Τάσος Βουρνάς – Αλέκος Σακελλάριος. Δυό παιδικοί φίλοι και ένα τεύχος με διηγήματά τους

Κώστας Γ. Τσικνάκης 05 Αυγ 2022

Ήταν, θυμάμαι, τέλη Ιουλίου του 1978. Προετοιμαζόμουν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ένα απόγευμα, κατηφόριζα την οδό Σόλωνος με κατεύθυνση την πλατεία Κάνιγγος. Καθώς είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου βάδιζα αργά. Για μια στιγμή, κοντοστάθηκα στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου των Εκδόσεων των Αδελφών Τολίδη, σχεδόν στη γωνία Σόλωνος και Ιπποκράτους. Κοιτούσα τα νέα βιβλία, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και εμφανίστηκαν δύο, πολύ γνωστές, φυσιογνωμίες.

Η μία, ήταν ο ιστορικός, φιλόλογος, κριτικός, μεταφραστής και δημοσιογράφος Τάσος Βουρνάς. Αποτελούσε βασικό συνεργάτη των Εκδόσεων Τολίδη. Τον είχα γνωρίσει λίγες εβδομάδες πριν, όταν πήγα για να προμηθευτώ το βιβλίο: Ξενοφώντος, «Ιέρων. Η εξομολόγηση ενός τυράννου». Το είχε αποδώσει στη νεοελληνική γλώσσα και είχε γράψει την εισαγωγή. Έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκεται εκεί. Συζητήσαμε για λίγo. Αφού με ρώτησε για τα ενδιαφέροντά μου, μου πρόσφερε με αφιέρωση το βιβλίο του «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας (1821-1909)». Το έχασα, δυστυχώς, σε κάποια μετακόμιση.

Η άλλη φυσιογνωμία, ήταν ο θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ευθυμογράφος, στιχουργός και δημοσιογράφος Αλέκος Σακελλάριος. Οι περισσότεροι τον γνώριζαν από τη συμβολή του στις κινηματογραφικές ταινίες της μεταπολεμικής περιόδου οι οποίες γνώριζαν μεγάλη επιτυχία.

Μόλις οι δύο μεσήλικες βγήκαν από το βιβλιοπωλείο πιάστηκαν αλά μπρατσέτα. Ο Τάσος Βουρνάς ήταν ψηλότερος από τον Αλέκο Σακελλάριο. Βάδιζαν αργά. Κάθε τόσο σταματούσαν, έλεγε κάτι ο ένας στο αυτί του άλλου, κι ύστερα ξεσπούσαν σε βροντερά γέλια. Έδειχναν σαν δυο παλιοί, καλοί φίλοι, που συναντήθηκαν μετά από καιρό. Δεν προλάβαιναν να πουν, μέσα σε λίγη ώρα, όσα πολλά ήθελαν. Απορημένος, τους κοιτούσα, όπως απομακρύνονταν.

Η παραπάνω εικόνα δεν έφευγε για καιρό από το μυαλό μου. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Προσπαθώντας να αντιληφθώ τι κοινό θα μπορούσε να συνέδεε τα δύο πρόσωπα, που έδειχναν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους, κατέληξα στη διαπίστωση ότι μάλλον θα γνωρίζονταν από τον δημοσιογραφικό χώρο.

Λίγα χρόνια μετά άρχισαν να ξεδιαλύνονται τα πράγματα. Τους πρώτους μήνες του 1984, στο πλαίσιο έρευνάς μου για τα νεανικά έντυπα του Μεσοπολέμου, είχα την πληροφορία ότι, τα χρόνια 1932-1933, από μαθητές του Όγδοου Γυμνασίου Αθηνών κυκλοφορούσε η εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Μαθητής». Στην αρχή, ήταν σε χειρόγραφη μορφή, αργότερα σε πολυγραφημένη και, στο τέλος, έντυπη. Έκπληκτος διαπίστωσα ότι αρχισυντάκτης της ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος ενώ, μεταξύ των πολλών συνεργατών της, ήταν και ο Τάσος Βουρνάς. Όλα, πλέον, είχαν την εξήγησή τους…

Αναζήτησα την εφημερίδα αλλά στάθηκε αδύνατος ο εντοπισμός της. Στο Αρχείο του μακαρίτη Γιώργου Κουκά, κάποια στιγμή, βρήκα ένα φύλλο της. Σε διάφορες Βιβλιοθήκες ορισμένα άλλα. Πλήρες σώμα της, παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατάφερα ποτέ να συγκροτήσω. Εκδόθηκαν, σύμφωνα με υπολογισμούς μου, τριάντα περίπου φύλλα.

Από την αποδελτίωση προέκυπτε ότι αποτελούσε από τις καλύτερες μαθητικές εκδοτικές πρωτοβουλίες της εποχής. Για την ύλη της δημοσιεύονταν συχνά εγκωμιαστικά σχόλια στον Τύπο. Ελπίζω ότι, σε μια άλλη περίσταση, θα αναφερθώ αναλυτικότερα στο σημαντικό αυτό μαθητικό έντυπο.

Το ίδιο διάστημα, εντελώς συμπτωματικά, περιήλθε σε γνώση μου ένα κείμενο που είχε γράψει ο Αλέκος Σακελλάριος στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Συνεργαζόταν τότε με το συγκεκριμένο έντυπο, όπου δημοσίευε κάθε εβδομάδα χρονογραφήματά του, αυτοβιογραφικού κυρίως περιεχομένου. Το μεγαλύτερο τμήμα τους συμπεριλήφθηκε αργότερα στον τόμο που επιμελήθηκε η γυναίκα του Τίνα Σακελλάριου και κυκλοφόρησε με τον τίτλο: Αλέκος Σακελλάριος, «Λες και ήταν Χθες» (Αθήνα, Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης, 1990, Τελευταία Επετειακή έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Μένανδρος, 2018).

Στο κείμενό του, ο Αλέκος Σακελλάριος έγραφε για την εφημερίδα «Μαθητής», στην έκδοση της οποίας είχε πρωτοστατήσει. Παράλληλα, έδινε όμως και μία άλλη, σημαντική πληροφορία. Μαζί με τον Τάσο Βουρνά, σημείωνε, σχεδίασαν να εκδώσουν ένα τεύχος με διηγήματά τους. Δεν είχαν όμως χρήματα για να καλύψουν τα έξοδα της εκτύπωσης. Τελικά, αρωγός της προσπάθειάς τους στάθηκε ο Μιχάλης Βουρνάς, αδελφός του Τάσου. Πούλησε ορισμένους νομικούς τόμους και, με το ποσό που συγκεντρώθηκε, πληρώθηκε το Τυπογραφείο. Το μόλις δεκαέξι σελίδων τεύχος που τυπώθηκε τιτλοφορήθηκε «Θλιμμένες Ιστορίες». Η έκδοση, ωστόσο, γνώρισε παταγώδη επιτυχία. Δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κριτική και, παρότι διανεμήθηκε από τους ίδιους σε αρκετά βιβλιοπωλεία, δεν πουλήθηκε ούτε ένα αντίτυπο.

Χωρίς καθυστέρηση, τηλεφώνησα στη Γραμματεία του «Ελεύθερου Τύπου». Αφού τους εξήγησα τον λόγο της επικοινωνίας, πρόθυμα με συνέδεσαν με το τηλέφωνο του γραφείου του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται εκείνη την ώρα εκεί. Ύστερα από λίγο, στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου, μου απάντησε η γνώριμη από τις κινηματογραφικές ταινίες φωνή. Ανέφερα στον συνομιλητή μου τι ακριβώς ήθελα. Μου ζήτησε να συναντηθούμε την ίδια περίπου ώρα της επόμενης εβδομάδας, όταν θα ερχόταν για να φέρει στην εφημερίδα τη συνεργασία του.

Πράγματι, την καθορισμένη μέρα, βρέθηκα στην οδό Φραγκοκκλησιάς, στον Άλιμο, όπου εκδιδόταν τότε ο «Ελεύθερος Τύπος». Ειδοποιήθηκε ο Αλέκος Σακελλάριος, ο οποίος με περίμενε ήδη στο γραφείο του, όπου ετοίμαζε το χρονογράφημά του.

Ήταν πολύ πρόσχαρος. Ύστερα από τις απαραίτητες συστάσεις, του περιέγραψα αναλυτικά τον τρόπο της δουλειάς μου. Με παρακολουθούσε προσεκτικά. Του έκανε εντύπωση, όπως μου τόνισε, που θέματα τέτοιου είδους απασχολούσαν τη νεότερη έρευνα. Του εξήγησα ότι είχαν πλέον διευρυνθεί τα πεδία της ελληνικής ιστοριογραφίας και ότι από πολλούς νέους μελετητές είχαν ξεκινήσει ανάλογες έρευνες. Επικρότησε όλες τις σχετικές κινήσεις.

Στη συνέχεια, άρχισε να μου δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες άρχισε να εκδίδεται ο «Μαθητής». Για τους συνεργάτες της και τα καλογραμμένα κείμενα που δημοσιεύονταν στις σελίδες του. Για τη μεγάλη απήχηση που είχε στον μαθητικό κόσμο της εποχής ο οποίος αγκάλιασε με θέρμη το έντυπο. Τα σχόλια που δημοσιεύονταν στον Τύπο της εποχής, επισήμανε, ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Τέλος, μου μίλησε, για τη γνωριμία του και τη συνεργασία του με τον Τάσο Βουρνά. Όπως μου εξήγησε είχαν γεννηθεί και οι δύο το έτος 1913. Ήταν συμμαθητές και, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έκαναν καθημερινά συντροφιά. Είχαν κοινές αντιλήψεις για τη λογοτεχνία. Συνεργάζονταν στην έκδοση του «Μαθητή». Μέσα στο κλίμα ευφορίας, που είχε δημιουργήσει η έκδοση της εφημερίδας, αποφάσισαν και την έκδοση του τεύχους με τα διηγήματά τους. Αργότερα, χώρισαν κάπως οι δρόμοι τους. Φρόντισαν να διατηρήσουν όμως τις επαφές τους όλες τις επόμενες, δύσκολες δεκαετίες. Συχνά συναντιόντουσαν και αντάλλασσαν απόψεις.

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν ευδιάθετος. Κάθε τόσο σηκωνόταν και βημάτιζε γρήγορα στο γραφείο του. Μιλούσε χειρονομώντας. Συχνά άνοιγε παρενθέσεις και αναφερόταν σε θέματα της νεότερης ιστορίας και λογοτεχνίας τα οποία φαινόταν ότι παρακολουθούσε και τον απασχολούσαν.

Στο ερώτημά μου, αν θα μπορούσε να θέσει στη διάθεσή μου πλήρες σώμα του «Μαθητή» καθώς και του τεύχους με τα διηγήματα, υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε να τα εντοπίσει, μέσα στον ωκεανό των βιβλίων του. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε ξανά το φθινόπωρο και να συζητήσουμε για το ζήτημα.

Για την επικοινωνία με τον Τάσο Βουρνά, μεσολάβησε ο μακαρίτης Φίλιππος Ηλιού, που τον γνώριζε πολύ καλά. Και εκείνος, ύστερα από τηλεφώνημά μου, μου ζήτησε να συναντηθούμε μια συγκεκριμένη μέρα στα γραφεία της εφημερίδας «H Αυγή», στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Έχοντας ενημερωθεί προηγουμένως λεπτομερώς από τον Φίλιππο, ήλθε καλά προετοιμασμένος για το θέμα που θα συζητούσαμε.

Στην αρχή της συνάντησης, ύστερα από τις απαραίτητες συστάσεις, έδειξε να θυμάται τη γνωριμία μας στις Εκδόσεις Τολίδη, λίγα χρόνια πριν. Στη συνέχεια, μου έδωσε πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τον «Μαθητή», όπου δημοσίευσε τα πρώτα κείμενά του. Ορισμένα, ήταν με ψευδώνυμο. Στάθηκε ιδιαίτερα στη φιλία του με τον Αλέκο Σακελλάριο, η οποία παρέμεινε ακλόνητη, όπως επισήμανε, τα χρόνια που ακολούθησαν. Τέλος, αναφέρθηκε λεπτομερώς στο τεύχος με τα διηγήματα. Μου περιέγραψε τον τρόπο δουλειάς τους, την καθοριστική βοήθεια που τους πρόσφερε ο αδελφός του, τα ξενύχτια τους στο τυπογραφείο, την αγωνία τους ώσπου να κυκλοφορήσει το τεύχος και τη μετέπειτα στενοχώρια τους.

Όλη την ώρα της συζήτησης μιλούσε χαμηλόφωνα. Με τον παραμικρό θόρυβο που ακουγόταν σταματούσε, έλεγχε προσεκτικά τον χώρο τριγύρω και ύστερα συνέχιζε. Καταλάβαινα τον λόγο…

Στην παράκλησή μου να μου δανείσει όσα τυχόν φύλλα του «Μαθητή» είχε στη βιβλιοθήκη του, ώστε να διευκολυνθεί η έρευνά μου, προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Υποσχέθηκε ότι θα έκανε μια προσπάθεια να τα εντοπίσει, πράγμα όμως δύσκολο, μέσα στα πολλά βιβλία του. Ως προς το τεύχος με τα διηγήματα με διαβεβαίωσε, πάντως, ότι δεν διέθετε αντίτυπο. Το μοναδικό, που είχε διασωθεί, κατείχε ο Αλέκος Σακελλάριος. Κανονίσαμε η επόμενη συνάντησή μας να πραγματοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα.

Την ίδια περίπου περίοδο, στη σειρά «Πρόσωπα Θεάτρου», που προβαλλόταν στην Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση (Έρευνα-επιμέλεια: Νανά Νικολάου – Χρίστος Αυθινός, Σκηνοθεσία: Μιχάλης Παπανικολάου), αφιερώθηκε εκπομπή στον Αλέκο Σακελλάριο.

Σε αυτήν, ο τιμώμενος, αναφερόμενος στο ξεκίνημά του περιέγραψε την περίοδο έκδοσης του «Μαθητή» ενώ παρουσιάστηκαν και οι πρώτες σελίδες ορισμένων φύλλων του.

Παράλληλα, μίλησαν οι Τάσος Βουρνάς και Μέντης Μποσταντζόγλου (ο γνωστός Μποστ), συνεργάτες του εντύπου. Ο Τάσος Βουρνάς, ειδικότερα, έκανε έμμεσα νύξη και για την έκδοση του τεύχους με τα διηγήματα.

Η εσπευσμένη αναχώρησή μου για τη Βενετία, το φθινόπωρο του 1984, ανέστειλε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έρευνά μου για τα νεανικά έντυπα του Μεσοπολέμου.

Επιστρέφοντας, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, δίσταζα να επικοινωνήσω, τόσο με τον Τάσο Βουρνά όσο και με τον Αλέκο Σακελλάριο. Λίγο αργότερα έφυγαν και οι δύο από τη ζωή. Στις 15 Νοεμβρίου 1990 ο πρώτος και στις 28 Αυγούστου 1991 ο δεύτερος. Πάντα με απασχολούσε το ζήτημα του τεύχους με διηγήματα, που είχαν τυπώσει όταν ήταν μαθητές, αλλά οι προσπάθειες εντοπισμού του δεν ευοδώνονταν.

Κάποιο πρωινό, αρκετά χρόνια μετά, μου τηλεφώνησε ο Παναγιώτης Μακατσώρης. Διατηρούσε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, κληρονομιά από τον πατέρα του, στην οδό Ασκληπιού 67, απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων. (Στενοχωριέμαι, κάθε φορά που περνώ την τελευταία περίοδο από μπροστά και το βλέπω κλειστό. Διατηρείται όπως το άφησε, προτού φύγει αιφνίδια από τη ζωή, σε νεαρή ηλικία).

Όπως μου είπε, είχε παραλάβει ορισμένα παλιά περιοδικά και βιβλία και, γνωρίζοντας τα ενδιαφέροντά μου, θεωρούσε ότι έπρεπε να περάσω οπωσδήποτε για να τα δω.

Η υποψία του, βγήκε αληθινή, αφού, ανάμεσα στα περιοδικά, υπήρχαν πολλά τεύχη της «Διαπλάσεως των Παίδων», του «Ελληνόπουλου», του «Θησαυρού των Παιδιών», του «Μπουκέτου» και της «Νεολαίας».

Μεταξύ διαφόρων βιβλίων, σχεδόν όλα του Παύλου Νιρβάνα, ήταν και η έκδοση που αναζητούσα για χρόνια: το τεύχος με τα διηγήματα που είχαν τυπώσει ο Τάσος Βουρνάς και ο Αλέκος Σακελλάριος. Βλέποντας την αντίδραση και τη χαρά μου από την απρόσμενη ανακάλυψη ο Παναγιώτης, μου το χάρισε.

Στο εξώφυλλό του αναγράφεται: Αλέκος Σακελλάριος – Τάσος Βουρνάς, «Θλιμμένες Ιστορίες», Αθήνα 1932. Τύποις: Ι. Δ. Αλευροπούλου & ΣΙΑΣ – Αγησιλάου 23.

Στο τεύχος, που καταλαμβάνει έκταση 16 σελίδων, δημοσιεύονται τέσσερα διηγήματα. Δύο, με τους τίτλους «Μητέρα» και «Το Κλαψοπούλι», έχουν γραφτεί από τον Τάσο Βουρνά. Ένα διήγημα, με τον τίτλο «Ο καταφρονεμμένος της ζωής», έχει γραφτεί από τον Αλέκο Σακελλάριο. Τέλος, ένα διήγημα, με τον τίτλο «Τζούλια», υπογράφεται και από τους δύο. Όλα τα διηγήματα υπογράφονται με τα αρχικά των ονομάτων των δύο συνεργατών.

Τα διηγήματα, μπορεί να φαίνονται άτεχνα, αλλά αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες πτυχές της προσωπικότητας των νεαρών δημιουργών τους. Και για τους δύο υπήρξε το πρώτο τους βιβλίο. Δεν έχω υπόψη μου, μπορεί όμως και να κάνω λάθος, ανάλογη έκδοση. Ελπίζω ότι σύντομα θα δημοσιευτεί λεπτομερέστερο άρθρο μου για το τεύχος.

Σήμερα, Διεθνή Μέρα Φιλίας, έφερα ξανά στο μυαλό μου τους δύο δεκαεννιάχρονους φίλους. Ξεφυλλίζω αργά το νεανικό πόνημά τους και αναλογίζομαι τις κινήσεις τους εκείνες τις μέρες.

Τους φαντάζομαι, σκυμμένους στα γραφεία τους, να γράφουν μανιωδώς. Ύστερα, να ανταλλάσσουν τα κείμενά τους, ζητώντας ο ένας από τον άλλο τυχόν παρατηρήσεις. Να συζητούν για τις αντιδράσεις των συμμαθητριών τους που επιθυμούσαν να γοητεύσουν με τις δημιουργίες τους. Την ανακούφισή τους, όταν κατάφεραν να εξασφαλίσουν το χρηματικό ποσό, χάρη στο οποίο θα πλήρωναν το Τυπογραφείο. Τη συγκίνησή τους, μόλις πήραν στα χέρια τους τα πρώτα αντίτυπα. Τις επισκέψεις τους σε διάφορα βιβλιοπωλεία και εφημερίδες της Αθήνας για να τα μοιράσουν. Την απογοήτευση που ένιωσαν από τη μη ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού…

Κι ακόμα, τον κρυφό πόθο τους, ότι θα ξεχώριζαν στον χώρο της λογοτεχνίας. Οι κριτικές για τη δουλειά τους να είναι εγκωμιαστικές, γεγονός που θα τους άνοιγε διάπλατα τον δρόμο της καταξίωσης.

Τα πράγματα, όπως συχνά συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τα αρχικά σχέδιά τους. Διαφοροποιήθηκαν κάπως. Το επόμενο έτος, ο Αλέκος Σακελλάριος, εισήχθη στη Νομική Σχολή, ενώ, ο Τάσος Βουρνάς, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Αλέκος Σακελλάριος συνέχισε βέβαια για μικρό χρονικό διάστημα να ασχολείται με τη λογοτεχνία. Στο νεανικό λογοτεχνικό περιοδικό «Το Ξεκίνημα», δημοσίευσε το 1933 ένα ποίημα και δύο πεζά. Πολύ γρήγορα, όμως, στράφηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Ο Τάσος Βουρνάς, από την πλευρά του, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο, στις ιστορικές και φιλολογικές μελέτες.

Και οι δύο, τις επόμενες δεκαετίες, μπορεί να μην διακρίθηκαν στη λογοτεχνία αλλά, στους χώρους που επέλεξαν να υπηρετήσουν, άφησαν σπουδαίες δουλειές.