Θέλησε να εξοβελίσει την αντιπολίτευση από την πολιτική σκηνή -ή, έστω, να την απωθήσει στο έσχατο περιθώριο. Παρά τις διαδοχικές νίκες του θεώρησε πως πρέπει, επιπλέον, να παραμείνει ως η μοναδική, κυρίαρχη, πολιτική δύναμη. Τόσο για λόγους εξωκομματικούς αλλά όσο –και κυρίως- εσωκομματικούς. Εξαιτίας αυτής της αντίληψης υπερπολιτικοποίησε τις εκλογές τις τοπικής αυτοδιοίκησης. Ταυτίστηκε έτσι, σε υπερθετικό βαθμό, με μια σειρά αμφιλεγόμενους -ασχέτως αιτίας- τοπικούς άρχοντες. Η αντιπολίτευση (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να ασχοληθεί με άλλα …) χρησιμοποίησε ακριβώς τις ρωγμές που δημιούργησε αυτή η κίνηση στη συνολική κυβερνητική εικόνα. Κατάφερε έτσι να αφήσει να περάσει το κύμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας και πέτυχε να κολυμπήσει στα απόνερα του, επανερχόμενο, ασθμαίνοντας, στην πολιτική επιφάνεια.
Το εκλογικό σώμα, από τη μεριά του, την πρώτη Κυριακή των εκλογών επικύρωσε την κυριαρχία της κυβέρνησης ενώ τη δεύτερη ακύρωσε τη μονοκρατορία της.
Η Μητσοτάκης, σύμφωνα μ' αυτή την προσέγγιση, οφείλει να βρει άλλο δρόμο από την προσπάθεια εκμηδένισης της αντιπολίτευσης, αν θέλει να διατηρήσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία του. Και αυτός δε μπορεί παρά να είναι ο δρόμος των ουσιαστικών, ριζικών μεταρρυθμίσεων. Η εκχέρσωση, με άλλα λόγια, και η εμβάθυνση του πολιτικού πεδίου προέχει απέναντι σε όποια προσπάθεια κατάκτησης περιοχών των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων -αφού καμία απολύτως πραγματική απειλή δε διαφαίνεται από εκεί. Αυτό που έχει, όντως, απόλυτη προτεραιότητα είναι αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος αντί για τη διαχείριση μικροπολιτικών κινήσεων.
Και αυτή η αλλαγή πολιτικής στρατηγικής επείγει. Γιατί γι αυτού του είδους την πολιτική ενδιαφέρεται, πάνω απ’ όλα, ο χώρος του μεταρρυθμιστικού κέντρου. Που ούτε εύπιστος ούτε δεδομένος είναι. Αντιθέτως είναι ιδιαίτερα απαιτητικός. Αποδείχθηκε άλλωστε ανάμεσα στις δύο Κυριακές.