Ανήκω στον πρώτο πυρήνα των ανθρώπων που έφτιαξαν, γύρω από το Γιάννη Μεϊμάρογλου και το Νίκο Μπίστη, τη «Μεταρρύθμιση», πρώτα ως έντυπη και μετά ως ηλεκτρονική έκδοση. Υπήρξαμε μια ανθρώπινη και μια πνευματική παρέα, με ιδιαιτερότητες και ποικιλία απόψεων, αλλά με σιωπηρή και, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, και ρητή συμφωνία επί ορισμένων αρχών: η δημοκρατία δεν επιδέχεται εκπτώσεις, δεν υπάρχει Αριστερά χωρίς δημοκρατία, ανοιχτοσύνη και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η χώρα μας έχει ανάγκη από δημοκρατικές τομές και μεταρρυθμίσεις (το όνομα του περιοδικού δεν ήταν τυχαίο), η γνώση, η αξιοπρέπεια και η μετριοπάθεια θα αποτελούσαν πυξίδα στις δημόσιες παρεμβάσεις μας. Πέρα από έναν πολιτικό χώρο, που και αυτός προφανώς υπήρχε, μας ένωνε μια αντίληψη για την πολιτική και για το είναι πραγματικά προοδευτικό στην πολιτική. Η αρχική παρέα, όπως όλα τα πράγματα και όλες οι παρέες, πρώτα μεγάλωσε, μετά μίκρυνε και σιγά σιγά άλλαξε, αλλά οι αρχές ίσχυαν, ή θα ήθελα να ελπίζω ότι ίσχυαν, για όλους, παλιούς και καινούργιους.
Σταμάτησα να γράφω στη «Μεταρρύθμιση» εδώ και δυο περίπου χρόνια. Όχι τόσο γιατί η πολιτική κατάσταση άλλαξε δραματικά και ο χώρος τον οποίο σχεδόν αυτόματα προσδιορίζαμε κάποτε ως «δικό μας» πολυδιασπάστηκε: πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω πως η ανάρρηση και η στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τόσο αντίθετη σε όλα όσα νόμιζα ότι μας ένωναν, καθώς και οι οδύνες και ωδίνες του ΠΑΣΟΚ, για τις οποίες θεωρούσα ότι όλοι πονούσαμε, θα ήταν ευκαιρίες σύσφιξης και νέας δυναμικής. Ούτε με πτόησε τόσο το ότι, κάποια στιγμή, αποχώρησε, χωρίς καν να το συζητήσει με αυτούς που έμεναν πίσω, ο ένας από τους δυο ιθύνοντες νόες του εγχειρήματος (ο τρίτος, ο Μιχάλης Κυριακίδης, ήταν κάτι άλλο, ο άνθρωπος χωρίς τον οποίο το περιοδικό δεν θα γινόταν πράξη, και ευτυχώς είναι πάντα στη θέση του). Σταμάτησα από ένστικτο, όταν ένιωσα ότι αυτά που πίστευα ότι αντιπροσώπευε η «Μεταρρύθμιση» δεν έβγαιναν στην επιφάνεια όσο καθαρά και έντονα θα ήθελα, παρά τις αγαθές προθέσεις πολλών από τους αρθρογράφους της και, φαντάζομαι, των περισσότερων από τους αναγνώστες της. Συζήτησα αυτή την προσωπική απόφαση με το Γιάννη και το Μιχάλη κι έπαψα να γράφω αλλά όχι να διαβάζω τη «Μεταρρύθμιση» Τα πράγματα θα έμεναν εκεί αν…
Η σημερινή μου επιθυμία να επικοινωνήσω για μια ακόμα φορά μέσα από τις στήλες της «Μεταρρύθμισης» οφείλεται σε τρεις από πρώτη άποψη ασύνδετους (αλλά στην πραγματικότητα απόλυτα συνδεδεμένους) λόγους: την ανάληψη από το Νίκο Μπίστη πρωταγωνιστικού ρόλου στην πρωτοβουλία που είναι γενικώς, και όχι πάντα ευμενώς, γνωστή ως «Γέφυρα»΄ μια στα όρθια συζήτηση, στο διάλειμμα μιας κινηματογραφικής ταινίας, με ένα άλλο από το ιδρυτικά μέλη της «Μεταρρύθμισης», με τον οποίο διαπιστώσαμε και διατυπώσαμε άμεση σύγκλιση’ και το από 5-3-2019 άρθρο του Κώστα Σοφούλη με τίτλο «Γέφυρα: για πλάκα ή στα σοβαρά;», που άγγιξε, κατά τη γνώμη μου, την καρδιά του ζητήματος και με έκανε να θελήσω να τον στηρίξω δημόσια. Με αυτούς τους τρεις νοητούς συνομιλητές, αλλά και με το σύνολο των συνοδοιπόρων της «Μεταρρύθμισης», θα ήθελα να μοιραστώ τις ακόλουθες σκέψεις, που θα παρουσιαστούν χωρίς φιοριοτούρες αλλά ασφαλώς όχι ουδέτερα.
Είναι άλλο πράγμα η γνώμη, ακόμα και η αλλαγή γνώμης, βάσει συνθηκών, συγκυρίας ή και απλώς εσωτερικής διαδρομής, και άλλο η διαμόρφωση γνώμης που έρχεται σε κατάφωρη σύγκρουση με αρχές που ως χτες θεωρούνταν δεδομένες. Γίνεται, έστω κι αν απαιτείται κάποιο νοητικό άλμα, να υποστηρίζει κάποιος που ασπάζεται τις αρχές της «Μεταρρύθμισης», και άρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι θετική, ακόμα και να θεωρεί ότι, επειδή όλα στη ζωή είναι συγκριτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προτιμότερος από κάποιες πολιτικές δυνάμεις, ίσως και από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Δεν γίνεται, όμως, χωρίς έκθεση στην κριτική ότι δεν πρόκειται πια για αλλαγή αλλά για μετάλλαξη, να υποστηρίζει κάποιος ότι παραμένει σοσιαλδημοκράτης, ή δημοκράτης της Αριστεράς, και γι’ αυτό να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχνώντας και υπερβαίνοντας όχι μόνο αυτά που ο ίδιος έλεγε και έγραφε αλλά κυρίως αυτά που η παρούσα κυβέρνηση λέει και κάνει. Δεν επιτρέπεται –διανοητικά αλλά πιστεύω και ηθικά- τα πάντα να στηρίζονται στην «ευρωπαϊκή στροφή» του κυβερνώντος κόμματος –απολύτως άψυχη και καιροσκοπική, κατά τη γνώμη μου, αλλά πάντως θεωρητικά υπαρκτή- και τα πάντα να δικαιολογούνται-συγχωρούνται-αναβαπτίζονται στην κολυμβήθρα των Πρεσπών –μια κολυμβήθρα που σηκώνει πολύ νερό αλλά που και αυτή πράγματι υπήρξε- και να αγνοείται ή να υποτιμάται στο τελικό ζύγι και η θεσμική και η δικαιοκρατική και η πολιτική και η αισθητική κατάπτωση που η παρούσα κυβέρνηση επέφερε και στη χώρα και στη δημοκρατία και στην Αριστερά. Ο καθένας δικαιούται να λέει κα να πιστεύει τα πάντα –αλλά δεν μπορούν να υποστηρίζονται τα πάντα στο όνομα της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς.
Για όσους συνεχίζουμε να πιστεύουμε στη σοσιαλδημοκρατία, ισχύουν απόλυτα αυτά που έγραψε ο Σοφούλης και νιώθουμε και πολλοί άλλοι: η «επιχείρηση Γέφυρα», πέρα από τις προσωπικές και κομματικές επιδιώξεις που εξυπηρετεί, έχει σαφή πολιτική στόχευση: να «από-ιδεολογικοποιήσει» την σοσιαλδημοκρατία και την ατζέντα της, να θολώσει το ήδη ταλαιπωρημένο και όχι αρκετά ορατό μήνυμά της, να ρίξει λίγο ακόμα νερό στο μύλο της εκλογικής και κοινωνικής παρακμής της, να μετατοπίσει εντελώς αυθαίρετα την επιλογή κεντροαριστερών πολιτών από το πεδίο των αρχών στο στίβο των εκλογικών συσχετισμών. Απέναντι σε αυτό το πολιτικό σχέδιο, η απάντηση όσων πιστεύουμε ακόμα στις αρχές της «Μεταρρύθμισης», όπου και αν βρισκόμαστε σήμερα, είναι στα μάτια μου απλή: αποκάλυψη του τι και πώς διακυβεύεται, με αυτοσυγκράτηση αλλά αποφασιστικότητα και, αν χρειαστεί, μετωπικότητα΄ πολιτικοποίηση και επιμονή στην ουσία της σοσιαλδημοκρατίας και των τεράστιων προκλήσεων που έχει μπροστά της και που πάντως δεν είναι οι προκλήσεις που θέτουν οι γεφυροποιοί ή ο κύριος Μπούλμαν ή ο κύριος Πολάκης΄ και επιστροφή εκεί από όπου ξεκίνησαν κάποιες κοινές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και η «Μεταρρύθμιση»: καμία υποχώρηση σε ζητήματα δημοκρατίας και δημοκρατικού ήθους.