Τεκμηριώνεται άραγε το «Βδέλυγμα»;

Φάνης Ουγγρίνης 03 Οκτ 2015

Δε θέλω να κάνω τον έξυπνο, όμως η αξιοθρήνητη παρουσία του Τσίπρα απέναντι στον Κλίντον δεν με εξέπληξε, συνεπώς  δε την θεωρώ και άξια σχολιασμού. Το ίδιο και το σόου του Καμμένου στη Σαλαμίνα, αν και εξακολουθώ να μην μπορώ να βρω οποιαδήποτε-τραβηγμένη απ’τα  μαλλιά-αιτία για την παρουσία της Κουβανέζικης σημαίας. Το γεγονός των τελευταίων ημερών που πραγματικά με ιντριγκάρισε ήταν η συζήτηση γύρω από το προχθεσινό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη στην Lifo, με τίτλο «Το Βδέλυγμα». Χρόνια είχα  ν’άκούσω αυτόν το όρο, ο οποίος ομολογουμένως είναι όχι απλά περιεκτικότατος αλλά και ηχητικά απόλυτα κατάλληλος για να εκφράσει συναισθήματα απέχθειας και περιφρόνησης. Στο κείμενο ο Δημητριάδης αποδίδει αποκλειστικά στον…ένοχο ελληνικό «λαό» κάθε κακοδαιμονία του, του αποδίδει ίσως το βραβείο του χειρότερου λαού του πλανήτη, χρησιμοποιώντας γλώσσα ωμή, σχεδόν υβριστική. Αν υπάρχει λόγιο μπινελίκι, είναι αυτό ακριβώς.

Πολλά τα σχόλια στο facebook, άλλα αρνητικά, άλλα θετικά, άλλα σαστισμένα, και για μένα ξεχώρισε μια σύντομη μα πλήρης αντίκρουση από τον πάντα εύστοχο μα και γλυκομίλητο Νικόλα Σεβαστάκη. Και πράγματι ο Σεβαστάκης, αν και αναγνωρίζει την απόγνωση στην οποία έχουν περιέλθει τελευταία πολλοί άνθρωποι του λεγόμενου ορθού λόγου, κατατάσσει το κείμενο σε εκείνα που βρίσκονται στον αντίποδα των ελληναράδικων θεωριών συνωμοσίας. Ο Δημητριάδης δηλαδή αντιπαραβάλλει στο αφήγημα που ασπάζονται πολλοί , πάρα πολλοί συμπολίτες μας, αυτό που εκφράζεται με το κλισέ «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια», το γνωστό άλλο, αυτό της ψωροκώσταινας που κατοικείται από δόλιους «κωλοέλληνες». Η μια θέση εκφράζεται γενικά από τύπους σα τον Ανδρέα και τον Καμμένο, η άλλη από Σημίτηδες και Γιωργάκηδες, με τον Τσίπρα να κινείται συνεχώς από το ένα άκρο στο άλλο, σαν εκκρεμές. Ο ζεστός και ψύχραιμος λόγος του Σεβαστάκη με κέρδισε. Αρχικά. Κι εγώ συχνά έχω γίνει έξω φρενών από τους συμπατριώτες μου, από την ασέβεια που εκδηλώνουν απέναντι στους νόμους, για το περιβάλλον, για ό,τι συγκροτεί πολιτισμένη κοινωνία ίσων προσώπων. Κι εγώ έχω μείνει ενεός με τις φαινομενικά παράλογες μαζικές επιλογές τους, με την προσκόλληση τους στο χθες, με την εμμονή τους στην φόρμα και όχι στην ουσία. Κι εγώ έχω ευχηθεί να γίνει μια μεγάλη καθαρτήρια έκρηξη, που θα σαρώσει όλη τη σαπίλα, που θα ξεπλύνει τον βάλτο όπου έχουμε κολλήσει, όταν ένιωσα απογοητευμένος από τις τεχνητές αγκυλώσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας. Μετά όμως ηρεμώ. Και αναλογίζομαι την νεώτερη ιστορία μας, μια σειρά από συνεχείς πολέμους, προσφυγιές και εμφυλίους. Συνειδητοποιώ πως ζούμε σε έναν τόπο που αποτελεί μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θυμάμαι πόσο επίμονα οι Βυζαντινοί ξερίζωσαν τα αρχαιοελληνικά χαρακτηριστικά από τον ψυχισμό των υπηκόων της αυτοκρατορίας τους. Αντιλαμβάνομαι πως ως υπήκοοι απρόσωπων πολυεθνικών κρατών επί χιλιάδες χρόνια , οι Ελλαδίτες αναγκαστικά έμαθαν να στηρίζονται σε πατροπαράδοτες δομές αλληλεγγύης, όπως το σόι ή το χωριό. Αναγνωρίζω πως χάρη στην θέληση των δυτικών δυνάμεων συγκροτήθηκε ένα ενιαίο έθνος-κράτος σε έναν τόπο που κατοικούνταν από ελληνόφωνους, αλβανόφωνους και σλαβόφωνους, με βασικό συνδετικό στοιχείο τους την ελληνορθόδοξη πίστη. Και τέλος κατανοώ πως πάρα πολλά από αυτά που σήμερα μας ταλαιπωρούν, πελατειακές σχέσεις, δυσλειτουργικό Σύνταγμα, γιγάντιο Δημόσιο, επιλεκτική εφαρμογή των νόμων, είναι παράγωγα βεβιασμένων κινήσεων του παρελθόντος, οι οποίες, όσο ανορθολογικές κι αν μοιάζουν σήμερα , ήταν άλλοτε επιβεβλημένες, πάντα στα πλαίσια του συνεχούς αγώνα για εξασφάλιση της πολύτιμης «κοινωνικής συνοχής».

Όμως, δυστυχώς, όλη η παραπάνω συλλογιστική πάσχει στο εξής: αιτιολογέι, μα δεν δικαιολογεί. Αναδεικνύει τα αιτία των ελληνικών παθογενειών, όμως δεν μπορεί να διαψεύσει τον Δημητριάδη όσον αφορά την ύπαρξη αυτών των ελαττωμάτων που τον εξοργίζουν.  Δεν μπορεί να αρνηθεί πως όλοι όσοι συγκροτούμε τον «λαό» του, δηλαδή οι σημερινοί νόμιμοι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου, είμαστε όντως αυτοκαταστροφικοί, δυσπροσάρμοστοι, κακότροποι, εγωιστές και κυρίως, συμφεροντολόγοι. Ο συμφεροντολογισμός μας είναι ο ρηχός ορθολογισμός μας , είναι το σκεπτικό που ανάγει σε κορυφαία επιδίωξη την ατομική υλική βελτίωση, ενώ αδιαφορεί για  το αν αυτή είναι βιώσιμη εντός του κοινωνικού συνόλου. «Εγώ θέλω, Αυτοί(ποιοι έιναι άραγε Αυτοί?) να κόψουν τον κώλο τους και να τα βρούνε!». «Είχε μπροστά του το βάζο με το μέλι ο Άνθρωπος, να μην έπαιρνε μια κουταλιά?». Κι όποιος δεν ανθίσταται  σ’αυτό το ηθικό καθεστώς, όποιος προσπαθεί να συμπεριφερθεί ως ώριμο πολιτισμένο άτομο, επιβαρύνεται με ανταγωνιστικό μειονέκτημα και τελικά ηττάται, συντρίβεται και απορρίπτεται, επειδή πάντα στη φύση επιβιώνουν τα ‘είδη εκείνα που προσαρμόζονται καλύτερα.

Δεν είναι ο ελληνικός λαός ο χειρότερος του πλανήτη, ούτε καν της Ευρώπης. Δεν υπάρχουν άλλωστε κακοί λαοί. Δεν έχει κάποιο κουσούρι το DNA του, δεν αναπνέει ψεκασμένο αέρα, δεν περιδρομιάζει φαρμακωμένες τροφές, δεν είναι καν οι πόλεις του τόσο απάνθρωπες όσο συνήθως πιστεύει. Το πρόβλημα μας είναι πως εδώ και 35 χρόνια έχουμε σταματήσει να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, κλείνουμε τη μύτη, τα μάτια και τ’αυτιά μας μπροστά σε όλα τα στραβά μας, κι όποτε τα αναγνωρίζουμε τα συγχωρούμε με ιδιαίτερη ευκολία. Ελεύθεροι κι ωραίοι, έχουμε κλειστεί στις φυλακές που αναφέρει ο Νταλάρας στο παλιό τραγούδι, εκεί όπου ζούμε και ξαναζούμε αυτιστικά τις μεγάλες μας στιγμές. Και για όσο ισχύει αυτός ο εθνικός στρουθοκαμηλισμός μας, με θλίψη μου θα συμφωνώ με τον Δημητριάδη και όχι με τον Σεβαστάκη…