Τις τελευταίες ημέρες πολλοί δημοσιογράφοι δέχονται απειλητικά τηλεφωνήματα στα κινητά τους. Κυρίως όσοι έχουν το σθένος να καταγγείλουν τα «τάγματα εφόδου» που περιδιαβαίνουν στις γειτονιές της Αθήνας και εκτός από «προστασία» σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνουν θελήματα σε ηλικιωμένους ανθρώπους που περιέπεσαν στην ανάγκη τους. Ταυτοχρόνως-πάντα με απόκρυψη-τηλεφωνούν σε δημοσιογράφους που οι εκπομπές τους έχουν υψηλή τηλεθέαση/ακροαματικότητα και επικαλούμενοι τους όρους της δημοκρατίας και της ισότιμης προβολής των «κομμάτων», τους ζητούν να τους καλέσουν στις εκπομπές τους διότι αλλιώς δεν θα μπορούν να εγγυηθούν για την ασφάλειά τους. Εσχάτως, μάλιστα, συναντά κανείς πολλά «ξυρισμένα κεφάλια», έξω από τηλεοπτικούς σταθμούς, θέλοντας, προφανώς, να στείλουν το μήνυμα «είμαστε εδώ..».
Οι νοσταλγοί του Χίτλερ, λοιπόν, καλλιεργούν ένα κλίμα τρομοκράτησης των διαμορφωτών της κοινής γνώμης και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, η οποία παρακολουθεί με απάθεια να ανεβαίνουν τα δημοσκοπικά νούμερα ενός αμιγώς ρατσιστικού και επικίνδυνου μορφώματος.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος και τι προτείνεις; Ομολογώ ότι είμαι δίβουλος. Αν, δηλαδή, πρέπει να προβάλουν τα ΜΜΕ τα φασιστοειδή της Χρυσής Αυγής για να καταλάβει η κοινωνία ότι πρόκειται για εξτρεμιστές, που το μόνο που ξέρουν είναι η διακίνηση του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Ή, αν τα ΜΜΕ θα πρέπει να τους εξαφανίσουν τελείως προκειμένου να μην αυξηθεί άλλο η επιρροή τους και να μειωθούν οι πιθανότητες εισόδου τους στη Βουλή.
Για ένα πράγμα, όμως, είμαι βέβαιος. Ότι δεν μπορούμε πλέον να είμαστε απαθείς. Επιβάλλεται μέτωπο απέναντι στο φασισμό. Ταυτοχρόνως, οφείλουμε όλοι να εξετάσουμε τι σπρώχνει απλούς πολίτες στην αγκαλιά της Χρυσής Αυγής. Διότι οι έρευνες δείχνουν ότι τα ποσοστά της είναι αυξημένα αναλογικά σε όλους τους νομούς της χώρας και όχι αποκλειστικά στις περιοχές που υπάρχουν προβλήματα με τους μετανάστες. Εδώ, πρέπει πολλοί να κάνουν την αυτοκριτική τους. Και κυρίως κόμματα της αριστεράς, που σε πολλές των περιπτώσεων ο λόγος τους ήταν παρεμφερής με αυτόν της ακροδεξιάς. Να κατανοήσουν ότι οι μούντζες στο κοινοβούλιο, οι προγραφές πολιτικών, οι «αντισυγκεντρώσεις» είναι πρακτικές της ακροδεξιάς, τις οποίες, δυστυχώς, υιοθέτησαν! Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Καμμένος δήλωνε περιχαρής ότι μπορεί να συνεργαστεί μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Μαριάς-που τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τον περιέφεραν από νομό σε νομό και από δήμο σε δήμο για να λέει τις αμπελοφιλοσοφίες του- πήγε στο κόμμα του Πάνου Καμμένου;
Τα γεγονότα, συνεπώς, έχουν ερμηνεία και εξήγηση. Όσο χαϊδεύουμε τα αυτιά του κόσμου, όσο επενδύουμε στο λαϊκισμό, όσο απαξιώνουμε τους θεσμούς και το κοινοβούλιο, τόσο θα στέλνουμε τον απλό κόσμο στα ακροδεξιά μορφώματα και στους κλώνους τους.
Συμπερασματικά: Τη διάκριση αριστεράς-δεξιάς πρέπει να τη θυμόμαστε πάντα και όχι a la carte!
* Ο Ανδρέας Παπαδόπουλος είναι εκπρόσωπος τύπου της Δημοκρατικής Αριστεράς, υποψήφιος στη Β’ Αθηνών.