Στην δια της βίας –και δια των όπλων- «τάξη» των υπονομευτών της, η Δημοκρατία έχει ως μόνη απάντηση την επιβολή της δικής της τάξης, που ονομάζεται «κράτος δικαίου». Τα γεγονότα σε σχέση με τη «Χρυσή Αυγή» αποδεικνύουν πόσο αναγκαίο, αλλά και πόσο δύσκολο, είναι να κερδηθεί η μάχη της δημοκρατίας με τα όπλα της δημοκρατίας.
Το πρώτο όπλο είναι η νομιμότητα. Μη αποδοχή της παρανομίας, αυστηρή επιτήρηση ώστε να μη λάβει χώρα, δίκαιη και χωρίς εκπτώσεις τιμωρία εάν συμβεί και αποκαλυφθεί. Αλλά και τήρηση των κανόνων –τυπικών και ουσιαστικών, νομικών και δικονομικών- κατά την παρακολούθηση, απαγγελία κατηγορίας και κάθαρση. Στα πρόσφατα γεγονότα -και παρά τη δικαιολογημένη ερώτηση όλων μας «μα καλά, έπρεπε να συμβεί φόνος, και μάλιστα αυτός, όχι ο πρώτος, φόνος, για να δράσει η Πολιτεία;»- δεν νομίζω ότι χωρεί αμφισβήτηση νομιμότητας. Ο φόνος λειτούργησε ως καταλύτης, αλλά έβγαλε στην επιφάνεια ποινικά, και όχι πολιτικά, κολάσιμες πράξεις, για τις οποίες το πλέγμα των ενδείξεων και δυνάμει αποδείξεων είναι ισχυρό. Οι αρμόδιες δικαστικές αρχές κινήθηκαν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και τηρώντας όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η εξαίρεση του αυτόφωρου που ρητά προβλέπει το Σύνταγμα, ώστε να μη χρειάζεται ειδική άδεια της Βουλής, στοιχειοθετείται με βάση το νομικό γεγονός ότι η πράξη «σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση» συνιστά, κατά τον ποινικό κώδικα, αλλά και σύμφωνα με τη λογική, «διαρκές έγκλημα», που δεν σταματά παρά μόνο όταν διαλυθεί η οργάνωση, άρα δεν τίθεται θέμα παρέλευσης του αυτοφώρου (η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση διώκεται διαρκώς «αυτόφωρα»).
Δημοκρατικό καθήκον συνιστά επίσης η αποφυγή υπερβολής στην καταστολή και η μη παρεκτροπή σε υπηρέτηση άλλων στόχων. Κι εδώ οι χειρισμοί νομίζω ότι δεν εκφεύγουν των αρχών του κράτους δικαίου. Τα περί πιέσεων από τη δραματικότητα των γεγονότων ή ενδεχομένως και από κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδος δεν έχουν επιρροή από τη στιγμή που τηρούνται οι κανόνες της δίωξης και παρέχονται όλες οι προβλεπόμενες δυνατότητες αντίκρουσης (από αυτή την άποψη, και ας μου επιτραπεί να μιλήσω για λίγο αποκλειστικά ως νομικός, δεν είναι καλό σημάδι η έστω συμβολική «τιμωρία» νόμιμου και κατ’ επάγγελμα υπερασπιστή των κατηγορουμένων). Το δικαιοπολιτικό μας σύστημα φαίνεται ότι δεν θα ενδώσει επίσης στον κίνδυνο, για κάποιους ίσως και πρόκληση, να επιχειρηθεί να αντληθούν κομματικά οφέλη από την πολύκροτη υπόθεση δια της προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Είναι παρήγορο ότι όσοι πρότειναν κάτι τέτοιο, είτε σε ανεπίσημους κύκλους πλησίον της εξουσίας, είτε επισήμως για λογαριασμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συναντούν θεσμική άρνηση, στην πρώτη περίπτωση, νομική και λαϊκή αποδοκιμασία, στη δεύτερη.
Η δημοκρατική πολιτεία οφείλει, τέλος, να μην είναι εκδικητική –και αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο κρίσιμο. Παρά την τεράστια απαξία της υπό κατηγορία οργάνωσης και των πράξεων, τωρινών και παλαιότερων, που αποδίδονται σε μέλη της, ηγετικά και μη, παρά την αίσθηση, σχεδόν πάγκοινη αλλά για κάποιους όψιμη, του πόσο δηλητηριάστηκε, τόσο χρόνια, με πράξεις και λόγια, η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, δεν επιτρέπεται καμία έκπτωση σε επίπεδο δικαιωμάτων και καμία παρεκτροπή σε πολιτικό επίπεδο. Μόνο έτσι θα είναι πραγματική και πλήρης η ήττα της «Χρυσής Αυγής» και θα δικαιωθεί η θυσία του ανθρώπου που πυροδότησε την άμυνα της Πολιτείας: όταν τα μέλη, αλλά και οι ψηφοφόροι, της οργάνωσης αντιληφθούν –όσοι διατηρούν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται- την ανωτερότητα της Δημοκρατίας, την οποίοι οι ίδιοι πολεμούσαν.