«Η Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. καλεί τους φαντάρους, τους ναύτες και τους αεροπόρους μας να πάρουν στα χέρια τους την διοίκηση των μονάδων τους, εκλέγοντας προσωρινές επιτροπές που να αντιπροσωπεύουν όλους, από τον στρατιώτη μέχρι τον στρατηγό, όσους συμφωνάνε σε τούτο το πρόγραμμα δράσης. Να προτείνουν ειρήνη στους απέναντι αντιπάλους τους και να απαιτήσουν από το άλλο μέρος παραίτηση της Κυβέρνησης και σχηματισμό προσωρινής, αντιπολεμικής, αντιδιχτατορικής Κυβέρνησης μετώπου εθνικής σωτηρίας – ειρήνης, σταμάτημα του πολέμου, ακύρωση των πολιτικών και στρατιωτικών συμφώνων που κλείστηκαν από τους Εγγλέζους και προσανατολισμό της χώρας προς την Σοβιετική Ένωση. Η Κ.Ε. καλεί την εργατική τάξη και ιδιαίτερα τους εργάτες μεταφορών, ναυτεργάτες, λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές και εργάτες πολεμικών εργοστασίων, να εφαρμόσουν το πιο φαρδύ ενιαίο, εργατικό, αντιπολεμικό μέτωπο, με τους αρχηγούς και με τους εργάτες όσους συμφωνούνε στην πλατφόρμα του μετώπου εθνικής σωτηρίας – ειρήνης, συγκροτώντας επιτροπές εργασιακές και σωματειακές ομάδες να παλέψουν με συγκεντρώσεις, με διαδηλώσεις, με οικονομική και πολιτική απεργία…Να κάνει (ο λαός) ό,τι μπορεί για να σταματήσει τον πόλεμο που έφερε η αγγλόδουλη σπείρα προκαλώντας την Ιταλική εισβολή… Να πάρη παράδειγμα ολόκληρος ο ελληνικός λαός από τον ηρωικό αδελφό λαό της Βουλγαρίας…»
Αυτή ήταν η ανακοίνωση του ΚΚΕ στις 18 Μαρτίου του 1941, που καλούσε το λαό να επιβάλει ειρήνη με Ιταλία και Γερμανία, γιατί ο κύριος «εχτρός» ήταν η «διχτατορία» του Μεταξά και «η αγγλόδουλη σπείρα», σύμφωνα με την «εχτίμηση» της καθοδήγησης!
Και προχωράμε παρακάτω:
«Μόνο ο τύπος του κόμματός μας στάθηκε ο μοναδικός και ατρόμητος πολέμιος των μεγάλων αυτών εχτρών της Ελλάδας κι ανάμεσα στο διωγμό το φοβερό που οργάνωσαν εναντίον του τα όργανα της διχτατορίας, κατάφερε ως το τέλος να συνεχίσει την έκδοσή του και να χτυπά αλύπητα και ανειρήνευτα τον πρώτο εχθρό της χώρας μας την μισητή Βασιλο-μεταξική σπείρα. Μόνον ο τύπος μας ξεσκέπασε έγκαιρα το ξεπούλημα της χώρας μας στους Εγγλέζους ληστές, ιμπεριαλιστές και συνεπούμενα την έξοδο της Ελλάδας απ’ την ουδετερότητα. Μόνον ο «Ρίζος» μας βροντοφώναζε για τον κίνδυνο που διέτρεχε η χώρα μας με την έξοδό της στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο πλευρό των Εγγλέζων και ενάντια στον άξονα, χωρίς κανένα συμφέρον για τον Λαό μας μα μονάχα για τα συμφέροντα του Εγγλέζικου κεφαλαίου, της Βασιλομεταξικής κλίκας και μιας γκρούπας της ντόπιας πλουτοκρατίας και καλούσε το λαό μας να παλέψει για την ουδετερότητα και ανεξαρτησία της χώρας μας. Και μέσα στη συνέχεια του καταστροφικού για το λαό μας πολέμου, μέσω του «Ρίζου» υπέδειξε το κόμμα μας σαν μοναδική σωτηρία για τη χώρα μας την ανατροπή της πουλημένης διχτατορικής σπείρας, την ανάληψη της εξουσίας από μια Κυβέρνηση Μετώπου Εθνικής – Σωτηρίας – Ειρήνης, που θα υπέβαλλε προτάσεις ειρήνης στον Άξονα χωρίς προσαρτήσεις κι αποζημιώσεις που θα προσανατολίζονταν οικονομικά και πολιτικά με την ΕΣΣΔ».
Αυτό ήταν το κύριο άρθρο του Ριζοσπάστη στις 17 Ιουνίου του 1941 (η υπογράμμιση δική μας), που δείχνει μία ολοκληρωτική τρικυμία εν πολιτικώ κρανίω και ένα απόλυτο διαζύγιο από την τότε πραγματικότητα.
Οι συντάκτες του ήταν τίποτα προδότες, δωσίλογοι ή γερμανοτσολιάδες»; Όχι βέβαια! Επρόκειτο για πολιτική ή ιδεολογική ταύτισή τους με τον φασισμό και τον ναζισμό; Όχι βέβαια! Επρόκειτο απλώς για ανθρώπους που ως «γεννήματα» της εποχής, υπήρξαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους δογματικά αστοιχείωτοι, αλλά έδωσαν και τη ζωή τους για την πατρίδα τους πολεμώντας το φασισμό και το ναζισμό. Όμως, η οικονομικοπολιτική συγκυρία και το ιστορικό προηγούμενο, τους θέσμισε «καθοδηγητές» ενός αγώνα τόσο περίπλοκου, μέσα σ’ ένα σύστημα βίας, ουτοπίας, ιδεών, παθών, συμφερόντων, αντιθέσεων, στρατιωτικών και πολιτικών κινήσεων, που ξεπερνούσε εντελώς το ερμηνευτικό τους βεληνεκές, με αποτέλεσμα -μαχόμενοι με τα όπλα τον φασισμό, όπως του άξιζε- να άγονται και να φέρονται ταυτόχρονα από ιδεοληψίες, πιθηκίζοντας θεωρίες και ορολογίες που δεν χωρούσαν καν στο γνωσιακό τους υπόβαθρο, ώστε οι αποφάσεις τους να παράγουν αδιέξοδα που μόνο στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου περιγράφηκαν με έντεχνο λόγο οι εφιαλτικές τους συνέπειες.
Γιατί τώρα τα ξέθαψα αυτά; Γιατί «ξαναστήνεται», είτε από θεωρητική ανεπάρκεια, είτε από πολιτικαντισμό, είτε και από δημοσιογραφική προχειρότητα, ένα σκηνικό όπου ελέγχεσαι ως αμαθής ή προβοκάτορας όταν επιχειρείς να ταυτίσεις -όπως λέγεται-τα δύο άκρα, που είναι δήθεν η αριστερά και ο φασισμός. Εδώ, Κε Πρόεδρε, όμως… υπάρχει ένσταση! 1. Γιατί όπως τότε, έτσι και σήμερα, το ένα άκρο είναι ο φασισμός, αλλά το άλλο άκρο είναι ο σταλινισμός και όχι η αριστερά, ούτε καν η σημερινή κομμουνιστική εκδοχή της. 2. Γιατί τα πραγματικά αυτά άκρα ταυτίζονται, αφού η μόνη τους διαφορά είναι ο φορέας που λόγω της δήθεν απόλυτης πολιτισμικής ιστορικής και ηθικής «υπεροχής» του, δικαιούται να επικυριαρχεί επ’ αόριστον στην κοινωνία: Στη μία περίπτωση η αρία φυλή που θα δημιουργoύσε τη νέα παγκόσμια τάξη, στην άλλη περίπτωση το προλεταριάτο που θα δημιουργούσε τη νέα αταξική κοινωνία. Όσο για τη μέθοδο, δύσκολο να διαφοροποιηθεί το Άουσβιτς από το Γκούλαγκ. 3. Γιατί αποκρύπτεται ότι η μεταμοντέρνα κυνική αριστερά του αντιδιαφωτισμού και του ανορθολογισμού, επιτρέπει στον εαυτό της να υιοθετεί έναν ακραίο εθνολαϊκισμό και μία ακραία ορολογία που στρώνει το δρόμο για όλα τα ακροδεξιά ιδεολογήματα, μαζί και αυτά που χρησιμοποιεί ο φασισμός, όπως ακριβώς πριν από τόσα χρόνια συσκότιζε το πρόσωπο του φασισμού η τότε αριστερά, χωρίς ούτε τότε να αποτελεί το άλλο άκρο του.
Υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να ταυτίζουμε εκείνον που κυνηγάει με ένα μαχαίρι έναν εξαθλιωμένο συνάνθρωπό μας μετανάστη, με κάποιον που γιουχάρει πολιτικούς. Όντως κάνει λάθος όποιος κάνει μια τέτοια ταύτιση. Γιατί διαφέρουν και οι πράξεις και τα συγκεκριμένα πρόσωπα που τις εκτελούν. Εκείνο όμως που είναι το ίδιο, είναι η αφαιρετική έννοια του «κοινωνικού υποκειμένου», που και στις δύο περιπτώσεις μετατρέπεται σε ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΟ βίαιας αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς, ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ. Είναι δηλαδή ο αδαής ανώνυμος καθημερινός άνθρωπος, που δεν κατέχει την «τέχνη» που θα τον ανεβάσει στο επίπεδο του πολίτη και γι’ αυτό, στη μία περίπτωση προπηλακίζει πετροβολάει και γιαουρτώνει πολιτικούς με ενέσεις οργής που του έχει κάνει ο κάθε Τσίπρας, ο κάθε Καμένος, η κάθε Παπαρήγα – και στην άλλη περίπτωση κυνηγάει με μαχαίρι εξαθλιωμένους μετανάστες με άλλου είδους θεραπεία, που του επιφυλάσσει το πραγματικό άκρο της Χρυσής Αυγής. Αλλά δεν είναι φαντάζομαι και πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι ενώ είναι τραγικά ανεδαφικό να αξιώνουμε από τον κύριο Καιάδα να διαπαιδαγωγεί τους Έλληνες στις αξίες της δημοκρατίας, είναι ανεδαφικά τραγικό να μην επιτιμούμε την αριστερά όταν -ενώ είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής μας πολιτείας- ανέχεται, χαϊδεύει ή και λαϊκίζοντας ενθαρρύνει αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Όσοι λοιπόν καταδικάζουμε την «Κερατέα», τα γιαούρτια, τις πέτρες, τους τραμπουκισμούς, τη βία, τις λεηλασίες, τους εμπρησμούς και τη χρήση ακραίων συνθημάτων περί προδοτών, δωσιλόγων, γερμανοτσιλιάδων κ.λπ., δεν «ταυτίζουμε τα δύο άκρα». Απλώς προειδοποιούμε όσους δεν θέλουν να είναι «άκρα», ότι όλα τα παραπάνω δουλεύουν για τον φασισμό. Καθαρά λόγια.
Κλείνοντας, να θυμίσουμε ότι ο Γιώργος Νταλάρας είναι καλλιτέχνης, δεν είναι πολιτικός. Αλλά έχει την ατυχία να έχει σύζυγο πολιτικό, οπότε «πάμε να τον δείρουμε εκεί που τραγουδάει και να ματαιώσουμε τη συναυλία του». Αν αυτό δεν είναι ανατριχιαστικά φασιστικό, τότε τι είναι; Να του ράψουμε στο πέτο και το αστέρι;