Στα χρόνια της κρίσης το ΠΑΣΟΚ έφτασε σε οριακή κατάσταση, η οποία επιβεβαιώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο από το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών. Σήμερα βρίσκεται σε ένα πολύπλευρο αδιέξοδο, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με εύκολες και επιφανειακές συνταγές αλλαγής προσώπων, του στυλ «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η απλή εναλλαγή της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο μιας «κομματικής πασαρέλας» είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ανακόψει την καθοδική του πορεία και να αποτρέψει το οριστικό τέλος, αν δεν συνοδευτεί από εκ βαθέων απολογισμό και, ταυτόχρονα, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό επαναπροσδιορισμό. Γι’ αυτό κάποιες εσπευσμένες αντιδράσεις που θέτουν σε πρώτη μοίρα τις εκλογικές διαδικασίες δείχνουν πως ορισμένοι δεν αντιλαμβάνονται ούτε το μέγεθος του προβλήματος, ούτε τον τρόπο θεραπείας του.
Για να μετατρέψει την κρίση επιβίωσης σε αφετηρία αναγέννησης, το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται δύο άξονες: ριζική τομή με το παρελθόν, αλλά και νέο σχέδιο για το μέλλον. Μόνον έτσι θα ανατρέψει την καθεστωτική φυσιογνωμία του, αλλά και θα δημιουργήσει νέους όρους για την ευρωπαϊκή, δημοκρατική, παραγωγική και κοινωνική διέξοδο της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ -και βεβαίως όλος ο χώρος της αποκαλούμενης Κεντροαριστεράς- θα σκεφτεί υπό νέο πρίσμα και θα χτίσει τη νέα του προσπάθεια σε δημοκρατική σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Στο νέο πολιτικό σκηνικό που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο χώρος της Κεντροαριστεράς κατελήφθη από τον ΣΥΡΙΖΑ που τώρα φιλοδοξεί να «διαπρέψει» και ως κυβερνητική κεντροαριστερά, έχοντας υιοθετήσει όλες τις παθογένειές της και πολεμώντας τις καλές της πλευρές. Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και, κυρίως, με την, εν μέσω πολλών αναταράξεων και σοβαρών απωλειών για τη χώρα, απόπειρα προσαρμογής του σε κεντροαριστερή κατεύθυνση, επιχειρείται να ανασυγκροτηθεί το παλαιό πολιτικό σύστημα με το γνωστό δίπολο κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς. Με νέες κομματικές μορφές, αλλά με την ίδια αδιέξοδη ουσία και το ίδιο ξεπερασμένο πολιτικό περιεχόμενο.
Όμως η πολιτική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, είτε αυτόνομη είτε σε ενδεχόμενη συμμαχία με διαθέσιμα κεντροαριστερά συμπληρώματα, δεν μπορεί να πάει μακριά. Αργά ή γρήγορα θα προσκρούσει στην ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις και ουσιαστική ανάταξη της χώρας. Ο επιβεβλημένος πολιτικός και οικονομικός «αποπαρασιτισμός», μαζί με την απαιτούμενη παραγωγική ανασυγκρότηση, θα φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ευθεία σύγκρουση με τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του προς τη μεσαία τάξη. Ταυτόχρονα, η αδυναμία σχεδιασμού επιτελικής διοίκησης και εφαρμογής της αναγκαίας παραγωγικής στροφής γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο από προφανής. Παρούσα, διαρκώς, θα παραμείνει και η ευρωπαϊκή απαίτηση για επιδόσεις και αποτελέσματα, ώστε να εξασφαλίζεται η κανονική χρηματοδότηση της χώρας.
Προσωρινά, η αδυναμία παραγωγής μεταρρυθμιστικού έργου και η ευρωπαϊκή πίεση φάνηκε ότι εξισορροπούνται υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της ανυπαρξίας άμεσης πολιτικής εναλλακτικής «εκ δεξιών και εξ αριστερών» και, κυρίως, της αδυναμίας υπέρβασής του. Αυτή η συνθήκη ενδέχεται να του δώσει κάποιο χρόνο. Ωστόσο, το πρώτο σοβαρό σημείο καμπής θα είναι η λήξη της μεταβατικής συμφωνίας, οπότε είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο τρίτου μνημονιακού προγράμματος.
Αυτό, όμως, που κυρίως ενδιαφέρει δεν είναι η αργή ή ταχεία αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η εναλλακτική πολιτική πρόταση υπέρβασής του. Θα είναι άραγε «μία από τα ίδια» ή θα δημιουργηθεί μια νέα, υπερβατική προοπτική που θα οδηγήσει επιτέλους σε βιώσιμη εθνική ανασυγκρότηση; Θα ζήσουμε την επανάληψη του στάσιμου φαύλου κύκλου, όπου την κεντροαριστερή αποτυχία -με νέο πρόσωπο- θα διαδεχθεί μια νέα κεντροδεξιά αποτυχία ή θα μπούμε σε άλλη πολιτική σφαίρα, ανοίγοντας επιτέλους για τη χώρα τη ζητούμενη νέα μεταπολίτευση; Το τελευταίο παραπέμπει σε ένα νέο πολιτικό σύστημα, με βάση ένα αναγεννημένο δημοκρατικό σοσιαλιστικό κίνημα που θα ανατρέψει την εσωτερική συστημική παθογένεια και τη στασιμότητα που ταλανίζει τη χώρα για πολλά χρόνια.
Για την ανατροπή του χρεοκοπημένου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου χρειάζεται ταυτόχρονα και η ενεργός συμμαχία με το ευρωπαϊκό σχέδιο αποπαρασιτισμού και ανταγωνιστικότητας. Τα τελευταία πέντε χρόνια, στη δίνη της κρίσης, η χώρα άγεται και φέρεται από μια οικτρή πλάνη περί «εξωτερικής κατοχής». Μια πλάνη που τρέφεται συστηματικά από τη χρεοκοπημένη δεξιά-κεντρώα-αριστερή κομματική γεωγραφία του πολιτικού συστήματος, με πρωτοστατούντα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια όμως είναι, αντίθετα με την προβεβλημένη ρητορική της «εξωτερικής κατοχής», ότι η χώρα χρεοκόπησε, υποφέρει και αδυνατεί να βρει διέξοδο εξαιτίας της «εσωτερικής κατοχής» από το μέχρι σήμερα κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Κι ακριβώς γι’ αυτό, η διέξοδος για τη χώρα έγκειται στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού συστήματος στηριγμένου στον βαθύτερο εκδημοκρατισμό κράτους, κομμάτων και πολιτικής και στη δημιουργία ενός νέου, ισορροπημένου παραγωγικού μοντέλου, προσανατολισμένου στην εθνική επάρκεια όσο και στην ανταγωνιστικότητα διεθνώς. Θα επαναλάβω πως η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί Εθνικό Μεταρρυθμιστικό Σχέδιο με παραγωγική αναδιάρθρωση και δημοκρατικές ρήξεις απέναντι στον κύριο υπαίτιο της χρεοκοπίας, δηλαδή τον μεγαλομεσαίο παρασιτισμό. Όλα αυτά σε συνέργεια με το Ευρωπαϊκό Σχέδιο κι όχι στο εσχάτως προσφιλές πλαίσιο ενός «κλεφτοπολέμου εξαπάτησης».
Αυτή, πιστεύω, είναι η μόνη βιώσιμη δημοκρατική σοσιαλιστική πρόταση απέναντι στην ξεπερασμένη και αδιέξοδη πολιτική της κεντροαριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Μια τέτοια φυσιογνωμία και στρατηγική είναι το κύριο ζητούμενο για το ΠΑΣΟΚ, το οποίο σταδιακά μεταλλάχθηκε και χρεοκόπησε πολιτικά μέχρι να πάρει τη σκυτάλη σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ, αλλά και ο χώρος συνολικά, δεν έχει μέλλον με την χρεοκοπημένη του κεντροαριστερή πολιτική ταυτότητα. Αν συνεχίσει έτσι, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να υπάρξει ως συμπλήρωμα μιας κεντροαριστερής συμμαχίας υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ -όπως, δυστυχώς, κάποια στελέχη του προσδοκούν. Φυσικά, δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε ως κεντροδεξιά αντίληψη που θα την εκπροσωπήσει η ΝΔ -οψέποτε ανασυγκροτηθεί-, ούτε ως αριστερή συμπεριφορά που θα εκφραστεί κυρίως από το ΚΚΕ.
Αντίθετα, μπορεί να έχει μέλλον μόνον ως απόπειρα αναγέννησης του δημοκρατικού σοσιαλιστικού κινήματος, δηλαδή ως ιδεολογική και πολιτική υπέρβαση της ελληνικής κεντροαριστερής συνθήκης. Όπερ σημαίνει κριτική υπέρβαση όχι μόνον του δικού του παρελθόντος, αλλά και του Συριζέικου παρόντος. Γι΄αυτήν την προοπτική αξίζει να προσπαθήσουμε.