Τελειώσαμε λοιπόν…

Γιάννης Παπαθεοδώρου 30 Νοε 2015

Σε ένα από τα συνηθισμένα καλοκαιρινά του ταξίδια ο γνωστός τραγουδιστής Γιάννης Πάριος, επιστρέφοντας με το Blue Star Delos από την Πάρο στην Αθήνα,παρακολουθούσε με ιδιαίτερη προσοχή την συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην ΕΡΤ. Ήταν η εποχή της «σκληρής διαπραγμάτευσης», που ακόμη και η θερινή ραστώνη έμοιαζε να έχει διαταραχθεί από τα συνεχή πρωθυπουργικά διαγγέλματα, τη «σκληρή διαπραγμάτευση» και τελικά την ψήφιση του τρίτου και σκληρότερου Μνημονίου από την ελληνική Βουλή. Ήταν επίσης η πρώτη φορά, που ο κ. Τσίπρας ένιωσε την ανάγκη να αναζητήσει τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, διαβλέποντας πως το σενάριο της πτώσης της κυβέρνησης είχε ήδη γραφτεί από τον Παν. Λαφαζάνη, ο οποίος εξακολουθούσε να μη καταλαβαίνει την αλλαγή στις νέες σκηνοθετικές οδηγίες του πρωθυπουργού. Από μια άποψη, η εικόνα του Γιάννη Πάριου που παρακολουθούσε στην τηλεόραση του πλοίου τη συνέντευξη του κ. Τσίπρα, συμπύκνωνε το νόημα αυτών των εξελίξεων και τη δικαιολογημένη αγωνία για την έκβασή τους. Λίγους μήνες μετά, και καθώς οδεύουμε πλέον προς τα Χριστούγεννα, η συναίνεση ξανάπεσε στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου, συνοδευμένη από το ενδεχόμενο νέων κοινοβουλευτικών εξελίξεων.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της κυβέρνησης και σχεδόν επιβεβλημένη πολιτική πρακτική η αναζήτηση ευρύτερη συναινέσεων, μπροστά στα δύσκολα προβλήματα του τόπου. Για όποιον/α μάλιστα έχει «περάσει» από την Ανανεωτική Αριστερά, αποτελεί κοινό τόπο πως η συναίνεση δεν είναι απλώς μια τακτική αλλά σταθερή απόπειρα διεύρυνσης και εμπλουτισμού του δημοκρατικού διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την επιδιωκόμενη συναίνεση στο Προσφυγικό, στην Παιδεία και στο Ασφαλιστικό μόνο καλοδεχούμενη θα μπορούσε να είναι. Με μια διαφορά: η συναίνεση δεν μπορεί να εξαντλείται σε έναν στιγμιαίο ελιγμό αλλά πρέπει να προκύπτει από μια κατακτημένη «πολιτική κουλτούρα», που θα προκρίνει τις συνθέσεις και όχι τις διαιρέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το πραγματικό ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ διαθέτει πλέον το πολιτικό κεφάλαιο για να οδηγήσει τη χώρα (αλλά και τα πολιτικά κόμματα) σε ένα νέο οδικό χάρτη μεγάλων συναινετικών πρωτοβουλιών, γύρω από τα ζητήματα που ίδια προκρίνει ως μείζονα θέματα εθνικής συνεννόησης.

Κατ’ αρχάς, ας θυμηθούμε την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια που έκανε ασφαλή ανέξοδη και τελικά αδιέξοδη κριτική από τη θέση της αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν πρόσφερε συναίνεση σε κανένα κοινοβουλευτικό θέμα αλλά καλλιέργησε συστηματικά ένα κλίμα πόλωσης, κοινωνικού μίσους και ρητορικού εξτρεμισμού, στιγματίζοντας το σύνολο του κυβερνητικού φάσματος ως μνημονιακή συμμαχία «μερκελιστών» και «δωσιλόγων», που επιδιδόταν διαρκώς σε κοινοβουλευτικά «πραξικοπήματα». Ακόμη και μετά την εκλογική επιτυχία του, η συριζική «έφοδος στην εξουσία» συνοδεύτηκε από διχαστικές κορώνες για το διεφθαρμένο παλαιό κομματικό σύστημα, γεγονός το οποίο επιβραβεύτηκε στο δημοψήφισμα αλλά και στις δεύτερες κάλπες, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε το μεταπολιτικό σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», συμπληρώνοντας με το ακραίο δίλημμα : «ή τους τελειώνουμε, ή μας τελειώνουν». Τόσο στην αντιμνημονιακή του αντιπολιτευτική περίοδο, όσο και στην κυβερνητική μνημονιακή του μετάλλαξη, ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι ΑΝΕΛ) ουδέποτε αναζήτησαν κάποια πραγματική βάση συναίνεσης. Αντίθετα, υπονόμευσαν ακόμη και τις στοιχειώδεις κοινοβουλευτικές συγκλίσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.

Το έργο όμως έχει και συνέχεια. Μπροστά στον πιθανό κίνδυνο συνοχής της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ενόψει των κρίσιμων και επώδυνων νομοθετημάτων, ο κ. Τσίπρας εργαλειοποίησε πρόσφατα το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών (αλλά και την Προεδρία της Δημοκρατίας), προκειμένου να καλέσει τους «τελειωμένους» των εκλογών σε συναίνεση. Παράλληλα, ανακοίνωσε διάφορες «εθνικές» και «διακομματικές» επιτροπές, οι οποίες θα συζητήσουν διάφορα σπουδαία πράγματα «από τα κάτω», μιας και «από τα πάνω —όπως έχουμε καταλάβει μετά από ένα χρόνο διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ—, δεν υπάρχει τίποτε μελετημένο, οργανωμένο και προγραμματισμένο, στο επίπεδο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Οι «τελειωμένοι» ωστόσο των εκλογών, μετά το φιάσκο του καλοκαιριού, ευτυχώς δεν πιάστηκαν δεύτερη φορά κορόιδα. Ανέλαβαν επιτέλους το ρόλο της αντιπολίτευσης και κάλεσαν τον κ. Τσίπρα να κυβερνήσει, να αναλάβει και αυτός με τη σειρά του την ευθύνη για να εξηγήσει το περιεχόμενο της περίφημης «σκληρής διαπραγμάτευσης», η οποία, προς το παρόν, έχει οδηγήσει σε νέους φόρους, σε νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, και προσφάτως έχει τινάξει το τραπεζικό σύστημα στον αέρα. Από το Σάββατο το απόγευμα, το κυβερνητικό σχήμα έχει λάβει την οριστική απάντηση της αντιπολίτευσης: «Tελειώσαμε λοιπόν και τι να πούμε…», που θα ’λεγε κι ο Πάριος.