Η λέξη «αμηχανία» έγινε, τις τελευταίες δεκαετίες, κλισέ των πολιτικών αναλυτών όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν τη στάση της Σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας και τις μεγάλες προκλήσεις της νέας εποχής. Πρόκειται για μια επιεική έκφραση αυτού που στην πραγματικότητα αποτελεί αδυναμία κατανόησης των βαθιών αλλαγών που έχουν συντελεστεί, ακόμα και πριν από την εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Οι θεμελιώδεις αξίες που υπερασπίστηκε, από την εμφάνισή της ως ιδεολογικό ρεύμα, η Σοσιαλδημοκρατία, όπως η κοινωνική ευαισθησία, η αλληλεγγύη και η άμβλυνση των ανισοτήτων μένουν χωρίς αντίκρυσμα όταν οι διακηρύξεις παραμένουν προσηλωμένες σε δογματικές αντιλήψεις που δεν μπορούν να δώσουν ρεαλιστικές απαντήσεις στις σημερινές συνθήκες.
Η συζήτηση περί «επιστροφής της Σοσιαλδημοκρατίας», που έχει ανοίξει το τελευταίο χρονικό διάστημα δεν αναφέρεται επομένως σε ιδεολογική επιστροφή αλλά στις εκλογικές επιτυχίες αρκετών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, αξιοποιώντας και την εκλογή του Τζο Μπάϊντεν στην Προεδρία των ΗΠΑ. Κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει τις επιτυχίες αυτές, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να αγνοήσει επίσης ότι δεν συνδέονται με κάποια κοινή οραματική αντίληψη.
Αντίθετα, οι εθνικές ιδιαιτερότητες έχουν οδηγήσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε αποκλίνουσες συμπεριφορές και συμμαχίες. Τα κόμματα της Ιβηρικής χερσονήσου, για παράδειγμα, κυβερνούν υπό τον διαρκή «εκβιασμό» των κομμάτων της Αριστεράς με τα οποία, όπως αποδείχτηκε, δεν υπάρχει στέρεη προγραμματική βάση. Τα σκανδιναβικά κόμματα κέρδισαν, αφού υιοθέτησαν σε κρίσιμα ζητήματα την συντηρητική ατζέντα, ενώ το SPD ενισχύθηκε και θριάμβευσε μετά από μια δύσκολη προγραμματική συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
Οι στρατηγικοί και ανειρήνευτοι αντίπαλοι της Σοσιαλδημοκρατίας, από τη σύστασή της, είναι ο ολοκληρωτισμός και ο λαϊκισμός κάθε μορφής και χρώματος. Η αρχή αυτή είναι δεσμευτική για τη στρατηγική των συμμαχιών των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και καμμιά πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στην παραβίαση της. Ουσιαστική συζήτηση για την επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας θα μπορεί να γίνει μόνον όταν οι αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η υπεράσπισή τους γίνουν κοινός τόπος των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. «Η άνοδος, κατά την τελευταία περίοδο, των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων μοιάζει περισσότερο με ευτυχή συναστρία εθνικών εκλογικών κύκλων» (Γιάννης Βούλγαρης «Επιστρέφει η Σοσιαλδημοκρατία;» ΤΑ ΝΕΑ 24/10)
Η Σοσιαλδημοκρατία δεν ευτύχησε να δει ένα «κανονικό» σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη χώρα μας. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που την εκπροσωπεί παραδοσιακά, ιδρύθηκε εξ αρχής ως ένα αρχηγικό κόμμα εξουσίας, με αποτέλεσμα να παίρνει συχνά θέσεις «δημοφιλείς» στο εκλογικό σώμα που δεν συμβάδιζαν με τις θέσεις της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτός είναι και ο λόγος που το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη ξεσήκωσε, στην οκταετία 1996-2004, θύελλα αντιδράσεων ακόμα και από την ίδια τη βάση του ΠΑΣΟΚ. Οι «ιδιομορφίες» της Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας επέτρεψαν ακόμα και στον Αλέξη Τσίπρα να φορέσει το κουστούμι του σοσιαλδημοκράτη προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά.
Το διακύβευμα των εκλογών για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής δεν είναι βέβαια η δικαίωση του παρελθόντος κάποιου υποψήφιου ούτε η αλληλοεξόντωση κομματικών μηχανισμών. Από την ψήφο των προοδευτικών και δημοκρατικών πολιτών θα κριθεί αν θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ικανού να ασκήσει υπεύθυνη προγραμματική αντιπολίτευση και να εγγυηθεί τη δημοκρατική ομαλότητα και την πολιτική σταθερότητα της χώρας.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΑ "ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ" 13/11/2021