Ο Άγγελος Ελεφάντης ανήκει στο πάνθεο των διανοητών της εγχώριας και της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το μέγεθός του, προφανώς, δεν χρειάζεται τα εύσημα του παρόντος άρθρου. Έχει κριθεί από συντρόφους και ιδεολογικούς αντιπάλους, όσο ζούσε και διακονούσε μέσα από το περιοδικό «Ο Πολίτης» τον κόσμο της στιβαρής σκέψης για τα μικρά και τα μεγάλα θέματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες, με θεωρητικό και φιλοσοφημένο λόγο. Πάντοτε από τη σκοπιά της Αριστεράς, αλλά αντίθετος στον δογματισμό, με καινοτόμα ματιά απέναντι στα ιερά και τα όσια της επίσημης κομματικής γραμμής, «αντιλαϊκιστής και ταυτόχρονα λαϊκός».
Πού τον θυμήθηκα, θα μου πείτε. Διαβάζοντας την οργισμένη ανάρτηση που έκανε ο γραμματέας νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, Ιάσωνας-Σχινάς Παπαδόπουλος για να απαντήσει (;) σε δημοσίευμα περί διορισμού συγγενών του σε δημόσιες θέσεις. Αναρωτήθηκα πώς θα αντέκρουαν άραγε ο Παπαγιαννάκης, ο Κύρκος, ο Φιλίνης, ο Χρυσοστομίδης, ο Ελεφάντης ενδεχόμενες μομφές, συκοφαντίες, καταγγελίες που θα τους αφορούσαν;
Θα άπλωναν τα αγωνιστικά ένσημα και παράσημα, προσωπικά και οικογενειακά, υπονοώντας ότι τους οφείλεται «ο έπαινος του Δήμου και των σοφιστών», θέσεις και οφίτσια; Θα έγραφαν με ύφος ιταμό και περισσή προπέτεια «πάντα για το κόμμα, μόνο για το κόμμα…»;
Ο Άγγελος Ελεφάντης τις αγωνιστικές περγαμηνές της δικής του οικογένειας τις μετέτρεψε σ’ ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό αφήγημα με τον τίτλο «Minima Memoralia. Η ιστορία του παππού μου». Οι σελίδες του γίνονται καμβάς πάνω στο οποίο ζωγραφίζει «τα ασυνήθιστα συμβάντα της ζωής του παππού, της γιαγιάς του, μελών της οικογένειας, δικές του αναμνήσεις σε αντίστιξη με τη αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ και των γεγονότων του Εμφυλίου». Τα παραθέτει ως απόηχο της συλλογικής μνήμης, τα χαρίζει στην ιστορία της Αριστεράς, δεν τα κουνάει μπροστά μας σαν τρόπαια που ζητούν δικαίωση. Σαν τα τιμαλφή των νικημένων που τους οφείλονται ανταλλάγματα.
Είναι ύβρις και μόνο να βάζει κανείς δίπλα – δίπλα τις λέξεις «Ελεφάντης και αντάλλαγμα». Σύντροφοι του τον περιγράφουν ως αριστοκράτη. Δεν θα ασχολούνταν με το διάφορο, τη μιζέρια της θέσης, της καρεκλίτσας, τα ευτελή μικροπράγματα. Περιφρονούσε τα αξιώματα και το χρήμα.
Ζούσε στερημένα, αλλά από επιλογή. Ο αξιακός κώδικας της δικής του Αριστεράς, περιελάμβανε τη μόρφωση, τον τρόπο ζωής, τα πιστεύω, την εκφορά του λόγου απέναντι σε φίλους αλλά και αντιπάλους, ιδιωτικά και δημόσια.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας άλλος αυστηρός κριτής των αριστερών «εκτροπών», το είχε περιγράψει με ακρίβεια. «Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσο μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα.
Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεότερων γενιών».
Άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες, κύριε γραμματεύ. Τι λέτε;