Η τηλεοπτική σεζόν 2021-22 γέρνει προς το τέλος της. Όσο πιο αγχωτικά και λαίμαργα ετοιμάζουν οι ταξιδιώτες τα μπαγκάζια τους για τα νησιά και τις παραλίες τόσο πιο σβέλτα τα κανάλια οδεύουν προς επαναλήψεις, κονσέρβες, παλαιότερες παραγωγές που έμειναν στο κάτω ράφι των επιλογών τους και εν γένει ότι βρεθεί στο διάβα τους. Οι υπεύθυνοι προγράμματος παραμερίζουν τα νέα προγράμματα και προετοιμάζονται με καινούργιες παραγωγές για τα πρωτοβρόχια, το άνοιγμα των σχολείων και την επιστροφή των πελατών τους στην ρουτίνα και την καθημερινότητά τους. Από τη φετινή σεζόν ξεχωρίσαμε είτε για «καλό» είτε για «κακό» κάμποσες από τις σειρές, κάποιες από αυτές ήδη γνωρίζουμε ότι θα επανέλθουν το φθινόπωρο, κάποιες άλλες «σειρές ήταν και πάνε» γιατί ολοκλήρωσαν το κύκλο του και θα μας λείψουν και κάποιες άλλες ευτυχώς που τελείωσαν και θα μας αφήσουν στην ησυχία μας και στον τηλεοπτικό μας πόνο.
Ξεκινώντας να εξετάσουμε το τηλεοπτικό τοπίο πρέπει οπωσδήποτε να σταθούμε στις «Άγριες Μέλισσες» που τα τελευταία χρόνια κέρδισε και όχι άδικα το τηλεοπτικό κοινό. Λοξοκοιτώντας προς τη χρυσή δεκαετία του ’90 θα συναντήσουμε το «Νησί» βασισμένο στο βιβλίο της Βικτόρι Χίσλοπ θα βρεθούμε στο ανοιχτό τοπίο που φιλοξενεί την «Πρόβα Νυφικού», το «Τρίτο Στεφάνι» και την «Αγάπη που άργησε μια μέρα». Συνεχίζοντας δεν γίνεται να μην καταλήξουμε στην υποδειγματική μεταφορά του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση «Το Δέκα» σε σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου, με σπάνιες ερμηνείες, με την ατμοσφαιρική μουσική (Ελένη Καραΐνδρου) το οποίο ήταν ένα τηλεοπτικό προϊόν υψηλής αισθητικής το οποίο όσοι είχαμε παρακολουθήσει το θυμόμαστε με νοσταλγία.
Σασμός
Ο «Σασμός» που άνοιξε την τηλεοπτική σεζόν είναι η νέα σειρά του Alfa βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη, η οποία πήρε «κεφάλι» στις αδηφάγες μετρήσεις τηλεθέασης. Όμορφες περιγραφές που απλώνουν τα δεσμά στον υπομονετικό αναγνώστη και χρώματα, ακούσματα, μυρωδιές, ήχοι τον ταξιδεύουν στης Κρήτης τα κρυμμένα μυστικά. Χαρακτήρες ολοκληρωμένοι με λεπτομέρειες που τους προσδίδουν αυθεντικότητα και ρεαλισμό. Γοργή πλοκή με ανατροπές και γεγονότα που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Παρά τις ευγενείς προσπάθειες, η πίεση του ζητούμενου χρόνου είναι εμφανής σε όλες τις παραμέτρους της σειράς. Οι συντελεστές δεν αξιοποιούν την στέρεα δομημένη ιστορία, έτσι κι αλλιώς η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας έχει ειπωθεί χιλιάδες φορές και θα ειπωθεί άλλες τόσες ακόμα, για τη δημιουργία ατμόσφαιρας η οποία θα συνοδεύει τη σειρά μέχρι το τέλος της και θα παρασύρει τις αισθήσεις, το θυμικό μας, το συναίσθημα και τη βούλησή μας να δούμε όλη τη σειρά.
Οι ερμηνείες σε κάθε περίπτωση συγκαταλέγονται στα θετικά της σειράς του ‘’Σασμού’’Να υπογραμμίσουμε την εξαίρετη Όλγα Δαμάνη στο ρόλο της γιαγιάς, καθώς και την λεπτεπίλεπτη και εύθραυστη Μαρίνα Βρουλάκη της Μαρίας Πρωτόπαππα .
Η Γη της Ελιάς
Η σειρά του ΜEGA που όπως δείχνουν οι μετρήσεις γοήτευσε το κοινό στηρίχτηκε σε ένα σενάριο με συχνές, απροσδόκητες ανατροπές που ανανεώνουν τη δράση, τους χαρακτήρες και το ενδιαφέρον του κοινού. Ένα δράμα που εξελίσσεται στην Ελληνική επαρχία στην νότια Πελοπόννησο και τη Μάνη. Τη σκηνοθεσία της σειράς υπογράφει ο Ανδρέας Γεωργίου του οποίου η επιστροφή στο κανάλι με το συγκεκριμένο σίριαλ αποτέλεσε όπλο για το κανάλι απέναντι στα πολλά ριάλιτι και τις σειρές των άλλων καναλιών. Η νέα σειρά του σκηνοθέτη είναι σε σενάριο της Βάνας Δημητρίου και σε παραγωγή της εταιρίας που διατηρεί όλα αυτά τα χρόνια με τον Κούλλη Νικολάου,
Η ιστορία γνωστή και ξαναειπωμένη. Το σενάριο ανακατεύοντας τις γνωστές πρώτες ύλες του πάθους, της ίντριγκας, του μυστηρίου, της φιλίας, των συμφερόντων και της επιβολής, δεν φέρνει κάτι καινούργιο στα τηλεοπτικά ήθη, αλλά φροντίζει αυτά που βλέπουμε να δημιουργούν ένα πλέγμα ενδιαφέροντος και ελεγχόμενης ανησυχίας. Η παραγωγή της σειράς, η καλλιτεχνική διεύθυνση, η σκηνοθεσία κινούνται σε αξιοπρεπή επίπεδα χωρίς τίποτα να ενοχλεί, αλλά και τίποτα να είναι καινούργιο, φρέσκο, πρωτότυπο.
Ενδιαφέρον στοιχείο της σειράς είναι η αξιοποίηση σημαντικών παλαιότερων ηθοποιών που ήρθαν να μας θυμίσουν την ευχέρεια και την άνεση που είχαν και εξακολουθούν να έχουν απέναντι στον φακό όπως ο Νίκος Γαλανός και η Μάρω Κοντού.
Γοητεύει η παρουσία της Άντζελα Γκερέκου και εμπλουτίζει τη σειρά η παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου. Ο Γιώργος Παρτσαλάκης καλός όπως πάντα, παίρνει πάνω του και το απαραίτητο χιουμοριστικό κομμάτι της σειράς, το οποίο καλό θα ήταν να αναπτυχθεί περαιτέρω για να βγαίνει το σίριαλ από την αχαλίνωτη μουρτζουφλιά και συνεχή ίντριγκα. Η επιτυχημένη πορεία της «Γης της Ελιάς» φαίνεται ότι θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν και τα πάθη της οικογένειας Βρετάκου και των «κατοίκων» της Αρεόπολης, της Οιτύλου και των περιοχών της Μάνης θα κρατήσουν συντροφιά στους θεατές για αρκετό καιρό ακόμα.
Άγριες Μέλισσες
Συνέχισαν και φέτος με το κεντρί της επιτυχίας οι «Άγριες Μέλισσες» να τσιμπολογούν το τηλεοπτικό κοινό και όχι άδικα. Καλό σενάριο πάνω στο οποίο στηρίζεται όλο το οικοδόμημα, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες ποτέ μονοδιάστατοι, σχεδόν ποτέ μονόχνοτοι, αλλά με αποχρώσεις, εντάσεις και εκπλήξεις, κανονικοί άνθρωποι δηλαδή. Καλοί ηθοποιοί που παίζουν στους ίδιους τόνους και αποχρώσεις, άρα κάποιος δίνει οδηγίες σαφείς και πειστικές. Όμορφα, προσεγμένα πλάνα κυρίως εξωτερικά. Ιστορία που αφηγείται τον βίο των ηρώων της, αλλά παράλληλα διατρέχει τη ζωή της μικρής αγροτικής κοινωνίας και στη συνέχεια και όλης της χώρας μέσα από τις κοινωνικές, οικονομικές και βέβαια πολιτικές αλλαγές και ανατροπές που συμβαίνουν.
Αν μιλούσαμε για μυθιστόρημα θα λέγαμε ότι έχουμε μπροστά μας μια ηθογραφία, που προσπαθεί να σκαλίσει τις συμπεριφορές των ηρώων της, ξεπερνώντας την επιφάνεια ψυχογραφώντας κάποιες φορές, μερικούς βασικούς από αυτούς. Η προσπάθεια να έχουμε μια τοιχογραφία της 20ετίας που πραγματεύεται η σειρά, χωρίς να είναι ολοκληρωμένη δεν μπορούμε να μη δούμε το σωστό σκιτσάρισμα, τις αδρές γραμμές και την καλή χρήση των χρωμάτων και των αποχρώσεων.
Καρτ - Ποστάλ
Οι καρτ ποστάλ είναι μια προσεγμένη παραγωγή 12 αυτοτελών επεισοδίων η οποία δεν έχει τα βαρίδια και το άγχος της αναπαράστασης κάποιας εποχής. Οι χώροι, τα ρούχα, το μακιγιάζ, η καλλιτεχνική διεύθυνση, είναι δουλεμένα, οι ώρες γυρισμάτων είναι διαλεγμένες όχι μόνο από τις ανάγκες της παραγωγής. Θα πρέπει να σταθούμε στην επιλογή και την παρουσία των ηθοποιών ξεκινώντας από τον «Λονδρέζο» Ανδρέα Κωνσταντίνου ο οποίος ήρεμα, απλά σε κάθε επεισόδιο γίνεται πρώτης τάξεως χαμαιλέοντας για να τρέξει δίπλα στους ανθρώπους του νησιού, στα πάθη και τις ιστορίες τους. Ο Ορφέας Αυγουστίδης στο επεισόδιο «ο παπάς και ο παπαγάλος» είχε την ευφυΐα και την ικανότητα μέσα στην τραγικότητα την οποία ζει να βγάλει χιούμορ και πικρό χαμόγελο, η Μυρτώ Αλικάκη στο επεισόδιο του «Ζαχαροπλαστείου» έπαιξε τη μάνα τίγρη που μπορεί να καταπιεί τον οποιοδήποτε για χάρη της κόρης της, αλλά μπορεί να γίνει και το πιο τρυφερό πλάσμα στον κόσμο. Η Άννα Μάσχα και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης στο επεισόδιο «Από έρωτα» υποδύονται δυο υπέροχους τρελούς που ο ένας συμπληρώνει και μαζί εξουδετερώνει τον άλλον.
Είναι αλήθεια ότι προτιμώ από ένα πολυσέλιδο, φλύαρο, ανούσιο γράμμα μια μικρή επιμελημένη φροντισμένη και καλογραμμένη καρτ ποστάλ. Δεν ξέρω αν τα βιβλία της Βικτόρια Χίσλοπ είναι μεγάλη λογοτεχνία, δεν ξέρω αν το τηλεοπτικό αποτέλεσμα των Καρτ ποστάλ είναι σπουδαία τηλεόραση, αλλά νομίζω από τη φετινή σοδειά είναι από τα πιο έντιμα και προσεγμένα τηλεοπτικά προγράμματα που είδαμε κι ας μην έφεραν τα φοβερά νούμερα τηλεθέασης που έδωσαν άλλες τηλεοπτικές σαπουνόπερες.
Αγάπη Παράνομη
Η "Αγάπη παράνομη" είναι μία ιστορία ερωτικού πάθους που διαδραματίζεται στο χωριό Δαφνύλα, κοντά στη Δασιά, λίγα χιλιόμετρα από την πόλη της Κέρκυρας, και όπως συμβαίνει συχνά, καταλήγει σε τραγωδία.
Μεγάλο κομμάτι της αφήγησης αποτελούν τα συναισθήματα και οι σκέψεις του κεντρικού ηρώα, ο οποίος από την τελετή κιόλας του γάμου και το γλέντι που ακολουθεί βασανίζεται από τους εσωτερικούς του δαίμονες που δεν τον αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο.
Η επαρχία του Θεοτόκη δεν ήταν τόπος φωτεινός, ειδυλλιακός με ανθρώπους ευτυχισμένους γεμάτους καλοσύνη και ευγένεια. Ήταν μια κλειστή, ασφυκτική και καθυστερημένη κοινωνία, η οποία ήταν εγκλωβισμένη σε τρομερά αδιέξοδα και αφόρητα κοινωνικά σχήματα με παράλογες και πνιγηρές ηθικές προκαταλήψεις.
Στα σκηνικά και τα κοστούμια στη μίνι σειρά της ΕΡΤ έχει γίνει προσεκτική δουλειά από την Κική Πίττα, ενώ και ο Χρήστος Στυλιανού με τις μουσικές του φροντίζει να υπογραμμίσει όλα όσα πρέπει, να επισημάνουμε το υπέροχο τραγούδι των τίτλων τέλους, το οποίο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να παίζει σε όλα τα επεισόδια. Υπάρχει ένα θέμα με τη φωτογραφία καθώς τα εξωτερικά είναι όλα μέσα στο καταμεσήμερο και στα εσωτερικά λείπει η ατμόσφαιρα της επαρχίας της εποχής.
Αναμφισβήτητα είναι σπουδαία ηθοποιός η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, εξαιρετικός ο Νίκος Ψαρράς στον βασικό ρόλο του πατέρα – αφέντη, φιλότιμες οι προσπάθειες όλων των συντελεστών, αλλά αυτά δεν αρκούν να μας δώσουν τη συγκίνηση που μας προσφέρει ο συγγραφέας με τη συνταρακτική του ιστορία, με την όμορφη γλώσσα του και τις θεσπέσιες περιγραφές του. Μήπως σε όλες αυτές τις μεταφορές τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, είναι απαραίτητος ο αφηγητής;
Κομάντα και Δράκοι
Κομάντα και δράκοι, η σειρά είναι πρωτότυπη με κινηματογράφηση ενδιαφέρουσα και μελετημένη. Δύσκολα βλέπουμε στην ελληνική τηλεόραση και μάλιστα σε σίριαλ τόσο προσεγμένο πλανάρισμα, με τη θέση της κάμερας ψαγμένη, με πρώτο πλάνο και βάθος πεδίου. Λίγες φορές βλέπουμε πάλι στην ελληνική τηλεόραση την αξιοποίηση του καλού φυσικού φωτός.
Πού σκαλώνει όμως το όλο εγχείρημα; Κατ’ αρχάς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο σενάριο. Η ιστορία όχι μόνο δεν μας συναρπάζει, όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, αλλά κάποιες φορές χάνει τελείως το ενδιαφέρον μας. Όλοι έχουμε μεγαλώσει με παραμύθια είτε είναι της γιαγιάς, είτε είναι των αδελφών Γκριμ, είτε του Άντερσεν, είτε του Σπήλμπεργκ, είτε του Πολέμου των Άστρων. Δεν μας τρομάζει λοιπόν το λίγο απόκοσμο, το πολύ ανέφικτο, το καθόλου ρεαλιστικό αυτών των «παραμυθιών» τουναντίον μας γοητεύουν όλες αυτές οι καταστάσεις. Έχουμε κάνει από πιτσιρικάδες, όλοι οι άνθρωποι, τις αναγκαίες και απαραίτητες συμβάσεις, για να μπορούμε να απολαύσουμε το εξόχως εξωπραγματικό και το ολοφάνερα μη αληθοφανές. Αλλά με την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει δεν ψηνόμαστε με σαθρές ιστορίες και τραβηγμένες από τα μαλλιά συμπτώσεις. Το παραμύθι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε μόνο στη σωστή θέση της κάμερας, στον καλό φωτισμό και στο στρωτό και σφιχτό μοντάζ.
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Το πεζογράφημα του Γιώργου Σεφέρη "Έξι νύχτες στην Ακρόπολη" εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974, τρία χρόνια μετά το θάνατό του, σε επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, με βάση ένα χειρόγραφο και δύο δακτυλόγραφα που βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή.
Κάποιες φορές η βαθιά ενασχόληση η μελέτη ενός κειμένου μας ωθεί να θέλουμε να το κάνουμε πιο απτό. Να πάρουμε τις δύσκολες ιδέες του και να τις φέρουμε στον κόσμο των αισθήσεων, να τις φέρουμε στα μέτρα μας, να τους δώσουμε μορφή, να τις κάνουμε πιο υλικές. Όμως κάποια κείμενα είναι σαν τα άγρια άτια, δαμάζονται, αν δαμαστούν ποτέ, μετά από πάρα πολύ δουλειά, με μεγάλη υπομονή και επιμονή των συντελεστών και αφού η πρώτη ύλη το κείμενο, λιώσει στο καμίνι της ανάγκης και της προσπάθειας.
Στη σειρά δεν υπάρχει ούτε ένας ήρωας που να έχει όλες τις διαστάσεις του, είναι όλοι οι χαρακτήρες δύο διαστάσεων, σαν να είναι χάρτινοι σαν να είναι αποσπασμένοι από κάποιο καρτούν. Οι ήρωες περιφέρονται από δω και από κει χωρίς λόγο και αιτία, κάνοντας ατελείωτους περιπάτους και συζητώντας σαν να έχουμε να κάνουμε με κάποιο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ
Ο Άγιος Παΐσιος
Ο Άγιος Παΐσιος - Από τα Φάρασα στον Ουρανό είναι μια σειρά η οποίο θέλει να κατηχήσει, να εμπνεύσει, να συγκινήσει πριν απ’ όλα τους πιστούς και στη συνέχεια όποιον άλλον ενδιαφερθεί και δεν το κρύβει. Η παραγωγή κινείται σε υψηλά επίπεδα, φαίνεται ότι υπάρχουν χρήματα, τα οποία αξιοποιούνται και στην ανεύρεση και διαμόρφωση των χώρων γυρισμάτων και στην απλόχερη αξιοποίηση των χρόνων γυρίσματος των σκηνών και στη χρήση βοηθητικών ηθοποιών και τον ικανό αριθμό κομπάρσων αλλά και στην αληθοφανή κατασκευή ντεκόρ, στο σχεδιασμό και δημιουργία ρούχων, με τελικό αποτέλεσμα η όλη παραγωγή να κινείται σε ικανοποιητικά και ρεαλιστικά επίπεδα. Μας εντυπωσίασε μέσα στο παραπάνω πλαίσιο παραγωγής και καλλιτεχνικής διεύθυνσης, το πρόβλημα που υπάρχει στο μακιγιάζ και κυρίως στα γένια, οι άνδρες μηδενός εξαιρουμένου ή θα είναι φρεσκοξυρισμένοι σαν μόλις να έχουν βγει από το μπαρμπέρικο ή θα έχουν πλούσιες γενειάδες δανεισμένες από τους Αη Βασίληδες των παιδικών μας χρόνων. Είναι κρίμα το οστεώδες, εκφραστικό πρόσωπο του Νικήτα Τσακίρογλου και η ερμηνεία του να πνίγονται μέσα σε μια ολόλευκη πλούσια περούκα και μια τεράστια ψεύτικη γενειάδα.
Γεννιούνται μερικά ερωτήματα με το καθεστώς που επικρατεί στο χωριό των Φαρασών γιατί Τσέτες ακούμε και Τούρκους δεν βλέπουμε. Τα Φάρασα μοιάζουν με κάποιο περίκλειστο Γαλατικό χωριό στο οποίο τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχουν οι φτωχοί μεν, αλλά στωικοί και θεοσεβούμενοι κάτοικοί του. Σάμπως το 1924 να απέχει πολλά χρόνια από το 1922 και την Μικρασιατική Καταστροφή. Κάποιες φορές η σειρά δίνει την αίσθηση ότι δεν βρισκόμαστε σε ένα χωριό αλλά βρισκόμαστε σε μία Μονή μικτή, αποτελούμενη από άνδρες και γυναίκες στην οποία υπάρχουν και παιδιά. Όλοι οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί, πολύ αγαθοί, το κακό το έχουν εξορίσει πέρα από τα δύσβατα βουνά και τα άγρια όρη.
Βιβλίο και Τηλεόραση μια δύσκολη σχέση
Με αφορμή τις τρεις μίνι σειρές της ΕΡΤ «Βαρδιάνος στα σπόρκα» βασισμένη στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» βασισμένη στο αυτοβιογραφικό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού και τις «Κρίσιμες στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, θέσαμε τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων, της μεταφοράς στην τηλεόραση, της οπτικοποίησης δηλαδή μεγάλων έργων της ελληνικής πεζογραφίας. Όσο πιο σημαντικά είναι τα κείμενα και πιο ιδιαίτερη η γλώσσα του συγγραφέα, τόσο πιο δύσκολη, άκαρπη, άψυχη και ατυχής είναι η μεταφορά. Είναι φιλότιμες οι προσπάθειες πολλές φορές των συντελεστών αλλά δεν αρκούν, δεν φτάνουν, δεν μπορούν να μετρηθούν με μεγέθη σαν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γεώργιου Βιζυηνού. Αλλά όπως έλεγε και ο Γάλλος υπερρεαλιστής συγγραφέας André Breton «Από όλες εκείνες τις τέχνες στις οποίες οι σοφοί υπερέχουν, το μεγαλύτερο χάρισμα είναι να γράφεις καλά».
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που μετά την προβολή μιας σειράς, οι πωλήσεις του βιβλίου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η σειρά εκτοξεύτηκαν σε απίστευτους, για τους συγγραφείς, αριθμούς. Η τηλεόραση δανείζεται από τη λογοτεχνία υλικό και της το αντιγυρίζει με τη μορφή ευρύτερης προβολής, η οποία συμβάλλει στην εδραίωση μερικών έργων στη συνείδηση του κοινού. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο αφηγηματικές τέχνες, πρέπει να ξαναδούμε τις αναλογίες μεταξύ τους, αλλά και οι διαφορές τους, με κυριότερη τα διαφορετικά εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν, καθώς η λογοτεχνία αφηγείται με λέξεις, ενώ ο κινηματογράφος, κατά κύριο λόγο, με εικόνες.
Ο θεατής που καταναλώνει το ένα σίριαλ πίσω από το άλλο, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να μπορέσει να εκτιμήσει ή να αγαπήσει ένα διήγημα, μία νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα βραδείας καύσεως και πολλαπλών νοηματικών επιπέδων. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο το πεζογράφημα που έγινε τηλεοπτικό πρόγραμμα να μην γοητεύει τον θεατή μόνο και μόνο με την καταιγιστική του δράση, αλλά να απογειώνει τις αισθήσεις του θεατή χάρη στη γλωσσική ιδιοφυΐα του λογοτεχνικού του δημιουργού. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο οι μεγάλοι λογοτέχνες, ο λόγος τους, η σκέψη τους και η γραφή τους να διατρέχουν το τελικό κινηματογραφικό – τηλεοπτικό αποτέλεσμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Γιατί, «Γλώσσα: Μια θεότητα στην οποία οφείλουμε να αποδίδουμε τιμές» όπως έγραφε ο Γάλλος ανθρωπολόγος Κλωντ Λεβί-Στρως.
Η καινούργια σεζόν
Η τηλεοπτική σεζόν που βαίνει προς το τέλος της, πιθανόν να είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες της τελευταίας δεκαετίας. Πλήθος νέων σειρών, 18 στο σύνολο, έκαναν την εμφάνισή τους, προσφέροντας στους τηλεθεατές καλές και διαφορετικές επιλογές. Η καινούργια τηλεοπτική σεζόν δεν θα αργήσει να ξεκινήσει. Ο Γάλλος συγγραφέας και σκηνοθέτης Marcel Pagnol, έγραφε «Από τότε που έχουμε τηλεόραση στο σπίτι, γευματίζουμε όλοι από την ίδια μεριά του τραπεζιού, όπως στον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι», τουλάχιστον τα εδέσματα να αξίζουν τον κόπο, την αλλοπρόσαλλη και την ιδιόμορφη θέση.