Σε προχθεσινό δελτίο τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαβάσαμε ότι «…Τα κράτη μέλη έχουν πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα εναπομένοντα κονδύλια από τα ταμεία συνοχής της περιόδου προγραμματισμού 2014-2020 για την παροχή στήριξης έκτακτης ανάγκης σε άτομα που εγκαταλείπουν την Ουκρανία λόγω της ρωσικής εισβολής…». Η είδηση αυτή συνοδευόταν μάλιστα από τη δήλωση «Η Επιτροπή χαιρετίζει τη σημερινή έγκριση από το Συμβούλιο των προτάσεών της για τη δράση συνοχής για τους πρόσφυγες στην Ευρώπη (CARE)».
Φαίνεται ότι με την απόφαση αυτή η Επιτροπή και το Συμβούλιο θεωρούν ότι απαντούν στο αγωνιώδες αίτημα ένδεκα κρατών μελών της ανατολικής Ευρώπης για ανάληψη από την ΕΕ κοινής δράσης για την υποδοχή των εκατομμυρίων προσφύγων από την Ουκρανία. Οι ένδεκα χώρες, υποστηριζόμενες και από άλλες, όπως η Ελλάδα, αλλά αυτή τη φορά και με την έμμεση στήριξη του Γερμανού υπουργού Υγείας, ζητούν τη δημιουργία ειδικού ευρωπαϊκού ταμείου για την κάλυψη των ήδη υπέρογκων για τους προϋπολογισμούς τους δαπανών. Από την άλλη βέβαια πλευρά, Φινλανδία, Αυστρία και Δανία επαναλαμβάνουν την πάγια θέση τους ότι οι πρόσθετες δαπάνες πρέπει να αντιμετωπισθούν από υφιστάμενα και όχι από νέα κονδύλια. Δηλαδή οι «φειδωλοί» λένε στην καθεμιά από τις αιτούσες χώρες «χρησιμοποίησε τα χρήματα που ήδη προορίζονταν για εσένα». Με άλλους λόγους, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν».
Δυστυχώς η Επιτροπή και το Συμβούλιο δείχνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, να ευθυγραμμίζονται με τη θέση των τριών «φειδωλών» χωρών. Πράγματι, με την προχθεσινή απόφαση δεν εισάγεται καμία νέα πρόσθετη δράση για κάλυψη των νέων αναγκών που δημιούργησε η ρωσική εισβολή και ο συνακόλουθος πόλεμος στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για «επιχρυσωμένη» χρήση ήδη υφισταμένων κονδυλίων από την πολιτική συνοχής, τα οποία είχαν εγκριθεί για την εξυπηρέτηση άλλων εξ ίσου σημαντικών αναγκών, ορισμένα δε εξ αυτών αποτελούσαν πρόσθετη ενίσχυση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Καλόδεχτη είναι προφανώς η ευελιξία χρήσης κονδυλίων που παρέχεται με αυτή την απόφαση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το θριαμβευτικό ύφος της ανακοίνωσης της Επιτροπής, ειδικά δε που η απόφαση για χρήση υφιστάμενων πόρων λαμβάνεται ενώ εκκρεμεί η γενικότερη σχετική συζήτηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Υπενθυμίζεται ότι στη σύνοδο της 24ης-25ης Μαρτίου αναλήφθηκε η δέσμευση να επανέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε όλα αυτά τα θέματα σε ειδική συνεδρίαση.
Θέλοντας να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο, ας θεωρήσουμε ότι η προχθεσινή απόφαση αποτελεί έναν προσωρινό συμβιβασμό, μια ενδιάμεση στάση και όχι το τέλος της διαδρομής της διαπραγμάτευσης, και ότι ως τέτοια την αντιμετώπισαν τα μέλη του Συμβουλίου υπουργών που την υιοθέτησαν. Ίσως αυτό να φαίνεται και σε κάποια από τις δηλώσεις που συνοδεύουν τα πρακτικά του Συμβουλίου, χωρίς όμως να δημοσιοποιούνται. Ας ελπίσουμε δε ότι οι προτάσεις που αναμένονται από την Επιτροπή εν όψει της συνόδου κορυφής του Μαΐου θα πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από την απλή προτροπή χρήσης υφιστάμενων πόρων, και τούτο όχι μόνο για την υποδοχή των προσφύγων αλλά – και κυρίως - για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μεγάλης ενεργειακής και οικονομικής κρίσης που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Είναι μια από τις στιγμές που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορία της, μια ιστορία γεμάτη από μεγάλες πρωτοβουλίες που οδήγησαν στην εσωτερική αγορά, στην πολιτικής συνοχής, στην οικονομική και νομισματική ένωση, στην από κοινού αντιμετώπιση της πανδημίας, στο ταμείο ανάκαμψης. Οφείλει και αυτή τη φορά να φανεί αντάξια αυτής της ιστορίας.
Πηγή: www.tanea.gr