Τις ημέρες των γιορτών οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μου που είναι στο εξωτερικό, παλιοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί (φυσικοί, χημικοί, μηχανικοί, ιατροί), μου κάνουν την τιμή να με επισκέπτονται.
Άλλοι μου στέλνουν στο ενδιάμεσο τακτικά τα νέα τους. Μου γράφουν ότι εκεί βρήκαν την εργασιακή αξιοπρέπεια, ασχολούνται με αυτό που σπούδασαν, απολαμβάνουν το σεβασμό των εργοδοτών τους, έχουν πολύ ικανοποιητικούς μισθούς. Νέοι επιστήμονες πάντα έψαχναν την τύχη τους στο εξωτερικό και κατά κανόνα πάντα διέπρεπαν εκεί. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης ο αριθμός τους έχει αυξηθεί εκθετικά. Τελευταίος με επισκέφθηκε ο Κώστας Μ. Είχε αρχίσει εδώ διδακτορικό και προσπαθούσε με μερικά ιδιαίτερα να το χρηματοδοτήσει. Δεν τα κατάφερε. Έβαλε τα δυνατά του και κέρδισε μία θέση υποψήφιου διδάκτορα (ανάμεσα σε 100 υποψήφιους) σε μία μικρή πόλη της Σουηδίας. Με 2.200 ευρώ καθαρά μου περιέγραψε το ονειρεμένο για κάθε ερευνητή εργασιακό περιβάλλον, την αγάπη και την ενθάρρυνση που γνώρισε από τη χώρα, την πόλη και το πανεπιστήμιο. Εργάζεται σκληρά μέχρι αργά το βράδυ και πολλά Σαββατοκύριακα. Έλαμπε από τη χαρά του και από την αξιοπρέπεια που του δίνει η δουλειά του εκεί. Το μόνο αρνητικό, η περιορισμένη κοινωνική ζωή και το κρύο. Όμως ως προπτυχιακός φοιτητής είχε στόχους. Άλλαξε πόλη, για να κάνει πτυχιακή εργασία σε εταιρεία υψηλού επιπέδου, ενώ ως μεταπτυχιακός στο ΑΠΘ και για λίγους μήνες υποψήφιος διδάκτορας εργάστηκε σκληρά. Πάλεψε με πολλά προβλήματα, οικονομικά, οικογενειακά και προσωπικά. Το παράδειγμα του Κώστα είναι χαρακτηριστικό για τη γενιά του. Οι νέοι και οι νέες που φεύγουν δεν ανήκουν στο στερεότυπο του «άριστου». Κατά κανόνα έχουν χτίσει εδώ αξιόλογα βιογραφικά, αποτέλεσμα δικής τους σκληρής δουλειάς. Στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου συνήθως καταφεύγουν, οι εκεί συνομήλικοί τους αποφεύγουν τις καριέρες που απαιτούν υψηλά προσόντα και μακροχρόνια εξειδίκευση, επιλέγοντας πιο εύκολα εργασιακά μονοπάτια. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε πριν από δεκαετίες, όταν οι έλληνες μετανάστες αναλάμβαναν τις βαριές δουλειές που άφηναν οι εντόπιοι, οι νέοι έλληνες επιστήμονες είναι ανταγωνιστικοί σε απαιτητικές θέσεις εργασίας. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις, μία αφίσα στο διαδίκτυο, που δείχνει ότι «αυτά που φεύγουν δεν είναι πουλιά, είναι τα παιδιά μας». Η γενιά μας, αφού καρπώθηκε όλους τους υλικούς και άυλους πόρους, ώστε να μην περισσέψει τίποτε για «τα παιδιά μας», συνειδητοποίησε αργά το πρόβλημα. Τα «παιδιά που φεύγουν» εργάζονταν πολύ πριν από την κρίση, με μπλοκάκια οι νέοι μηχανικοί, ως ιατρικοί επισκέπτες οι νέοι ιατροί, ως κλητήρες δικηγορικών γραφείων οι νέοι δικηγόροι, ως μη αμειβόμενοι ερευνητές οι νέοι επιστήμονες. Ζούσαν μέχρι τα 35 με τους γονείς τους και δεν έκαναν οικογένεια, γιατί δεν υπήρχαν προοπτικές, αναβάλλοντας έτσι τη χειραφέτησή τους ως πολίτες. Μία καθοδήγηση στις σπουδές τους, μία συστατική επιστολή και μία ματιά στις αιτήσεις τους είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει ένας δάσκαλος, για να τα αποχαιρετήσει. Με την κρυφή ελπίδα ότι θα γίνουν αποδημητικά πουλιά και θα ξαναγυρίσουν. Καλό τους ταξίδι.