Δεν είναι περίεργο που τώρα τελευταία πληθαίνουν οι φίλοι μου που, παρόλο ότι έχουν σχετικά ξεκάθαρες κεντροαριστερές αντιλήψεις, μπαίνουν στον πειρασμό να ευχηθούν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «για να τελειώνουμε με αυτό το παραμύθι». Εννοούν ότι, αναλαμβάνοντας κυβερνητικές ευθύνες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί να πάρει υπεύθυνες και εφαρμόσιμες θέσεις στα προβλήματα της κρίσης και επομένως, δύο τινά θα συμβούν: Ή θα την πάθει σαν τον Σαμαρά που κατάπιε τον αντιμνημονιασμό του και συντάχθηκε με μια συζητήσιμη μεν, αλλά οπωσδήποτε ορθολογική πολιτική, ή, σε ενάντια περίπτωση θα τα θαλασσώσει εφαρμόζοντας τις λαϊκίστικες κορώνες του, με αποτέλεσμα να σηκωθούν και οι πέτρες εναντίον του μπροστά στο χάος που θα προκαλέσει. Με τον τρόπο αυτό, λένε οι υποστηρικτές του «ας κυβερνήσει κι αυτός», θα απαλλαγούμε μιας και δια παντός από τις αστειότητες του Συριζικού υπέρ-λαϊκισμού και το σύστημα θα ισορροπήσει μέσα στα όρια της ορθολογικής πολιτικής στην αμέσως επόμενη φάση. Η επόμενη φάση θα είναι περίοδος καθαρών εναλλακτικών, αλλά πάντως ρεαλιστικών πολιτικών, και τότε η προοπτική της σοσιαλδημοκρατίας θα γίνει ευανάγνωστη. Σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε ουσιαστικές ανακατατάξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Προσωπικά διαφωνώ πλήρως με αυτή την επιχειρηματολογία. Τα πράγματα, δυστυχώς, δεν είναι έτσι όπως τα φαντάζεται ένας καλόπιστος αισιόδοξος αλλά μάλλον αφελής κοινός νους. Ένα λαθεμένο πείραμα, που φέρνει στην εξουσία δυνάμεις που δεν σέβονται και τόσο το απαράβατο της αστικής δημοκρατίας (τα τρία πέμπτα των συνιστωσών του Σ. την αμφισβητούν άμεσα ή έμμεσα), μπορεί να εκτρέψει τις πολιτικές εξελίξεις από τις ράγες του ορθολογισμού και να διαψεύσει πικρά όσους νόμισαν ότι το πείραμά τους θα αυτοπεριορίζονταν πάνω σε αυτές. Οι εκπλήξεις μπορεί να είναι τεράστιες. Η ανάρρηση στην εξουσία κομμάτων με ημι-ολοκληρωτικές αντιλήψεις θέτει σε κίνηση δυναμικές που μοιάζουν με εκείνες του Μεσοπολέμου για να μη πάμε μακρύτερα.
Ο πυρήνας των ανησυχιών μου αφορά την θεμελιακή θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι την πολιτική του θα στηρίξει στον «κινηματικό» χαρακτήρα της τακτικής του. Αυτό σημαίνει, ότι κάθε φορά που θα έχει προβλήματα με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, θα καταφεύγει στο πεζοδρόμιο για να εισάγει στο παιχνίδι τις ανορθολογικές παρεμβάσεις οργανωμένων ή ανοργάνωτων οχλοκρατικών δομών. Η Ιστορία έχει δείξει πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει την βαλίτσα αυτή η εκτροπή από τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ας δούμε, λοιπόν, τα πιθανά εναλλακτικά σενάρια ενός τέτοιου πειράματος και ας εκτιμήσουμε τις πιθανότητές τους.
Ποια είναι κεντρική στρατηγική ιδέα της πολιτικής που αντιτάσσει ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην σταθεροποιητική πολιτική και την μεταρρυθμιστική δραστηριότητα που έχει επιβάλλει η συμφωνία με την Τρόικα; Είναι η μόνη ιδέα που έχει καταφέρει να προβάλλει με σαφήνεια και χωρίς εσωτερικές επιφυλάξεις: Η κρατική υποκατάσταση των λειτουργιών της αγοράς, σε συνδυασμό με αύξηση της ονομαστικής καταναλωτικής δυνατότητας του πληθυσμού που –κατά την άποψή του – θα θέσει σε κίνηση την οικονομία και θα αντιταχθεί στην εσωτερική υποτίμηση. Το πρώτο σκέλος αυτού του «αφελούς μαρξίζοντος Κεϋνσιανού μοντέλου» πολιτικής, προβλέπει πρόσθετες δημόσιες επενδύσεις εκεί που υπολείπεται ο ιδιωτικός τομέας (δηλαδή …παντού, υπό τις σημερινές συνθήκες επενδυτικής απραξίας), και αύξηση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα τουλάχιστο στα επίπεδα του 2009. Το δεύτερο σκέλος αναφέρεται κυρίως σε αύξηση μισθών και συντάξεων και δευτερευόντως σε τεχνητή αύξηση της ρευστότητας των επιχειρήσεων με τραπεζικό δανεισμό και πέραν των συνηθισμένων τραπεζικών κριτηρίων. Και τα δύο σκέλη αυτής της «ευφυούς» στρατηγικής προσκρούουν στην έλλειψη διαθεσίμων δημόσιων κεφαλαίων. Σε ότι αφορά τον ρόλο που επιφυλάσσουν στις «κοινωνικοποιημένες» τράπεζες, το όνειρο σκοντάφτει στην ελλειμματική αποταμίευση και στην αδυναμία εξωτερικού δανεισμού υπό συνθήκες προβληματικών χρηματοδοτήσεων. Με την αντίληψη που έχει ο Σ. για τις τράπεζες και τη λειτουργία τους, η έλευσή του στην εξουσία θα καταστρέψει και το τραπεζικό σύστημα της χώρας εν ριπή οφθαλμού και θα εξανεμίσει τις λαϊκές και λοιπές αποταμιεύσεις για μια ακόμη φορά.
Μπροστά σε αυτή την αντικειμενική αδυναμία, δύο εναλλακτικοί δρόμοι ανοίγονται στον «κυβερνώντα» ΣΥΡΙΖΑ. Είτε να κάνει κολοτούμπα και να προσγειωθεί στο σύστημα κηδεμονίας που έχει επιβάλλει η Τρόϊκα ως αναγκαστική λύση του δημοσιονομικού αδιεξόδου μας, ή να «καταγγείλει» τους πιστωτές μας ως άθλιους εκμεταλλευτές και τοκογλύφους, έτσι όπως το κάνει σήμερα κατά σύστημα και εκ των προτέρων. Μια τέτοια εξέλιξη θα κάνει ακόμη πιο εχθρικές τις διεθνείς χρηματαγορές προς την Ελλάδα και θα εντείνει το αδιέξοδο του « κυβερνώντος» ΣΥΡΙΖΑ. Οι παλικαρισμοί περί αποτελεσματικότερης αναδιαπραγμάτευσης των πάντων με τους πάντες μόνο για αστείο μπορεί κανείς να το πάρει, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες επέκτασης της κρίσης στην Ευρωζώνη, που προφανώς επιτάσσει μεγαλύτερη κι αυστηρότερη πειθαρχία στο εσωτερικό της. Μια επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης πέραν των «θεσμικών ορίων» θα οδηγήσει απλούστατα στο πάγωμα της κοινοτικής βοήθειας σε όλες τις μορφές με τις οποίες παρέχεται σήμερα. Η καταστροφή θα είναι υπόθεση λίγων εικοσιτετραώρων!
Εκείνο που μένει, επομένως, είναι η προσδοκία μιας γενναίας μεταβολής της γενικής Ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης, προς γνήσια κεϋνσιανά πρότυπα, από την οποία μπορεί (και πάλι υπό όρους) να επωφεληθούμε και εμείς. Αν, όμως, ο «κυβερνών» ΣΥΡΙΖΑ δεχτεί μια τέτοια προσγείωση στην πολιτική νομιμότητα της ΕΕ, τότε σε τι θα τον διακρίνει από τις θέσεις και την πρακτική της κεντροαριστεράς που σήμερα εκπροσωπείται κυρίως από το απολειφάδι του ΠΑΣΟΚ και από την άτακτη πλειάδα όσων αναζητούν την ενότητα της σοσιαλδημοκρατίας; Σε αυτή την περίπτωση, ποια θα είναι η αντίδραση των συνιστωσών που πλειονοψηφούν στον ΣΥΡΙΖΑ φορτωμένες με ριζοσπαστικές εμμονές; Θα δεχτούνε οι Λαφαζάνηδες, οι Νταβανέλοι και τα λοιπά περίεργα πολιτικά αρχαιολογήματα που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστο το ένα τρίτο του κόμματος;
Αν η ηγετική ομάδα σοβαρευτεί και ακολουθήσει σοσιαλδημοκρατική λύση, αυτομάτως θα προκύψει κυβερνητική κρίση περίπου πανομοιότυπη με εκείνη που τελικά έριξε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010. Η τυχοδιωκτική φυσιογνωμία του κ. Τσίπρα κι της ηγετικής ομάδας του, που αποδεικνύεται σχεδόν με τις καθημερινές λαϊκίστικες φούσκες που εξαπολύει, δεν αφήνει περιθώρια να φανταστούμε ότι μπροστά στην απειλή μιας τέτοια κρίσης στο κόμμα και την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιλέξει την μόνη λύση που επιβάλλει ο κοινοβουλευτισμός: Την αποχώρηση από την εξουσία και την προκήρυξη εκλογών. Μια τέτοια επίδειξη δημοκρατικής συνέπειας μου είναι αδύνατο να την φανταστώ για ένα κόμμα των «κινημάτων», των γιαουρτωμάτων, των Σκουριών και των οργισμένων πλατειών. Απλούστατα, για να σώσει την εξουσία του θα προσφύγει σε αυτά ακριβώς τα συστατικά της ιδεολογίας του, δηλαδή στην άμεση ή έμμεση εκτροπή. Θα μεταθέσει την πολιτική από την Βουλή στο πεζοδρόμιο και θα επαναλάβει την εικόνα του 2010. Με τη διαφορά, ότι αυτή τη φορά η «πλατεία» θα έχει ισχυρό αριθμητικό στήριγμα μέσα στην αίθουσα της Βουλής. Ο νοών, νοήτω. Τα προνουντσιαμέντα έχουν αυτήν ακριβώς την δομή και δυναμική.
Για μια τέτοια κίνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βρει την κατάλληλη ιδεολογική πλατφόρμα για να διεγείρει τα πλήθη του. Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε είναι να κάνει ότι έκανε ο διάδοχος του Τσάβες, όταν είδε να απειλείται η εξουσία του κινήματός του: Να εφεύρει εξωτερικό εχθρό και να ρίξει τα πλήθη σε έναν αγώνα εναντίον των προδοτών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έτοιμη από τώρα αυτή την πλατφόρμα: Ο εξωτερικός εχθρός είναι η ΕΕ και η Γερμανία, η ιδεολογική φαντασίωση είναι η «αναβίωση του ηρωικού πνεύματος της Αντίστασης» και η τακτική που απομένει είναι οι συνεχείς και αναβαθμιζόμενες προκλήσεις (διεθνείς προβοκάτσιες) μέχρι ότου γονατίσει ο εχθρός μπροστά στο «μεγαλείο του Ελληνικού Λαού», στον οποίο χρωστάει για πάντα ολόκληρη η Ανθρωπότητα. Βέβαια, εκείνος που θα γονατίσει τελικά είναι ο εξαπατημένος από τα φούμαρα Ελληνικός, λαός, αλλά τότε θα είναι ήδη αργά. Θα χρειαζόμαστε καινούργια «μνημόνια» και εξωτερικές μαλάξεις για κρατήσουμε τη χώρα ικανή να ξεφύγει από ένα δεύτερο επί θύραις θάνατό της.
Αυτό το σχηματικό σενάριο θεωρώ πιθανότερο και επισημαίνω ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η κατάρρευση θα είναι μεν στιγμιαία, αλλά οι συνέπειες θα επεκταθούν σε άλλη μια πεντηκονταετία, μετρώντας αναδρομικά από το σωτήριο έτος διαδρομής της περιόδου ανάταξης που επιβλήθηκε από την κατάρρευση του 2009. Ποιος θα μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια προοπτική, έστω και ως ενδεχόμενο;
Όσο για την πολιτική ωριμότητα όσων στηρίζουν τις ελπίδες τους σε ένα πείραμα σαν αυτό, τους θυμίζω μια έξοχη αποστροφή του Γιώργου Θεοτοκά στο δεύτερο μέρος της «Αργώ» του: Βάζει το χέρι του αυτοκτονούντος λοχία Μιλτιάδη Πικιού να γράφει τα εξής στην μάνα του για να της εξηγήσει την αυτοκτονία του: « .. δια να ξέρεις , ότι εγώ ποτέ δεν έδωσα μεγάλην σπουδαιότητα εις τα κόμματα και τα προγράμματα και τα τοιαύτα, παρά επήγαινα εις το Κόμμα με τους άλλους συντρόφους από συνήθεια και έλεγα τι έχουμε τι χάνουμε; Κάτι καλό μπορεί να βγει και από αυτήν την επανάσταση, ας την δοκιμάσει το λοιπόν ο κόσμος να δούμε τι θα απογίνει κι ύστερα αν ο κόσμος δεν είναι πάλι ευχαριστημένος, το οποίον φοβούμαι ότι θα συμβεί, ας συζητήσουνε να βρούνε άλλα. … Δι’ εμέ όμως ο κόσμος κατά βάθος νόημα δεν έχει …».