Μετρήστε ειδήσεις – χάντρες στο κομπολόι μιας μόνον εβδομάδας, αυτής που πέρασε: οι τυφλοί της Ζακύνθου. Τα 7 δισ. που ξοδεύτηκαν για πληροφορικά συστήματα που θα έφερναν μεμιάς το Ελληνικό Δημόσιο από τον 19ο στον 21ο αιώνα αλλά έμειναν άχρηστα στα κυβερνοντούλαπα της Ιστορίας. Η κομπίνα στο ΙΚΑ Καλλιθέας, βγαλμένη λες από ταινία του Κουστουρίτσα για το Μαυροβούνιο. Η έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος που λέει πως αν οι Εφορίες εισέπρατταν τον ΦΠΑ με τον μέσο ρυθμό απόδοσης των χωρών του ΟΟΣΑ θα συγκέντρωναν, με τον σημερινό πεσμένο τζίρο, δέκα δισ. περισσότερα τον χρόνο (το μισό περυσινό έλλειμμα!) και αν συνέχιζαν να τον εισπράττουν, έστω με τον ρωμαίικο ρυθμό του 2008, θα είχαν τρία δισ. παραπάνω στο δημόσιο ταμείο. Ή η προχθεσινή έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το μοιραίο 2009 που διεκτραγωδεί, post mortem, το όργιο παρανομιών, διαφθοράς και πελατειακής σπατάλης, χάρις στο οποίο φτάσαμε εκείνη τη χρονιά να ξοδέψουμε 47 δισ. περισσότερα από όσα έγραφε ο προϋπολογισμός και να δανειστούμε 65 δισ. περισσότερα απ’ όσα είχαμε προϋπολογίσει!
Σαν σταγόνες που πέφτουν σε ένα ποτήρι που έχει από καιρό ξεχειλίσει. Σαν κάθε είδηση να προσθέτει ακόμη μια φράση στον επικήδειο μιας πολιτικής εποχής που εξέπνευσε οριστικά προ διετίας, μα παραμένει άταφη και άκλαυτη.
Την είπαν «εποχή της Μεταπολίτευσης», αδικώντας μάλλον το δημοκρατικό θαύμα του 1974-75. Την είπαν, επίσης, «εποχή της κομματοκρατίας». Οπου ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα εξασφάλιζε την αναπαραγωγή του διανέμοντας στο διευρυμένο πελατειακό τσούρμο τα λάφυρα από την εκλογική κατάκτηση του κράτους – κατά την τάξη του αξιώματος, τα πολλά στους λίγους. Την οποία διασφάλιζε έχοντας ευνουχίσει και διαφθείρει τη Δημόσια Διοίκηση, αποκεφαλίζοντας την κορυφή της ιεραρχίας της, υποκαθιστώντας την με στρατιές μετακλητών στη δούλεψη του υπουργού και αντικαθιστώντας τους κανόνες της με την ομερτά των παρατάξεων, της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚΕ.
Το σύστημα αγκομαχούσε από καιρό. Μα από τις αρχές του 2010, καθώς δεν υπάρχουν πια λάφυρα να μοιραστούν, είναι νεκρό, ένας ίσκιος που ξεσηκώνει μόνο θυμό και περιφρόνηση – ακόμη και των αγανακτισμένων πρώην πελατών του.
Και πλησιάζουν εκλογές. Οπου η πρώτη παρόρμηση του ψηφοφόρου είναι να εκδικηθεί και να τιμωρήσει, να κηδέψει άνευ τιμών και με την ψήφο του όσους στα μάτια του εκπροσωπούν την εποχή της αυταπάτης και της απάτης (και την οδυνηρή επιλογή του Μνημονίου που τα έργα τους έκαναν αναπόφευκτο). Μα την παρόρμηση φρενάρει ο φόβος του κενού και μαζί ο φόβος ακόμη μιας οδυνηρότερης πτώσης, καθώς εναλλακτική λύση δεν συγκροτείται και όσοι ρητορικά την επικαλούνται κρύβονται κενολογώντας.
Το στοίχημα αυτών των εκλογών είναι αυτό: να δούμε πώς η σοφία του πλήθους θα ισορροπήσει την καθαρτήρια ανάγκη τιμωρίας με τη λογική επιθυμία για σταθερότητα. Το στοίχημα της μετεκλογικής περιόδου όμως είναι άλλο. Είναι να συγκροτηθεί η απούσα εναλλακτική λύση σε ό,τι παρουσιάζεται σήμερα ως μονόδρομος.
Ζούμε μια μεταβατική πολιτική εποχή – το νιώθουμε όλοι. Και οι μεταβατικές εποχές είναι σκληρές. Και τρομάζουν. Τρομάζει προπάντων η εμπεδωμένη άποψη πως αν στους καιρούς των μεγάλων κρίσεων το πολιτικό σύστημα κονιορτοποιείται («άτυχες οι κυβερνήσεις που έμελλε να βρεθούν στην εξουσία τον καιρό του κατακλυσμού» γράφει ο Χόμπσμπομ για τη μεγάλη παγκόσμια πολιτική αναστάτωση μετά την κρίση του ’29 που ανέτρεψε όλες, δίχως εξαίρεση, τις «δυτικές» κυβερνήσεις της εποχής), η κρίση κάνει τις κοινωνίες να στρίβουν δεξιά, να γίνονται πιο συντηρητικές και ευνοεί την άνοδο της ριζοσπαστικής, αντιδημοκρατικής Δεξιάς.
Αλλά είναι μύθος. Η Ιστορία διδάσκει ότι η πολιτική κόλαση κυριάρχησε μόνον εκεί όπου οι αντίρροπές της δυνάμεις, οι προοδευτικές, ας τις πούμε συμβατικά, δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν εναλλακτική πρόταση και εναλλακτική, προοδευτική πλειοψηφία. Στα χρόνια του κατακλυσμού για παράδειγμα, της δεκαετίας του ’30, γεννήθηκαν το κεϊνσιανό νιου ντιλ στις ΗΠΑ, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία στις σκανδιναβικές χώρες και η νέα λατινοαμερικάνικη Αριστερά στο Μεξικό και τη Χιλή…