Τα προεόρτια της τελικής τούμπας

Κώστας Σοφούλης 19 Μαρ 2017

Από τα στοιχεία που μας έχει δώσει μέχρι τώρα η πολιτική συμπεριφορά του Τσίπρα εύκολα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την δυναμική της προσωπικότητάς του. Αν τώρα, συσχετίσουμε αυτή την εικόνα με κινήσεις του στο περιθώριο της ενεργού πολιτικής σκηνής, μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε ότι προετοιμάζει την μεγάλη τούμπα που θεωρεί ότι χρειάζεται για να επιπλεύσει πολιτικά στο μέλλον, έστω και με πετσοκομμένες τις φιλοδοξίες του. Νομίζω ότι έχουμε ,πλέον, επαρκείς ενδείξεις ή/και  αποδείξεις ώστε, αν τις τοποθετήσομε στο λογικό μοντέλο της πολιτικής συμπεριφοράς του, θα μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η τελική και μεγαλύτερη τούμπα (κυβίστηση επί το αξιοπρεπέστερο). Μια τούμπα που η σημασία της θα είναι μεγάλη αν αιφνιδιάσει κυρίως την χειμαζόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα του πολιτικού μας φάσματος. Αν εκεί αποδειχτούν  τόσο μωρές παρθένες και, πράγματι, τους αιφνιδιάσει, πολύ κακό του κεφαλιού τους, αλλά ακόμη χειρότερο για τις προοπτικές της απαιτούμενης εκσυγχρονιστικής αναδιάταξης του πολιτικού μας συστήματος. Ας δούμε λοιπόν τι μπορούμε να προβλέψουμε.

Ας δούμε, πρώτα, σε χονδρές γραμμές το συμπεριφορικό μοντέλο του Τσίπρα, με πρώτη επισήμανση ότι αυτό το προσωπικό μοντέλο παίζει στην πολιτική σκηνή και όχι το υποτιθέμενο συλλογικό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ώρα, τουλάχιστο, ο Τσίπρας επιβάλλει την συμπεριφορά στο κόμμα του και όχι το αντίθετο. Ας δούμε πώς.

Ο Τσίπρας σχεδιάζει και ενεργεί με βάση την προϊστορία των γνωστών robber barons. Οι r.b. ήταν οι πρωτοπόροι μεγαλοκακοποιοί, που στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης των ΗΠΑ, συγκέντρωσαν τεράστιο πλούτο με την βία, την αρπαγή και την απάτη, αλλά είχαν την πρόνοια να γυρίσουν εγκαίρως φύλλο και να παίξουν με τα μαύρα κεφάλαιά τους το «έντιμο» παιχνίδι των αναδυομένων αγορών. Εμβληματικές φυσιογνωμίες της κατηγορίας αυτής υπήρξαν ο Άστορ, ο  Ροκφέλερ, ο Κάρνεγκυ, ο Μέλλον, ο Μόργκαν κλπ. Εκμεταλλεύτηκαν την δύναμη και εξουσία που τους έδινε το μαύρο χρήμα για να χτίσουν τις νόμιμες οικονομικές αυτοκρατορίες τους που, αυτές στη συνέχεια ανέλαβαν να σβήσουν το σκοτεινό παρελθόν και να χτίσουν το φωτεινό είδωλο της επιτυχίας του αμερικανικού ονείρου. Στην ουσία έχτισαν τη ισχυρή νόμιμη προσωπικότητά τους πάνω σε θεμέλια χιλιάδων θυμάτων και εγκλημάτων κάθε είδους και μορφής.  Στην περίπτωση του Τσίπρα έχουμε ευθεία μεταφορά της πρακτικής αυτής στο πεδίο της πολιτικής αγοράς.

Ο Τσίπρας ακολούθησε ακριβώς την ίδια πορεία, mutatis mutandis, βέβαια,  σε αναλογία προς την κλίμακα της ελληνικής απατεωνίας. Ξεκίνησε με μια ολοφάνερη και κυνική εκλογική απάτη (Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης και προηγηθέντα), «νομιμοποιήθηκε» μέσα σε ένα περίπου εξάμηνο στο σύστημα, πού προηγουμένως κατήγγειλε, στον χώρο των «κανονικών» πολιτικών, με την εκκαθάριση των ακραίων συντρόφων του και, έκτοτε, προσπαθεί να εδραιωθεί ως «κανονικός» πολιτικός μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που ξέρει ότι είναι το μόνο πολιτικό υποσύστημα όπου μπορεί να επιβιώσει, έστω και κούτσα-κούτσα, η χώρα και μαζί της ο ίδιος. Με άλλα λόγια, εξασφάλισε πολιτική επικράτηση με απάτη ως κοινός ληστής, και στη συνέχεια, με λεία και περιουσία την εξουσία, εξασφαλίζει την είσοδό του στην «καλή κοινωνία».

Προφανώς, έχει τον κυνισμό να αναγνωρίζει, χωρίς ηθικές αναστολές, πρώτο ότι η μνήμη της κοινωνίας είναι εξαιρετικά βραχεία και, δεύτερο, ειδικά στην Ελλάδα, ότι οι ηθικές της πολιτικής είναι αρκούντως χαλαρές, ώστε να αποδέχονται τον οποιοδήποτε εισοδιστή στο πολιτικό παιχνίδι, αρκεί να ξεγελάσει σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος. Η τυπική ψήφος νομιμοποιεί τον οποιοδήποτε απατεώνα ή αγύρτη. Και τώρα ακόμη, συνειδητά χειρίζεται τον εκβιασμό ως εργαλείο πολιτικής επιβολής, για να διατηρήσει την συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του με την συνεχή απειλή των εκλογών, ξέροντας ότι στέκει απέναντι σε βουλευτές που στην συντριπτική πλειονότητά τους είναι διατεθειμένοι να υποστούν τους έσχατους ιδεολογικούς εξευτελισμούς, αρκεί να διατηρήσουν την έδρα τους όσο περισσότερο μπορούν.

Συνοπτικά, λοιπόν, με τον κυνισμό μιας καθαρά οπορτουνιστικής συμμαχίας προσώπων και μικροομάδων, παγίωσε σε πρώτη φάση ένα νέο κομματικό σχήμα του ελληνικού εθνικολαϊκισμού. Σε συνθήκες πλήρους πολιτικής σύγχυσης στα πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας εκμεταλλεύτηκε σε πλήρη κλίμακα την ανωριμότητα ενός αποδεδειγμένα υπανάπτυκτου εκλογικού σώματος και αναρριχήθηκε στην εξουσία με ένα πρωτοφανώς απατηλό πολιτικό «πρόγραμμα». Μέσα σε λίγους μήνες κατάλαβε πολύ καλά ότι με αυτό το πρόγραμμα μάλλον στο εκτελεστικό απόσπασμα θα μπορούσε να καταλήξει, επειδή, τελικά, τα όρια ανωριμότητας του ελληνικού εκλογικού σώματος δεν ήταν της Βενεζολάνικης υφής.  Έτσι, στο πρώτο εξάμηνο της εξουσίας του, με μια εντελώς κυνική απάτη που το ονόμασε «δημοψήφισμα» ξεφορτώθηκε από την πολιτική του δεξαμενή τους ακραίους εθνικολαϊκιστές και πήρε τον δρόμο ενός φαινομενικού ευρωπαϊκού ρεαλισμού με πολιτικό πρόγραμμα που απεικονίζεται στα διαδοχικά μνημόνια που υπογράφει ή διαπραγματεύεται. Ανέλαβε, δηλαδή,  να πραγματοποιήσει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που είχε υποσχεθεί για να αναρριχηθεί στην εξουσία: Ανέλαβε να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με καθαρή οσμή νεοφιλελευθερισμού. Γιατί, ας μη το κρυβόμαστε, αυτή είναι η ουσία των μνημονίων που προσυπέγραψε για να εφαρμόσει.

Τώρα, όμως, αντιλαμβάνεται ότι τα περιθώρια αυτής της φάσης του κυνικού παιχνιδιού εξουσίας έχουν τελειώσει. Ένα μεγάλο μέρος των παραπλανημένων ψηφοφόρων, πολιτών που δεν είναι συνειδητοί εθνικολαϊκιστές, του φεύγει καθώς αντιλαμβάνονται την απάτη. Του φεύγουν όμως και ψηφοφόροι που βρίσκουν πλειοδοσία εθνικολαϊκισμού στη Χρυσή Αυγή και στα κομματίδια της μηδενιστικής αριστεράς που δημιούργησε η διάσπαση του 2015. Πρέπει, ως εκ τούτου, να ψάξει για νέους ψηφοφόρους που θα του υποκαταστήσουν τους χαμένους από την δεύτερη φάση της πολιτικού χαμαιλεοντισμού του και να σταθεροποιήσει επίσης την επιρροή του σε όσους επιμένουν ακόμη να δέχονται ως θεμιτή τη πολιτική του απάτη, με την ψευδαίσθηση ότι οδηγεί τελικά σε κάποια νεφελώδη «αριστερή» λύση.

Το έδαφος γι αυτή την νέα φάση του τακτικισμού του, έχει φροντίσει να το προετοιμάσει εγκαίρως με την εμφάνισή του ως παρατηρητή στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική ομάδα. Εκεί ως ξεπλυμένος από το βρώμικο παρελθόν του robber baron, με προίκα εξουσίας και με πλαστά αποδεικτικά ευρωπαϊκής συναίνεσης, θεωρεί ότι μπορεί πλέον να περάσει στην δεύτερη φάση της «κανονικοποίησής» του.  Το ποια είναι αυτή, νομίζω ότι είναι πλέον ολοφάνερο: Μια δήθεν «ριζοσπαστική» σοσιαλδημοκρατία, που θα τηρεί τα εθνικολαϊκιστικά προσχήματα και, ταυτόχρονα, θα ψαρεύει αφελείς ψηφοφόρους από την δεξαμενή της κεντροαριστεράς.

Μια γεύση της αναμενόμενης νέας «εμφάνισης» μπορούμε να πάρουμε από την σύνθεση της Επιτροπής που συνέστησε ο Υπουργός Ανάπτυξης για την εκπόνηση του νέου μοντέλου της οικονομίας που θα προβληθεί ως πολιτικό πρόγραμμα για την μετά την λήξη των μνημονίων εποχή. Η κριτική που έχει ασκηθεί προσώρας για αυτήν την νέα πολιτική ομάδα νομίζω ότι είναι επιφανειακή και ότι χρειάζεται πιο νηφάλια αξιολόγηση προσώπων και τάσεων. Ας το κάνουν οι ενδιαφερόμενοι πολιτικοί μας με την απαιτούμενη ψυχραιμία και αντικειμενικότητα.

Από την εργασία της Επιτροπής Ανάπτυξης θα επιδιωχθεί να  παρουσιαστεί  κάποιο δήθεν σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα με ακίνδυνη ριζοσπαστική σάλτσα. Με το πρόγραμμα αυτό που μόνο φαινομενικά θα αντιμάχεται στην γενικότερη φιλοσοφία των μνημονίων, ό Τσίπρας θα προσπαθήσει να αποκτήσει την σκυτάλη της αξιοπρεπούς αντιπολίτευσης στις υπερβολές του νεοφιλελευθερισμού τύπου ΝΔ και θα διεκδικήσει ψήφους αλλά και ζαλισμένα στελέχη από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Αυτός είναι ο στόχος του.

Βέβαια, η πιθανότητες να πετύχει την παραμονή του στην εξουσία με το τέχνασμα αυτό είναι περίπου μηδενικές. Αλλά αυτό το λέμε εμείς, οι επικριτές του. Ο ίδιος δεν ξέρω αν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη πόρτα διαφυγής από τον πλήρη εξευτελισμό της ολίσθησής του σε μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής επιρροής.

Το θέμα είναι ότι με τα μυαλά που κουβαλούν οι διάσπαρτες ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί εκείνη να βρεθεί στη θέση του χαμένου ακόμη και αν ο Τσίπρας δεν είναι ο κερδισμένος.

Το ΠΑΣΟΚ έχει ήδη πέσει στην παγίδα του Τσίπρα. Το σωστό βήμα πού έκανε με την δημιουργία ευρύτερου συνεργαζόμενο χώρου, την Ελιά στην πρώτη φάση και την ΔΗΣΥ τώρα, εκφυλίζεται βαθμιαίως σε ένα εσωτερικό δίπολο που ευνοεί το παιχνίδι του Τσίπρα: Οι συνεργαζόμενες κινήσεις συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο τους διανοούμενους του χώρου, και το ΠΑΣΟΚ φιλτράρει στη δική του δεξαμενή τα «λαϊκά» στοιχεία που συναισθηματικά είναι δεμένα με το παρελθόν του Κινήματος, ανάμεσα στα οποία όμως, εκείνοι που ηγούνται στις τοπικές κοινωνίες είναι λούμπεν στοιχεία που δείχνουν να μπορούν να παίζουν το παιχνίδι του εθνικολαϊκισμού και να αντιπαρατίθενται πάνω στην ίδια πλατφόρμα στο αντίστοιχο παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ της σημερινής κατάστασής του, μπορεί και να αλληθωρίσει προς έναν μετουσιωμένο ΣΥΡΙΖΑ κατά τα όσα παραπάνω υποστηρίζω.  Αν είναι έτσι, το παιχνίδι είναι χαμένο υπέρ του Τσίπρα, αφού αποδεδειγμένα είναι αυτός που ξέρει να το παίζει το καλλίτερα.

Κι έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί μια ακόμη ιστορική ευκαιρία για την δημιουργία σοσιαλδημοκρατικής ευρωπαϊκής παράταξης στην χώρα μας. Και αυτή τη φορά την ευθύνη θα έχει πάλι η κοντόθωρη πολιτική αντίληψη του ΠΑΣΟΚ και του αντικατοπτρισμού στο σχήμα του ΚΙΔΗΣΟ. Ελπίζω εγκαίρως να το συνειδητοποιήσουν τα αναμφισβητήτως ορθοφρονούντα στελέχη που εξακολουθούν να κοσμούν τον πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης συμπεριλαμβανομένου και του ΠΑΣΟΚ. Είναι καιρός να σηκώσουν κεφάλι να ενεργήσουν τα δέοντα.