πανάκεια της ενεργειακής στρατηγικής της, των ενεργειακών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο, την απόλυτη απόδειξη  της απομόνωσης της Τουρκίας.

Είναι γνωστά ότι, η Ιταλία ποτέ δεν υιοθέτησε την πρόταση, η ΕΕ αρχικά με δηλώσεις χαιρέτισε την πρόταση, στην συνέχεια την αγνόησε, οι ΗΠΑ, ειδικά με υπουργό Εξωτερικών τον Πομπέο, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, δήλωνε ότι υποστηρίζουν την κατασκευή του και, πρόσφατα ψηφίστηκε στη Γερουσία των ΗΠΑ, η νέα στρατηγική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας, που εκτός από τον στρατιωτικό τομέα, περιλαμβάνει και τον ενεργειακό.

 
Όμως, πριν λίγες ημέρες, με ένα υπηρεσιακό σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών, προς τις τρεις κυβερνήσεις, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι, για πολλούς λόγους, ένας εξ αυτών, ότι προκαλεί εντάσεις στην περιοχή, δεν στηρίζουν πλέον την κατασκευή του.


Η κυβέρνηση, έκανε πως δεν άκουσε τίποτα, όπως και τα περισσότερα ΜΜΕ, για αρκετές ημέρες, και όταν αναγκάστηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να απαντήσει σε ερώτηση δημοσιογράφου, είπε: « Έχουμε και άλλες λύσεις», ποιες λύσεις, δεν είπε. Αυτό ανέλαβαν να το κάνουν τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ και, με δυο λόγια, καθάρισαν το θέμα: «Δεν είναι βιώσιμη η επένδυση»,

Όλοι ήξεραν ότι, για πολλούς λόγους το σχέδιο δεν θα προχωρούσε, ένας από αυτούς ήταν και η αντίδραση της Τουρκίας, το γράφουν και στο υπηρεσιακό σημείωμα οι Αμερικανοί. Στην συγκυρία όμως που δημοσιοποίησαν την θέση τους οι ΗΠΑ, φαίνεται σαν δώρο προς τον Ερντογάν, για την στάση του στην Ουκρανία και το Καζακστάν, όπου ουσιαστικά εκπροσωπεί την Δύση, απέναντι στην Μόσχα και το Πεκίνο.

 
Τόσες επιτυχίες της κυβέρνησης, μέχρι τώρα, για τον Est Med, τόσες συναντήσεις, τόσα μνημόνια, τόσες κορώνες: « Όσο και αν αντιδρά η Τουρκία, θα γίνει ο αγωγός», τόση προβολή των επιτυχιών της κυβέρνησης από τα περισσότερα ΜΜΕ, που πήγαν;

Η ρευστότητα των γεωπολιτικών δεδομένων είναι μεγάλη και αποδεικνύεται καθημερινά. Η αμυντική συμφωνία ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας, η πώληση των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων των ΗΠΑ, στην Αυστραλία, με το ταυτόχρονο άδειασμα της Γαλλίας, επιβεβαίωσαν τις τελευταίες εκτιμήσεις, για την αλλαγή στρατηγικής των ΗΠΑ, με πρώτη προτεραιότητα, την ανάσχεση της οικονομικής, και γεωπολιτικής ανάδειξης της Κίνας και την υποβάθμιση του ρόλου του ΝΑΤΟ, ως συλλογικού φορέα ασφάλειας της Δύσης.

 Η εξέλιξη αυτή, οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει διμερείς συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας, με διαφορετικό περιεχόμενο βέβαια, με την Γαλλία και τις ΗΠΑ, και να ξεκινήσει την υλοποίηση ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος, με κύριο πωλητή την Γαλλία. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε το ακριβώς ίδιο, με αυτά που έκανε μετά την υπογραφή του Τουρκολυβικού μνημονίου για τον καθορισμό της ΑΟΖ, μεταξύ των δυο χωρών. Μνημόνιο που υπογράφτηκε κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου βέβαια, αλλά ξέρει η κυβέρνηση, ότι δημιουργεί δυστυχώς, τετελεσμένα. Οι συμφωνίες για τον καθορισμό της ΑΟΖ με τη Ιταλία στο Ιόνιο και η ανάλογη συμφωνία, μερικού καθορισμού της ΑΟΖ, δυτικά του 28ου Μεσημβρινού με την Αίγυπτο, είχαν ως στόχο να ακυρώσουν το Τουρκολιβυκό μνημόνιο. Δυστυχώς και στις δυο περιπτώσεις η κυβέρνηση της χώρας μας αποδέχτηκε ότι τα νησιά, ακόμη και η Κρήτη, δεν έχουν πλήρη επήρεια στην διαμόρφωση της ΑΟΖ. Αυτό θα το βρούμε μπροστά μας ως χώρα, όποτε συζητήσουμε ή πάμε σε διεθνές δικαστήριο, με την Αλβανία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Λιβύη, για να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ.

Η κυβέρνηση συνεχώς αιφνιδιάζεται, με τις αμήχανες επιλογές της, προκύπτουν απώλειες εθνικών συμφερόντων και διπλωματικών όπλων,  χωρίς να δημιουργούνται κάποια θετικά κεκτημένα.

Οι μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές και ο επιθετικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας, δεν είναι δικαιολογία για τις λάθος επιλογές, είναι αφορμή για εθνικό διάλογο και νέα εθνική στρατηγική, που θα βλέπει λίγο πιο μακριά, όταν σχεδιάζει τις τακτικές επιλογές.