Αύγουστος 1968: Τανκς στην Πράγα και ένα ταξίδι στο Βερολίνο. Μια προσωπική ιστορία, πριν από 55 χρόνια.
Το καλοκαίρι το 1968 –δεν είχα καν κλείσει τα 16 χρόνια- προς μεγάλη μου χαρά οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν στην Δυτική Γερμανία τον Αύγουστο, σε ένα Σχολείο Διακοπών (Ferienschule) για να βελτιώσω την γερμανική γλώσσα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μόναχο, στην λίμνη Στάρνμπεργκ. Ταξίδεψα μόνος με το τρένο, έφθασα στο Μόναχο, και από εκεί μετά από μια σύντομη διαδρομή κατέληξα στον προορισμό μου. Στο σχολείο υπήρχε αυστηρό πρόγραμμα μαθημάτων, υπήρχε όμως και αρκετός ελεύθερο χρόνος. Του καιρού επιτρέποντος κολυμπούσαμε ή κάναμε ιστιοπλοΐα στην λίμνη, κάποιες άλλες φορές επισκεπτόμασταν το Μόναχο, που τότε ήταν -ακόμη- μια αρκετά γκρίζα, εμπορική πόλη. Αυτά μέχρι τις 20 Αυγούστου. Το βράδυ της μέρας αυτής ξεκίνησε η εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία.
Από την επόμενη μέρα, όλα τα γερμανικά ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης, ασχολούνταν με τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία. Υπήρχε προβληματισμός για το αν στους εισβολείς περιλαμβάνονταν και ανατολικογερμανικά στρατεύματα, καθώς και το κατά πόσο θα μπορούσαν οι εξελίξεις αυτές να επηρεάσουν το ιδιαίτερο καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου. Εκφράζονταν φόβοι δηλαδή όχι για κατάλυση του καθεστώτος αυτού, αλλά μήπως η κρίση επεκταθεί και υπάρξει οδικός και σιδηροδρομικός αποκλεισμός του Βερολίνου, αντίστοιχος με αυτόν του 1948-49, που ανάγκασε τις συμμαχικές δυνάμεις να μεταφέρουν προμήθειες στην πόλη με αερομεταφορά (Luftbrücke).
Το γεγονός αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Στ’ αλήθεια, πως μπορείς να φτιάξεις μια περίκλειστη πόλη, μια πόλη νησί; Πήγα στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο και αγόρασα έναν χάρτη του Βερολίνου και άρχισα να τον μελετώ, να εντοπίζω τα σημεία ελέγχου. Προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου πως μπορεί να μοιάζει αυτό το περίφημο τείχος. Δύσκολο. Μία ήταν η λύση, να πάω ο ίδιος εκεί. Όλα τα λεφτά που μου είχαν μείνει ήταν 100 μάρκα, έδωσα τα 50 και αγόρασα ένα εισιτήριο από το αντίστοιχο γερμανικό ΚΤΕΛ, άφησα τη βαλίτσα μου σε θυρίδα του σιδηροδρομικού σταθμού και το βράδυ ξεκίνησα για το νέο μου ταξίδι.
Για να φτάσεις στο Δυτικό Βερολίνο έπρεπε να διασχίσεις ένα μεγάλο τμήμα της τότε Ανατολικής Γερμανίας, μέσω ενός αυστηρά καθορισμένου οδικού άξονα «διαμετακόμισης» (τράνζιτ διέλευσης). Αυτό σήμαινε ότι περνούσες από δύο ιδιαίτερα αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους, έναν μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας και έναν δεύτερο μεταξύ Ανατολικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου. Κατά την διάρκεια της διαδρομής δεν επιτρεπόταν να σταθμεύσει το όχημα, παρά μόνον εάν υπήρχε ανάγκη ή για ανεφοδιασμό, σε δύο καθορισμένους σταθμούς εξυπηρέτησης οχημάτων, άμεσα εποπτευόμενους από τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας. Στο Βερολίνο έφθασα το πρωί της επόμενης μέρας, βρήκα ένα φθηνό ξενοδοχείο -7,5 μάρκα η βραδιά- και ξεκίνησα την περιπλάνησή μου.
Το Βερολίνο ήταν διαχωρισμένο σε τέσσερεις ζώνες υπό τον έλεγχο των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων, δηλαδή των ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας και Σοβιετικής Ένωσης. Το Δυτικό Βερολίνο περιλάμβανε τους τομείς των τριών πρώτων χωρών, ενώ το Ανατολικό της τέταρτης, της Σοβιετικής Ένωσης. Δεδομένου ότι το Δυτικό Βερολίνο συνόρευε γύρωθεν με το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας, προκειμένου να αποφευχθεί η ολοένα αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της -μέσω του Δυτικού Βερολίνου- προς την Δυτική Γερμανία, δημιουργήθηκε η ανάγκη σφράγισης των συνόρων αυτών. Έτσι στις 12 Αυγούστου του 1961 ξεκίνησε η ανέγερση του τείχους.
Τις πέντε μέρες που παρέμεινα στο Βερολίνο επισκέφθηκα όσα περισσότερα σημεία μπορούσα. Η κτιριακή υποδομή της πόλης είχε υποστεί τρομακτικές καταστροφές κατά τη διάρκεια και -κυρίως- προς το τέλος του πολέμου. Το ιστορικό κέντρο (Stadtmitte) βρισκόταν στηv ανατολική, σοβιετική ζώνη με έντονα ακόμη τα σημάδια των μαχών. Στους δευτερεύοντες δρόμους έβλεπες ερειπωμένα κτίρια και διάσπαρτα μπάζα. Άκουσα ότι ήταν οδηγία της Σοβιετικής Ένωσης να εγκαταλειφθεί η περιοχή αυτή, ώστε να εξαλειφθούν οι μνήμες του ναζιστικού παρελθόντος, πολιτική που άλλαξε όμως τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μια σύντομη βόλτα από τον σταθμό της Φρίντριχστράσε με οδήγησε στην οδό Όττο Γκρότενβολ, που δεν ήταν άλλη από την διάσημη οδό Βίλχελμ, κύριο δρόμο του ναζιστικού παρελθόντος, όπου βρίσκονταν κυβερνητικά κτίρια και η Καγκελαρία του Αδόλφου. Κενά οικόπεδα παντού, ελάχιστα κτίρια έστεκαν παρακμασμένα ή εγκαταλειμμένα στον δρόμο αυτό, που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Στρατιωτικά περίπολα και έλεγχοι συνεχώς, αμελητέα όμως η κίνηση πολιτών. Ένοιωσα ένα σφίξιμο -και φόβο- στην ψυχή μου. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα, επέστρεψα στη Δύση.
Αντίθετα, το Δυτικό Βερολίνο ήταν γεμάτο ζωντάνια. Κυκλοφορούσαν χιλιάδες νέοι, ήταν περιορισμένη όμως η παρουσία ανδρών μέσης ηλικίας. Ήταν το αποτέλεσμα του πολέμου, πολλοί είχαν σκοτωθεί ή είχαν μείνει ανάπηροι. Θετικά την εικόνα όμως συμπλήρωνε ένας μεγάλος αριθμός από μεσήλικες κυρίες, που φορώντας τα καλά τους απολάμβαναν τον καλοκαιρινό ήλιο στα όμορφα καφέ της πόλης. Διάθεση για χαλαρή ζωή, που συνεχιζόταν μέχρι αργά τη νύχτα.
Το κέντρο του Δυτικού Βερολίνου είχε διαμορφωθεί γύρω από την μνημειακή εκκλησία του Κάϊζερ Βίλχελμ. Ένα ολοκαίνουργιο κτιριακό συγκρότημα, το Europa Center, δέσποζε στην πλατεία Μπράϊτ-σάϊντ. Νέα κτίρια, στα αρχιτεκτονικά πρότυπα του μοντερνισμού, ανεγείρονταν σε διάφορες περιοχές. Βαδίζοντας ανατολικά έφθανες στη ζώνη του τείχους, στο σημείο – σύμβολο, την Πύλη του Βραδεμβούργου. Λίγα μέτρα πιο πάνω, κολλητά σχεδόν με το τείχος βρισκόταν το πληγωμένο κτίριο του Ράϊχσταγ. Νοτιότερα της Πύλης, το νεόδμητο κτίριο της Φιλαρμονικής με πρόσφατα φυτεμένο τον περιβάλλοντα χώρο του. Από την ανατολική όψη της Φιλαρμονικής και μέχρι το τείχος, ένας τεράστιος ακάλυπτος χώρος που φιλοξενούσε σωρούς από μπάζα κατεδαφίσεων, εκεί που άλλοτε έβριθε από ζωή η Πότσνταμερ Πλάτς. Δυτικά του κέντρου του Δυτικού Βερολίνου, ήταν το Παλάτι Σαρλότενμπουργκ. Σε λίγα μέτρα απόσταση, σε άλλο κτίριο, στεγαζόταν μέρος της συλλογής αιγυπτιακών αρχαιοτήτων. Ανάμεσα στις αρχαιότητες ξεχώριζε το μπούστο της βασίλισσας Νεφερτίτης. Τι όμορφη γυναίκα, σκέφθηκα. Για αρκετά χρόνια τη θεωρούσα πρότυπο γυναικείας ομορφιάς, έως ότου, μεγαλώνοντας, γνώρισα άλλα, ωραιότερα κορίτσια (!).
Η εμπειρία από την επίσκεψή μου στο Βερολίνο ήταν σημαντική, αφού είδα τον ίδιο λαό στην ίδια πόλη να ζει σε δύο διαφορετικά πολιτικά και ιδεολογικά συστήματα. Η αυστηρότητα των μέτρων φύλαξης των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας, με τους σκληρούς και με ανέκφραστα πρόσωπα φύλακες, μου θύμισε την βαναυσότητα των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής. Το τείχος, τα συρματοπλέγματα, οι πύργοι ελέγχου, τα περίπολα με τα λυκόσκυλα, μου σχημάτισαν την εικόνα ενός μεγάλου στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι εικόνες αυτές ήταν αρκετές για να διαμορφώσω την άποψή μου για την φύση του σοβιετικού καθεστώτος.
Επέστρεψα πρωί της έκτης μέρας στο Μόναχο χωρίς ούτε ένα πφένιχ (υποδιαίρεση του γερμανικού μάρκου) στην τσέπη μου. Το μεσημέρι επιβιβάστηκα στο τρένο για να επιστρέψω στην Ελλάδα. Να’ ναι καλά οι Gastarbeiter που με φίλεψαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Όταν ενημέρωσα τους γονείς μου για το ταξίδι αυτό, που είχαν παντελή άγνοια, έγιναν αρχικά οι συνηθισμένες νουθεσίες. Δεν πέρασαν όμως περισσότερο από λίγα λεπτά, που η μητέρα μου απευθυνόμενη στον πατέρα μου, του είπε: «Χάρη, αυτό παιδί δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ!».
Και είχε δίκαιο, ποτέ δεν χάθηκα, παραμένω και σήμερα, στα 71 μου χρόνια, έτοιμος για νέες αναζητήσεις.