Το πρόσφατο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, παρά τις φιλότιμες και επικοινωνιακές, κατά βάση, προσπάθειες της ηγεσίας του, απογοήτευσε για τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί και δεν συγκίνησε καθόλου με τις εργασίες του, ούτε με τις αποφάσεις του (ποιες είναι ακριβώς;) τους πολίτες, που επιζητούν μια προοδευτική, ευρωπαϊκή και σύγχρονη πορεία για την χώρα. Απογοήτευσε όσους επιζητούν έξοδο από την κρίση, με βάση ένα σχέδιο, την αντιμετώπιση των ανορθολογισμών, των νοοτροπιών και των αντιλήψεων κάθε είδους που μας βύθισαν σ’ αυτήν, την προοπτική μιας Ελλάδας σημείο-αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή και στην Ευρώπη, την υπέρβαση του κομματικού imperium, που πνέει πλέον τα ολοίσθια. Αντ’ αυτών, διέκρινε κανείς αμηχανία για ριζικές υπερβάσεις, προσπάθεια περιχαράκωσης «εντός των τειχών» μέχρι νεωτέρας και «κουτοπόνηρες» προτάσεις περί κοινής καθόδου στις επόμενες εκλογές με τη ΔΗΜΑΡ και τις ευρύτερες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, με το σχήμα της «Ελιάς». Κι απ’ την άλλη πλευρά, η επιφυλακτική έως αρνητική στάση σ’ αυτήν την πρόταση, συνοψίζεται όχι αδικαιολόγητα στο «δεν θέλουμε, γιατί τα κάνατε μαντάρα και βάλατε το δάκτυλο στο μέλι».
.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα κόμματα της Αριστεράς -όχι στην ίδια έκταση- εμφανώς δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι επήλθε τέλος εποχής. Οι τακτικισμοί και οι πρωτοβουλίες εντυπωσιασμού και οι λογικές «ελάτε να τα βρούμε», είναι αναποτελεσματικές και δυσκολεύουν, παρά συμβάλλουν σε συνεννοήσεις και συμπράξεις.
.
Οι σχέσεις της Αριστεράς με το Κέντρο, έχουν περάσει τα τελευταία 60 χρόνια μεγάλες δοκιμασίες, οι οποίες έχουν αφήσει δυστυχώς διαχρονικά ανεξίτηλα στίγματα και έχουν διαμορφώσει την πολιτική συγκρότηση κάθε πλευράς με έπαρση και καχυποψία. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοια στοιχεία. Γιατί τι άλλο από υπεροψία και κατακτητικότητα δεν σηματοδοτεί η λογική ότι «τώρα που σας έχουμε ανάγκη θα συνεργαστείτε μαζί μας, για να σωθούμε», που εμπερικλείει η πρόταση του κ. Βενιζέλου; Από την άλλη, η υπεύθυνη Αριστερά , η ΔΗΜΑΡ κατά βάση, απαντούν «πείστε μας ότι πήρατε το μάθημά σας και αλλάζετε για να συζητήσουμε». Αν δεν επιδειχθούν υπερβατικές λογικές, αλλά αντιθέτως τεθούν όροι και προαπαιτούμενα, η έκβαση της συνεννόησης για την Κεντροαριστερά θα είναι η αποτυχία.
.
Φρονώ λοιπόν ότι η αναγκαιότητα για την διαμόρφωση μιας ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, που θα συγκινήσει την κοινωνία, δεν εξυπηρετείται με τέτοιες προσεγγίσεις. Ο κατάλληλος δρόμος δεν είναι να φτιαχτεί ένα σχήμα κοινώς αποδεκτό, μια Ελιά μόνο για εκλογικούς λόγους, αλλά να τεθούν, μέσω διαλόγου, με τις προσφορότερες μορφές (διαδίκτυο, π.χ.) τα μεγάλα ζητήματα ταυτότητας και προοπτικής της χώρας, τα οποία η παρατεταμένη κρίση έχει επιβάλλει και χρήζουν απαντήσεων:
.
– Ποια Ελλάδα, σε ποια Ευρώπη, με ποιο αναπτυξιακό πρότυπο, με τι είδους εκπαιδευτικό σύστημα, με ποιες κοινωνικές ιεραρχήσεις, πώς θα αντιμετωπίζονται οι κοινωνικές ανισότητες, με τι είδους πολιτικό σύστημα και με ποια κόμματα και ποιο ήθος απέναντι στους πολίτες, χωρίς πελατειακή λογική. Ποιο ρόλο θα έχει το κράτος, ως ποιον βαθμό θα τον ασκεί, πώς θα παρεμβαίνουν οι πολίτες… κ.ά.
.
Όλα λοιπόν θα πρέπει να ειδωθούν εξ αρχής. Σαν να βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του ’74, όταν ο Κων/νος Καραμανλής βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να συγκροτήσει την παράταξη της Δεξιάς στη μεταχουντική Ελλάδα και ιδρύει την ΝΔ, ανεξάρτητα πώς την κρίνει κάποιος, ο Ανδρέας Παπανδρέου ιδρύει το ΠΑΣΟΚ με τις αντιφάσεις του και δεν ανασυστήνει την προδικτατορική Ένωση Κέντρου, ούτε το λαϊκοεπαναστατικό ΠΑΚ, και η κομμουνιστική Αριστερά βγαίνει από την παρανομία διασπασμένη μεν και αλληλοσπαρασσόμενη, δικαιωμένη όμως για την αποκατάσταση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και της ομαλότητας, με αναγνώριση των πολυετών αγώνων της. Αν δεν κυριαρχήσει αυτή η λογική, τότε όλα θα προχωρήσουν έτσι, χωρίς σχέδιο και περιεχόμενο, καθώς «όλα τριγύρω θα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια θα μένουν».