Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το 4ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είχε μόλις ξεκινήσει. Η αιφνιδιαστική παρέμβαση Τσίπρα -μάλλον η “θεραπεία αφωνίας” που ακολουθούσε έφερε αποτελέσματα- λίγα λεπτά πριν την ομιλία Κασσελάκη, μετέτρεψε μια ανούσια και άνευ αντικειμένου εσωκομματική διαδικασία, σε εσωκομματικό… ρινγκ. Ωστόσο, επειδή ο πολιτικός χρόνος του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από λίγος, είναι και πυκνός σε εξελίξεις, θα μας επιτρέψετε να μην σταθούμε στα ζητήματα υψηλής πολιτικής και για διάλειμμα να ασχοληθούμε με την… αριθμολογία. Μην τρομάζετε! Δεν το ρίξαμε στο χόμπι της αριθμολογικής μαντείας. Θέλουμε απλά να μιλήσουμε για τη σημασία που φαίνεται ότι έχουν διαχρονικά τα κομματικά συνέδρια με τον αριθμό 4. Ας θυμηθούμε κάποια από αυτά.
Ιούνιος 1996, 4ο συνέδριο ΠΑΣΟΚ: Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ιδρυτή του, Ανδρέα Παπανδρέου, το τότε παντοδύναμο κόμμα καλείται να βαδίσει στον δύσκολο δρόμο της διαδοχής. Οι επιλογές των συνέδρων ήταν μεταξύ του εν ενεργεία πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος παρουσίασε με θάρρος την εκσυγχρονιστική του πλατφόρμα, και του Άκη Τσοχατζόπουλου, εκφραστή των κυρίως αρνητικών συμβολισμών που είχε η κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου στον τρόπο λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο. Η τελική επικράτηση Σημίτη θα οδηγήσει σε μια οκταετία που θα αφήσει ένα σαφώς θετικό αποτύπωμα για τη χώρα.
Μάρτιος 1997, 4ο συνέδριο Ν.Δ.: Μετά την ήττα του κόμματος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996 και ύστερα από μια μεγάλη περίοδο εσωκομματικής τρικυμίας, ο Μιλτιάδης Έβερτ χάνει και τη μάχη του συνεδρίου από τον -νέο ηλικιακά, αλλά έμπειρο κοινοβουλευτικά- Κώστα Καραμανλή. Το επίθετό του, καθώς και οι συμμαχίες των βαρόνων του κόμματος που γίνονται γύρω από αυτό, δημιουργούν αίσθημα ενότητας και ευφορίας στη βάση. Ωστόσο, θα χρειαστεί πολύ προσπάθεια από τον νέο αρχηγό προκειμένου να ανέβει τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου και όταν τελικά το καταφέρει, η απογοήτευση που θα σκορπίσει με την αλλοπρόσαλλη διακυβέρνησή του, θα τον καταστήσουν σύντομα τέως και… άφωνο.
Δεκέμβριος 2004, 4ο συνέδριο ΣΥΝ: Έξι μήνες μετά τις ευρωεκλογές εκείνου του έτους και ενώ το κόμμα έχει καταγράψει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά του σε αναμέτρηση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος παραιτείται από την προεδρία και ξεκινά η μάχη της διαδοχής. Βεβαίως, όπως συνέβαινε τότε στην ανανεωτική αριστερά, η μάχη δεν έχει προσωπικά χαρακτηριστικά ούτε οι επίδοξοι πρόεδροι φέρουν μεσσιανικά στοιχεία. Αντιθέτως, πρόκειται για μια μάχη άκρως πολιτική, με σαφείς διαφοροποιήσεις μεταξύ των διεκδικητών και ξεκάθαρο σχέδιο προσανατολισμού για το κόμμα.
Από τη μία, λοιπόν, υπάρχει ο Αλέκος Αλαβάνος, ο οποίος έχει τη στήριξη όλων εκείνων που θέλουν την οριστική παράδοση του κόμματος στις δυνάμεις του ριζοσπαστικού αριστερισμού και στα κάθε μορφής “κοινωνικά κινήματα”. Ωστόσο, οι θέσεις που είχε κατά καιρούς εκφράσει για ζητήματα όπως π.χ. στο Κυπριακό, δημιούργησαν ρήγμα στην μέχρι τότε αρραγή “αριστερή” συμμαχία εντός ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τότε έκανε τα πρώτα του εκλογικά βήματα.
Μια προβολή στο σήμερα
Αντίπαλός του Αλαβάνου θα βρεθεί ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ένα πρόσωπο που έχαιρε του σεβασμού όλων, ακόμα και εκείνων που διαφωνούσαν με τις απόψεις του, τόσο εντός όσο και εκτός ΣΥΝ. Με πλατφόρμα που έθετε ως βασική προτεραιότητα τη συνάντηση της ανανεωτικής αριστεράς με τον χώρο της πολιτικής οικολογίας και τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, είπε τα πράγματα με το όνομά τους, διεκδίκησε την εμπιστοσύνη του σώματος, αλλά πικρές οι βουλές των… συνέδρων. Κάπως έτσι, τα όσα βιώνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, όσα παρατηρούνε κάποιοι εκ των έσω και όσα παρατηρούμε οι υπόλοιποι από απόσταση, δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας πορείας που ξεκίνησε τότε, με την επικράτηση Αλαβάνου στην ηγεσία του ΣΥΝ.