Τελεσιγραφικά

Κώστας Μποτόπουλος 18 Φεβ 2015

Ο χρόνος πύκνωσε και βάρυνε αφάνταστα τις τελευταίες μέρες. Μια λέξη αιωρείται στο μυαλό όλων και απειλεί να τινάξει στον αέρα τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών αλλά και την πορεία της Ευρώπης. Πρόκειται φυσικά για τη λέξη «τελεσίγραφο», που από προχτές μπήκε στη ζωή μας.

Πρόκειται πράγματι για τελεσίγραφο; Όσοι το ισχυρίζονται –δηλαδή η ελληνική πλευρά και σύσσωμος ο παγκόσμιος Τύπος- πιάνονται από δύο φράσεις του Eurogroup της Δευτέρας, που σηματοδοτούν αντίστοιχες εξελίξεις: «ή ζητάτε παράταση του Μνημονίου ή δεν έχει τίποτα» και «έχετε ως την Παρασκευή να αποφασίσετε».

Η πρώτη δεν κομίζει κάτι καινούργιο: αυτή ήταν η στάση των δανειστών –όλων των θεσμών και όλων των χωρών- και πριν από τις ελληνικές εκλογές και δεν έχει αλλάξει σε όλη τη διάρκεια των προ-διαπραγματεύσεων που τις ακολούθησαν. Η δεύτερη μικραίνει ασφυκτικά τα περιθώρια, με δύο δικαιολογίες που μπορεί να εκληφθούν και ως προσχήματα: την ως τώρα καθυστέρηση της λήψης κάποιας απόφασης και τα εθνικά χρονοδιαγράμματα επικύρωσης της όποιας συμφωνίας από διάφορες χώρες, με πρώτη (χρονικά αλλά και όσον αφορά τη σκληρότητα) τη Φινλανδία. Ο συνδυασμός πάντως των δύο φράσεων και, ιδίως, το φορτισμένο περιεχόμενό τους, τη στιγμή που, ως χτες, οι διατυπώσεις και οι ιδέες έμοιαζαν πιο ανοιχτές, φανερώνουν καθαρά μια διάθεση των εταίρων μας να σπρώξουν τα πράγματα στα όρια τους.

Βοηθά ένα τελεσίγραφο την επίτευξη συμφωνίας; Εξαρτάται πώς καταλαβαίνει κανείς τη «συμφωνία», για την οποία, στη θεωρία, εργάζονται και οι δύο πλευρές. Για όποιον την αντιλαμβάνεται ως επιβολή, ό,τι φέρνει πιο κοντά τη στιγμή της απόφασης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι «βοηθά». Είναι η «αντίληψη Σόιμπλε» (την προσωποποιούμε, ενώ τέτοια είναι γενικά η γερμανική αντίληψη, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών ήταν αυτός που ξεστόμισε τη φράση περί «λύπης για τους Έλληνες» λόγω «ανεύθυνης» κυβέρνησής τους) –αντίληψη, η οποία, για να το πούμε όσο πιο καθαρά γίνεται, δεν έχει καμία σχέση με τη Δημοκρατία: κανένας ηγέτης καμίας χώρας δεν έχει δικαίωμα να χαρακτηρίζει ούτε ένα εκλογικό αποτέλεσμα σε μια άλλη χώρα, ούτε συλλήβδην το λαό αυτής της χώρας, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορεί ή δυσκολεύεται να συμφωνήσει με την κυβέρνησή της.

Αν όμως αντιληφθούμε –όπως ευτυχώς οι περισσότεροι ξένοι θεσμοί και εταίροι το κάνουν- τη συμφωνία ως καλόπιστο συμβιβασμό αντικρουόμενων θέσεων (που καμία, στο τέλος, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως), τότε οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι τα τελεσίγραφα, ακόμα και μόνο οι τελεσιγραφικές διατυπώσεις, απομακρύνουν από το στόχο. Γιατί δυσκολεύουν, και για τις δύο πλευρές, να βρεθεί το περιθώριο συνεννόησης που θα γεφυρώσει τα ζητήματα ουσίας. Αυτά, στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι υπερβαίνουν δημοσιογραφικού τύπου αγωνίες για το ποιος έγραψε και ποιος αντικατέστησε την άλφα ή τη βήτα επιστολή, ή ποιος συμφώνησε μυστικά με ποιον και ποιοι άλλοι ήταν παρόντες, καθώς σχετίζονται με δύο κρίσιμα πολιτικά και θεσμικά ερωτήματα.

Πρώτον, σε τι βαθμό μπορεί να αλλάξει μια υπάρχουσα συμφωνία και μέθοδος, που μπορεί να βρίσκεται κοντά στο τέλος της και μπορεί να έδωσε κάποιο αποτέλεσμα σε άλλες χώρες, αλλά είναι αναμφίβολα αναποτελεσματική, και δυνητικά υπονομευτική της «επόμενης μέρας», στην περίπτωση της Ελλάδας. Και δεύτερον, ποια πολιτική αλλά και νομική επιρροή επί ισχυουσών συμφωνιών έχει το αποτέλεσμα εκλογών στις οποίες κύριο ζήτημα, και κύρια απόφανση από πλευράς εκλογικού σώματος, υπήρξε ακριβώς η αλλαγή ή η αναδιαπραγμάτευση αυτών των συμφωνιών.

Αντίθετα από ό,τι λέγεται από ορισμένους, ούτε η διεθνής πολιτική ζωή έχει να επιδείξει παρόμοια, και σε τέτοιο βαθμό οριακά, διλήμματα, ούτε η μελέτη και η ερμηνεία των ευρωπαϊκών θεσμών είναι σε θέση να δώσει σίγουρη απάντηση. Πρέπει επομένως –και δεν θα είναι η πρώτη φορά μέσα στην κρίση, αρκεί να θυμηθούμε πόσες καινούργιες προβλέψεις, ξεκινώντας από τα ίδια τα «σχέδια σωτηρίας» και τα όργανά τους, μπήκαν από το παράθυρο, ενώ όχι μόνο δεν προβλέπονταν αλλά και συχνά απαγορεύονταν από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο- τη λύση που όλοι επιζητούμε να τη βρούμε με άτυπους τρόπους, με συζήτηση και υποχωρήσεις, Η ίδια η θεσμική λογική –θεσμών που, σε οριακές καταστάσεις, δεν μπορούν να μένουν παγωμένοι- επιβάλλει, κατά τη γνώμη μου, να αφεθούν κάποια περιθώρια και για αλλαγές σε στοιχεία των υπαρχουσών συμφωνιών –όχι για να τις ανατρέψουν, ιδίως τόσο κοντά το τέλος τους, αλλά για να υπηρετήσουν καλύτερα το στόχο τους- και για λήψη υπόψη του εκλογικού αποτελέσματος ως νέου και σεβασμού παράγοντα κατά τις εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις.

Η τελεσιγραφική λογική δεν υπηρετεί την έτσι νοούμενη θεσμική λογική αλλά και την οπωσδήποτε νοούμενη απλή λογική. Οι Ευρωπαίοι εταίροι οφείλουν να αντιληφθούν το όριο μέχρι το οποίο μπορεί να ασκηθεί (πολιτική, οικονομική, ψυχολογική, φραστική)  πίεση σε δημοκρατική κυβέρνηση και η ελληνική κυβέρνηση να επαναπροσδιορίσει ρεαλιστικότερα την περίμετρο των «κόκκινων γραμμών» της. Και οι δυο πλευρές έχουν ως την Παρασκευή για να μη γίνουν από τελεσιγραφικές απλώς γραφικές, με δραματικές για όλους συνέπειες.