Εκτιμώντας ότι τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών προδιαγράφουν σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, προτείνω να εισάγουμε στο δημόσιο διάλογο τους προβληματισμούς μας για την επόμενη ημέρα των βουλευτικών εκλογών, λειτουργώντας ως “προμηθείς” για να μη χρειαστεί να λειτουργήσουμε ως “επιμηθείς”.
Πιστεύω ότι σ’ αυτό θα μας βοηθήσει πολύ το να περιγράψουμε ποιά είναι τα μαθήματα που αποκτά ένας πολιτικός και ένα κυβερνητικό κόμμα στα θρανία της αντιπολίτευσης, που είναι εξαιρετικά χρήσιμα όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες.[1]
Το πρώτο που διαπιστώνεις όταν περνάς από την κυβέρνηση στην αντιπολίτευση είναι η ευκολία με την οποία αλλάζει η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία τους νόμους που ψήφισες. Ιδιαίτερα τους νόμους που πέρασες από τη Βουλή με τη διαδικασία του επείγοντος, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος για τη βελτίωσή τους και ακόμη περισσότερο τις νυκτερινές και τις βουλευτικές τροπολογίες που αποτελούν “φωτογραφίες” ή ρουσφέτια.
Πρώτο συμπέρασμα: Όταν εισάγεις ένα νομοσχέδιο στη Βουλή είναι απολύτως αναγκαίο να έχεις διασφαλίσει συστηματική δημοσιότητα και διαβούλευση για τις ρυθμίσεις που εισάγει και να έχεις μελετήσει ουσιαστικά και όχι τυπικά τις επιπτώσεις τους (impact assessment). Όσο δε περισσότεροι είναι οι πιθανοί ωφελούμενοι από τις επιπτώσεις αυτές, τόσο περισσότερη κοινωνική και πολιτική στήριξη μπορείς να εισπράξεις. Στη συνέχεια χρειάζεται να διασφαλίσεις τις προϋποθέσεις και τους υλικούς και άυλους πόρους για την εφαρμογή τους με ένα επιχειρησιακό σχέδιο εφαρμογής του νόμου.
Εάν μάλιστα καταφέρεις να εξασφαλίσεις την κοινωνική καταξίωση των δομών ή λειτουργιών ή υπηρεσιών που έχει ως αποτέλεσμα ο νόμος που ψηφίστηκε, τότε είναι πολύ δύσκολη η παλινόρθωση της προηγούμενης κατάστασης. Εμβληματικά παραδείγματα είναι οι Πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και η ΔΙΑΥΓΕΙΑ, διότι η υπονόμευση που επιχείρησαν οι επίγονοι όσων τα νομοθέτησαν, βρήκε κοινωνικό “τοίχο” προστασίας τους.
Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τις επιλογές προσώπων σε θέσεις διοικητικής ευθύνης, τις οποίες πραγματοποίησες τηρώντας το τυπικό κέλυφος του συστήματος επιλογής, αλλά καταστρατηγώντας τις αρχές τις αξιοκρατίας μέσω “φωτογραφικής” προκήρυξης ή/και στημένης σύνθεσης της επιτροπής συνεντεύξεων που πριμοδοτεί τους “δικούς” σου. Διαπιστώνεις ότι οι “δικοί” σου αποδεικνύονται “αχάριστοι” και προσπαθούν να αποδείξουν στην επόμενη πολιτική ηγεσία ότι δεν είναι αναξιοκρατικά ευεργετηθέντες, αλλά ότι είναι υπάλληλοι καριέρας που υλοποιούν με επαγγελματισμό το νέο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Δεύτερο συμπέρασμα: Οι φωτογραφικές προκηρύξεις και οι στημένες συνεντεύξεις έχουν “κοντά πόδια”. Ήρθε η ώρα όχι μόνο να κλείσουν τα “παράθυρα” του συστήματος επιλογής μέσω ΑΣΕΠ, αλλά να διασφαλιστεί και μια διακομματική συμφωνία κατοχύρωσης του θεσμού της συνέντευξης, ως θεσμού αντικειμενικής και αξιοκρατικής αξιολόγησης των προσώπων. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να γεμίζουμε τον δημόσιο τομέα με “αχάριστους”.
Το τρίτο ζήτημα αφορά τα ισχυρά συνδικάτα που εκπροσωπούν μικρές κοινωνικές ομάδες αλλά έχουν δύναμη λειτουργώντας ως συντεχνία, γιατί “μονοπωλούν” μια λειτουργία του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή μια υπηρεσία κλειστού επαγγέλματος, με συνέπεια να έχεις αναγκαστεί να ωφελήσεις τα μέλη τους έπειτα από μια καθολική απεργία τους ή να έχεις συμφωνήσει με τους προσκείμενους σε σένα συνδικαλιστές τους ότι θα σου εξασφαλίσουν στις εκλογές τα «κουκιά» τους. Η εμπειρία που έχουμε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι οι οι ευνοιοκρατικά ωφεληθείσες συντεχνίες αλλάζουν εύκολα εκλογική σημαία και στρέφονται στον εικαζόμενο νικητή των επόμενων εκλογών, με πρωτοστάτες αυτή τη φορά τους προσκείμενους σε αυτόν συνδικαλιστές (αν και υπάρχουν περιπτώσεις που είναι οι ίδιοι και απλώς αλλάζουν σημαία με πολύ θράσος).
Τρίτο συμπέρασμα : Καμμιά κοινωνική ομάδα δεν πρέπει να μπορεί να εκβιάσει την κοινωνία για να πετύχει προνομιακή μεταχείριση από την Πολιτεία. Οι ενιαίοι κανόνες, η αξιοκρατία και η διαφάνεια είναι πολύτιμα εργαλεία των δημόσιων πολιτικών που αφορούν τις λειτουργίες του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ).
Το τέταρτο ζήτημα αφορά την επιχειρηματική κοινότητα. Οι επιχειρηματίες που ωφέλησες με ειδικά κίνητρα ή φωτογραφικές ρυθμίσεις ή χαριστικές προμήθειες, την επομένη των εκλογών έχουν συγχαρεί τηλεφωνικά τους επόμενους κυβερνήτες διότι, κατά την διαχρονικής αξίας δήλωση του Μποδοσάκη, είναι πάντα με το “γκουβέρνο”.
Τέταρτο συμπέρασμα: Οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από τον δημόσιο τομέα εύκολα σηκώνουν άγκυρα και αλλάζουν πολιτικό λιμάνι, κατ’ αναλογία των εφοπλιστών που λύνουν τους κάβους στα πλοία τους αλλάζοντας σημαία, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Οι κανόνες και τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις, καθώς και η οργάνωση των προμηθειών του δημόσιου τομέα πρέπει να φέρνουν στο τέλος της ημέρας όφελος για την οικονομία και την κοινωνία και επομένως μεσοπρόθεσμο πολιτικό όφελος σ’ αυτούς που τα νομοθέτησαν και τα εφάρμοσαν.
Μετά ταύτα, απομένουν δύο ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να πάρει αυτά τα μαθήματα από τα θρανία της αντιπολίτευσης, τα οποία θα διαψεύσουν πολλές από τις προσδοκίες που επένδυσε σε νομοθετικές ρυθμίσεις, δημοσίους υπαλλήλους, συντεχνίες και επιχειρηματίες.
Και το δεύτερο ερώτημα είναι εάν η Ν.Δ. πήρε τα μαθήματά της στις περιόδους της αντιπολίτευσης, εάν τα έχει εμπεδώσει και στην περίπτωση που θα αναλάβει την κυβέρνηση της χώρας, εάν θα επαναλάβει τις “ρουτίνες” του παρελθόντος ή θα επιδιώξει τη θετική υπέρβασή τους.
Εάν οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι θετικές, τότε μπορούμε να ελπίζουμε πως θα ανοίξει μια νέα περίοδος στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας μας.
[1] Μια συνοπτική αναφορά των μαθημάτων από τα θρανία της αντιπολίτευσης περιέχεται στο άρθρο μου στο ΒΗΜΑ (09/06/2019) Η επόμενη ημέρα των βουλευτικών εκλογών, που αναδημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο του Γ. Καμίνη στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (25/09/2018) Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καθίσει πάλι στα θρανία της αντιπολίτευσης.