Το 2002 συζητούσα με μια φίλη που υποστήριζε το κυβερνητικό έργο του Κώστα Σημίτη. Διαφωνούσαμε, γιατί πίστευα ότι ενισχύονταν η εσωστρέφεια και ο παρασιτισμός στην οικονομία, παρόλα τα άλλα θετικά που συνέβαιναν. Αφού μου αντέτεινε την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τη διεθνή αναγνώριση της χώρας, είπε: «Ο Σημίτης κάνει μεγάλη πολιτική, κι οι επικριτές του ασχολούνται με τα υδραυλικά του σπιτιού μας».
Το θυμήθηκα αυτό όταν ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε στο Τέξας ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη θα ήταν καταστροφική. Αρκετοί χαιρέτισαν τη στροφή στον ρεαλισμό, που είναι θετική αν είναι ειλικρινής. Εγώ, όμως, αναρωτιέμαι αν αυτό αρκεί για να φέρει τον ενδεχόμενο μέλλοντα πρωθυπουργό πιο κοντά στη σκληρή πραγματικότητα της οικονομίας, στα υδραυλικά του σπιτιού μας. Στην Ελλάδα έχουμε παράδοση να κάνουμε τις σωστές μεγάλες επιλογές, έστω και έπειτα από διχόνοια: Δύση μετά τον Πόλεμο, ΕΟΚ τη δεκαετία του 1980, ΟΝΕ το 2000, και τώρα παραμονή στο ευρώ. Εχουμε όμως και παράδοση να μην κάνουμε αρκετά, σε επίπεδο καθημερινής δημόσιας πολιτικής, για να αξιοποιήσουμε τις καλές μεγάλες αποφάσεις.
Το βιώνουμε έντονα σε ετούτη την κρίση. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, με μεγάλο πολιτικό κόστος, κράτησαν τη χώρα στην Ευρωζώνη, αλλά δεν κάνουν πολλά για να χτίσουμε μια κανονική ευρωπαϊκή οικονομία που θα μπορεί να αναπτύσσεται στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα μόνο διαμαρτυρίας, βλέπει ότι η κοινή γνώμη υποστηρίζει τη μεγάλη επιλογή και δεν θέλει να πάει κόντρα στις δημοσκοπήσεις. Ετσι κατασκευάζει σενάρια όπου θα καταγγείλουμε α λα καρτ μερικές συμφωνίες, θα κρατάμε ό,τι μας αρέσει, και θα είμαστε στην Ευρωζώνη. Οι μεν κατανοούν ότι η διαπραγμάτευση είναι ενιαία, ο δε όχι.
Αυτό που δεν κατανοεί κανένας από τους τρεις είναι ότι το ευρώ είναι πλαίσιο ευνοϊκό μόνο για μερικά είδη οικονομίας. Δεν ταιριάζει σε οικονομίες που μεγεθύνονται μόνο με βάση φυσικούς πόρους, ή απασχολώντας όλο και περισσότερους φθηνούς εργάτες ή αναλώνοντας εξωγενείς εισροές. Αυτές οι οικονομίες, τριτοκοσμικές οι περισσότερες, εξαρτώνται παθητικά από τις παγκόσμιες διακυμάνσεις, και γι’ αυτό συχνά έχουν ανάγκη από πληθωριστικό χρήμα. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Στηρίχτηκε στον τουρισμό (φυσικοί πόροι), σε εξωγενείς εισροές (ναυτιλία, κοινοτικά κονδύλια, δάνεια), και στη φθηνή αδήλωτη εργασία των μεταναστών. Το ευρώ ταιριάζει, αντίθετα, σε οικονομίες όπου τα εισοδήματα αυξάνονται επειδή με τους ίδιους πόρους οι επιχειρήσεις κάθε χρόνο παράγουν περισσότερο. Για να συμβεί αυτό δεν αρκεί η μακροοικονομική πολιτική, δηλαδή τα δημοσιονομικά και τα επιτόκια. Χρειάζεται ένα θεσμικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό που είχαμε.
Τα Μνημόνια επιδιώκουν σε κάποιο βαθμό να το διαμορφώσουν, σε θέματα όπως η διαφάνεια και η αποδοτικότητα στις δημόσιες δαπάνες, η μείωση της γραφειοκρατίας, η ταχύτητα της δικαιοσύνης, η ευελιξία των επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση τα υλοποιεί κουτσά στραβά, αποφεύγει όσα μπορεί, αλλά κάνει και βήματα πίσω με την αλλοπρόσαλλη πολιτική είσπραξης δημοσίων εσόδων που αποθαρρύνει τις παραγωγικές επιχειρήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα χειρότερα, θα τις κλείσει εντελώς. Θα απαγορεύσει τις απολύσεις, που σημαίνει να μη γίνονται προσλήψεις. Θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό και τις ασφαλιστικές εισφορές σε μια χώρα με ελάχιστους επίσημους μισθωτούς, και πάμπολλους αυτοαπασχολούμενους, αδήλωτους και άνεργους. Θα διαγράψει δάνεια, που σημαίνει ακόμα πιο αδύναμες τράπεζες, ακόμα λιγότερη χρηματοδότηση για επιχειρήσεις. Χωρίς πληθωριστική δραχμή, αυτές οι πολιτικές θα νεκρώσουν τα πάντα.
Το ευρώ προϋποθέτει διαρκή αύξηση παραγωγικότητας, που προϋποθέτει σοβαρές επιχειρήσεις, που προϋποθέτουν επενδύσεις, ρίσκο και κάποια καινοτομία, που προϋποθέτουν ορισμένου είδους αγορά εργασίας και μηχανισμούς χρηματοδότησης και λειτουργία του κράτους. Με βάση αυτά, οδηγεί σε καλούς μισθούς και κοινωνικές υπηρεσίες. Αν δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε αυτή την αλληλουχία, το να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, ή ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα μας ωφελεί οικονομικά, μόνο γεωπολιτικά. Τότε θα πληθύνουν οι φωνές να βγούμε, να γίνουμε μια αξιοπρεπής τριτοκοσμική οικονομία, με πλήρη απασχόληση στα χωράφια και σε εργοστάσια συναρμολόγησης φωτιστικών, με μισθούς και συντάξεις Μεξικού.
Αλλά καμιά αναγκαιότητα δεν μας ωθεί προς τα εκεί. Στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα βρίσκεται σε τριτοκοσμικά επίπεδα σε ό,τι έχει σχέση με κρατικούς θεσμούς και ρυθμίσεις της οικονομίας, αλλά σε επίπεδα δυτικού κόσμου σε ό,τι έχει σχέση με παιδεία, υγεία, υποδομές και εγκληματικότητα. Εχουμε δηλαδή πετύχει τα πιο μακροπρόθεσμα και δύσκολα, και μας τραβάνε προς τα πίσω οι καθημερινές πρακτικές της γραφειοκρατίας, τα ειδικά συμφέροντα και οι κακοσχεδιασμένοι νόμοι.
Το πρόβλημά μας είναι πολιτικό, όχι με την έννοια των μεγάλων επιλογών, αλλά με την έννοια των μικρών καταστροφικών πράξεων που συμβαίνουν με την ευλογία των πολιτικών δυνάμεων. Αν χρειάζεται ένας νέος πολιτικός φορέας, δεν είναι για να έχουμε μια ακόμα ταμπέλα και άλλο ένα σχέδιο για το κοινό μας σπίτι. Από μακέτες χορτάσαμε. Είναι για να χτίσουμε κάτι γερό, με υδραυλικά που λειτουργούν, και όχι μόνο στα ρετιρέ.