Το «όχι» της Κύπρου, έχει αποκτήσει μια καινούργια σημασία στην Ελλάδα. Από τη μια πλευρά, υπήρξαν φωνές που υποδέχτηκαν με κάποιο δισταγμό το «όχι» και ένιωσαν δικαιωμένοι από τις εξελίξεις, αφού ακολούθησε ένα επίπονο ή/και ταπεινωτικό «ναι». Υπό αυτό το πρίσμα, η εβδομάδα του συλλογικού τρόμου που έζησε η Κύπρος, με τις τράπεζες κλειστές και με τον έλεγχο των ροών κεφαλαίου ακόμα σε ισχύ, έδινε μερικές από τις εικόνες που θα είχαμε βιώσει εάν είχαμε πει «όχι» στο μνημόνιο, το 2010. Και το συμπέρασμα ήταν ότι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, προέχει η παραμονή στο Ευρώ. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης χαιρέτισαν το «όχι» και αποδοκίμασαν το ταπεινωτικό «ναι», είτε με κατηγορίες για «εθνική προδοσία» προς την ελληνική κυβέρνηση, είτε μιλώντας για την ανάγκη ενός «σχεδίου Β», που θα περιλαμβάνει την ετοιμότητα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα ως ύστατη γραμμή άμυνας και διαπραγματευτικής ισχύος. Αλλά οι ίδιες φωνές, αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα πώς θα διαχειριστούν την άμεση κρίση που θα προηγηθεί της «μακροπρόθεσμης προοπτικής» μιας εξόδου από το Ευρώ και, ίσως, από την Ε.Ε.
Η Αλήθεια, δεν είναι απόλυτο μέγεθος.
Το «όχι» της Κυπριακής Βουλής κατέδειξε ότι μια «αναγκαία» απόφαση δεν είναι πάντα αποδεκτή από ένα δημοκρατικό σύστημα. Έδειξε ότι όταν η επιλογή είναι μεταξύ καταστροφής της εθνικής οικονομίας – αφού, όπως και το Λουξεμβούργο, η Κύπρος βασιζόταν στον χρηματοπιστωτικό της τομέα – και της πορείας προς το άγνωστο, η κοινή γνώμη, αλλά και οι βουλευτές, μπορεί να ακολουθήσουν τον δεύτερο δρόμο, με την πεποίθηση, ή απλώς την ελπίδα ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Η απέλπιδα προσπάθεια να βρει η Κύπρος μια λύση εκτός Ε.Ε. (Ρωσία), που εκ των υστέρων θεωρούμε λάθος, καταδεικνύει, α) ότι η Ε.Ε. δεν είναι πλέον μια κοινότητα «αρχών και αξιών», αλλά βιώνεται ως ηγεμονική δομή (τουλάχιστον από τους πολίτες της Κύπρου) και β) ότι επιστρέφουμε στη φαντασίωση μιας πολιτικής ισορροπίας δυνάμεων που προσομοιάζει με το μεσοπόλεμο.
Η δήλωση του Προέδρου του Eurogroup, κ. Jeroen Dijsselbloem, ότι η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει «μοντέλο» για την Ευρωζώνη, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός πολιτικά ανεύθυνου και λαϊκιστικού μοραλισμού, που δήθεν θέλει την προστασία των πολιτών/φορολογουμένων, έναντι των τραπεζιτών. Για την ακρίβεια, αυτό που είπε ο Πρόεδρος είναι ότι από τώρα και στο εξής, το Eurogroup θα «στέλνει πίσω» τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιφέρεια. Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να τυπώσει χρήματα, επειδή είμαστε μέλη της ΟΝΕ, αλλά τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου παραμένουν εθνικά. Είμαστε λοιπόν ο καθένας μόνος του, σε ένα πλοίο που βουλιάζει. Η δήλωση αυτή, που αργότερα ανασκευάστηκε, καταδεικνύει ότι η προχειρότητα, η άγνοια των συνεπειών και η «έλλειψη σχεδίου», δεν είναι ούτε ελληνικό, ούτε κυπριακό φαινόμενο. Σίγουρα, ο Ολλανδός υπουργός (με τέσσερις μόλις μήνες εμπειρία), είναι μάλλον πολύ μικρός για το ρόλο του. Αλλά αυτό δεν είναι χρήσιμο συμπέρασμα.
Το πρώτο χρήσιμο συμπέρασμα, αντίθετα, είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες κινούνται σε αχαρτογράφητα ύδατα, τόσο στις Βρυξέλλες, όσο και στη Λευκωσία (και την Αθήνα), χωρίς «πεπατημένη»: Είναι τουλάχιστον υποκριτικό να υποστηρίζει κανείς ότι μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της κρίσης και να κινηθεί «βάσει σχεδίου». Η δεύτερη αλήθεια, είναι ότι ο άπειρος Ολλανδός, κ. Jeroen Dijsselbloem, ήταν μάλλον καταλληλότερος του γνώριμου κ. Junker, για να υποστηρίξει τη γνωστή γραμμή «περί «υπερδιογκωμένου, υπερτροφικού και αδιαφανούς τραπεζικού τομέα, στα πλαίσια ενός χρεοκοπημένου μοντέλου ανάπτυξης». Σε κάθε περίπτωση, εκτός του Λουξεμβούργου, οι ηγέτες της Αυστρίας, της Μάλτας, και της Σλοβενίας (αν και για διαφορετικούς λόγους) δεν μπορούν να νιώθουν ούτε ήρεμες, ούτε ψύχραιμες. Και σίγουρα δεν μπορούν να υπολογίζουν σε θεσμικά αντίβαρα και εξασφαλίσεις, ή την γνωστή μας πλέον «αλληλεγγύη».
Το δεύτερο χρήσιμο συμπέρασμα, είναι ότι η φαντασίωση ενός γεωπολιτικά αριστοτεχνικού «σχεδίου Β» εκτός Ε.Ε., είναι μάλλον ρηχό. Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, είναι η Ε.Ε., ενώ διατηρεί μια στρατηγική σχέση με τη Γερμανία. Και εάν, όπως συχνά γίνεται, μιλήσουμε για το λεγόμενο «πυρηνικό όπλο» της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι το ολιγοπώλιο είναι εξίσου σημαντικό με το «ολιγοψώνιο» της Ευρώπης. Η Ευρώπη εξαρτάται από τη ρωσική παροχή αερίου, όσο και η Ρωσία από τον ευρωπαίο καταναλωτή. Επίσης, η ρωσική ηγεσία, πριν ακόμα ξεσπάσει η Κυπριακή κρίση, είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι ακολουθούσε μια πολιτική επαναπατρισμού κεφαλαίων. Η κατάρρευση της Κύπρου ίσως να ήταν και χρήσιμη, υπό αυτό το πρίσμα.
Όχι, η Ρωσία δεν είναι ένα προφανές αντίβαρο στην Ε.Ε. και, σε κάθε περίπτωση, δε διακυβεύονται τόσο ζωτικά ρωσικά συμφέροντα που να ωθήσουν τη Μόσχα σε μια πορεία σύγκρουσης με τις Βρυξέλλες και, σίγουρα όχι, με το Βερολίνο. Όσο για την «ενέργεια» της Κύπρου ως διαπραγματευτικό όπλο, αν όχι γεωπολιτικό, τουλάχιστον ως «εγγύηση μελλοντικών εσόδων», εδώ δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Όπως καλά γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με την ενέργεια, ο ενεργειακός πλούτος δεν μπορεί να είναι εγγυημένος, εάν δε διαπιστωθούν τα αποθέματα, γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις για τη μετατροπή των κοιτασμάτων (είτε αερίου, είτε πετρελαίου) σε καταναλωτικό προϊόν και δεν υπάρξει ένα σαφές και ρεαλιστικό πλάνο για την πρόσβαση του προϊόντος στις αγορές. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο, κεφάλαια και διπλωματικές ενέργειες. Τη στιγμή που μιλάμε, η Κύπρος έχει προοπτικές και όχι «εγγυημένα έσοδα», όπως άλλωστε και η Ελλάδα. Η λύση, όποια και να είναι αυτή, βρίσκεται εντός Ε.Ε..
Το «ναι» ήταν αποτέλεσμα ενός πραγματικού εκβιασμού. Όλοι ανέμεναν ότι χιλιάδες καταθέτες θα έτρεχαν να αδειάσουν τους λογαριασμούς τους μόλις άνοιγαν οι τράπεζες στην Κύπρο, σύντομα ή σταδιακά, ενώ χωρίς πλέον τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το τραπεζικό σύστημα θα στέγνωνε και η Κυπριακή Δημοκρατία θα εξαναγκαζόταν να εκδώσει Λίρα. Αυτό θα είχε άμεσες συνέπειες στην Κύπρο, όπως δυνητικά και στη Μάλτα ή την Ελλάδα, που εξαρτώνται από εισαγωγές για την κάλυψη βασικών αναγκών, όχι μόνο ενέργειας, αλλά ακόμη και τροφίμων. Ότι η ΕΚΤ ήταν διατεθειμένη να συμπράξει σε αυτόν τον εκβιασμό, αλλά και κράτη με συγκλίνοντα με την Κύπρο συμφέροντα να την αποδεχτούν, δείχνει ότι η Ε.Ε. είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ ένα άθροισμα των 27 κρατών-μελών της.
Ακόμα και στο Ευρωκοινοβούλιο, το γεγονός είναι ότι ούτε η Γαλλία, ούτε η γερμανική αντιπολίτευση, ούτε το Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας, τάχθηκαν κατά του σχεδίου «Κυπριακής διάσωσης». Υπό αυτό το πρίσμα, το «ναι» δεν ανέδειξε μόνο ένα ιδεολογικό καιροσκοπισμό στην Αθήνα, αλλά και μια απουσία ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων στις Βρυξέλλες. Το «όχι» έχει μια πολιτική σημασία, αλλά δε δικαιώνει κανέναν. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κανείς να παίζει πόκερ με μια ανθρωπιστική κρίση, υπολογίζοντας σε έναν από μηχανής θεό. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν μπορεί να επιχαίρει για την υπευθυνότητα ενός «ναι», που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα επίπονο πρόγραμμα προσαρμογής της Κύπρου, χωρίς κανένα «σχέδιο» για την παραγωγική αναδιάρθρωση της μεγαλονήσου. Και ένα τέτοιο σχέδιο, όποιο και εάν είναι αυτό, υποσκελίζεται από μια βέβαιη ύφεση, με προβλεπόμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ, μια βέβαια αναιμική χρηματοπιστωτική αγορά, που θα εμποδίζει κάθε είδους επένδυση. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει σχέδιο Μάρσαλ με σαφή σχεδιασμό για την ανασύσταση της παραγωγικής δομής της χώρας, όπως αυτό που υπήρξε για τη Γερμανία, το 1947.
Η αλήθεια είναι ότι καμία πλευρά δεν πρέπει να νιώθει δικαιωμένη από τη νέα Κυπριακή τραγωδία. Το επαναστατικό «σχέδιο Β» είναι απατηλό. Το «σχέδιο Α» δεν αποτελεί διάσωση. Και το ερώτημα τώρα είναι ποια θα είναι η επόμενη χώρα. Η «συνταγή» στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, οδηγεί σε κούρεμα. Και μπορεί αυτό να είναι εφικτό σε χώρες με αμελητέα συστημική επιρροή, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, αλλά θα είναι πολύ περισσότερο οδυνηρή στην περίπτωση της Ιταλίας, της Ισπανίας, ίσως και της Γαλλίας.
Οδηγούμαστε σχεδόν αναπόφευκτα σε μια διαπραγμάτευση όπου οι πλεονασματικές χώρες, με προφανή τον κίνδυνο της κατάρρευσης του Ευρώ, θα οδηγηθούν έναντι ενός διλήμματος: Είτε θα δημιουργηθεί ένας μηχανισμός αναδιανομής πλεονασμάτων, είτε η ζώνη του Ευρώ θα διαχωριστεί σε τουλάχιστον δύο νομισματικές ζώνες. Στη δεύτερη περίπτωση, θα κινδυνέψει αναπόφευκτα η συνοχή της Ε.Ε.