Αφού εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Έβο Μοράλες και αφού θυμήθηκε τα κοινά στοιχεία που τους ενώνουν, ο κ. Τσίπρας στην πρόσφατη ομιλία κατά την επίσκεψη του Βολιβιανού προέδρου, περιέγραψε το ιδεολογικό περιεχόμενο της Αριστεράς του 21ου αιώνα ως εξής: «Μπορούμε να ονειρευόμαστε και να αγωνιζόμαστε μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Για έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός. Αυτός ο άλλος κόσμος μπορεί να γίνει πράξη από δυνάμεις σταθερά προσανατολισμένες στην κοινωνική πρόοδο αλλά και σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και ολιγαρκούς αφθονίας. Αυτός είναι ο “επαναστατικός ρεαλισμός” της κυβερνώσας Αριστεράς του 21ου Αιώνα, που προχωρά με ρήξεις και συμβιβασμούς».[1] Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας γοητεύεται από τους λατινο-αμερικάνους λαϊκιστές ηγέτες. Από μια ορισμένη σκοπιά άλλωστε, ακόμα και το σαρδάμ («αγαπητέ Έβο, φίλε Πρόεδρε της Βενεζου… της Βολιβίας»)[2], δεν είναι τυχαίο. Ο Μαδούρο, ο Τσάβες, ο Μοράλες, με όλες τις διαφορές μεταξύ τους, συγκρότησαν ένα ισχυρό πρότυπο για την ιδεολογική φυσιογνωμία και τις εκλεκτικές συγγένειες του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από τη δεκαετία του 2000.
Εκείνη την εποχή, ο κ. Τσίπρας και η παρέα του Μαξίμου («τα παιδιά της Γένοβας») γαλουχήθηκαν με τις ιδεολογίες της αντι-παγκοσμιοποίησης. Αγνοώντας (ή ίσως και περιφρονώντας) όλες τις προηγούμενες κληρονομιές του δυτικού μαρξισμού και της σοσιαλδημοκρατίας στράφηκαν γρήγορα στη Λατινική Αμερική, αναζητώντας το «θαύμα». Στην πραγματικότητα, αυτό που ανακάλυψαν δεν ήταν κανένα θαύμα αλλά μια νέα πολιτική ιδεολογία: ο ριζοσπαστικός λαϊκισμός. Μια σαφής, δηλαδή, υποβάθμιση των δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών των πολιτών στο όνομα της μείωσης της φτώχειας του λαού. Στις χώρες αυτές, πίσω από το παλαιό υπόβαθρο της «Μπολιβαριανής» επανάστασης, συγκροτήθηκε ένα πολιτικό και πολιτισμικό αφήγημα με έντονο νατιβισμό και αντι-αποικιακό/αντι-ιμπεριαλιστικό πρόσημο. Δεν είναι τυχαίο ότι, στη ρητορική τους, όλα αυτά τα καθεστώτα χρησιμοποιούν διαρκώς την έννοια της επανάστασης ως αμεσοδημοκρατικό υποκατάστατο της πολιτικής εκπροσώπησης των μαζών, ενώ ταυτόχρονα η αντοχή των καθεστώτων ενισχύεται με συχνές εκλογές, συνεχή δημοψηφίσματα, διαρκείς πολιτικές καμπάνιες, τηλεοπτικά διαγγέλματα, «κινήματα-βάσης» και βέβαια «θεσμοποιημένες» σωματειακές οργανώσεις που ελέγχουν το ίδιο το πελατειακό κράτος. Μιλώντας διαρκώς στο όνομα του λαού και του έθνους, οι ριζοσπάστες λαϊκιστές της Λατινικής Αμερικής αναβάθμισαν το ρόλο του «χαρισματικού ηγέτη» (της «χαρισματικής προσωπικότητας», όπως είπε πρόσφατα κάποιος κληρονόμος ενός άλλου πριγκιπάτου), ο οποίος εκπροσωπεί περισσότερο μια κοινωνία «οργανωμένων οπαδών» παρά μια «κοινωνία πολιτών».
Με σταθερό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, ο λατινο-αμερικάνικος ριζοσπαστικός λαϊκισμός διεκδικεί ακόμη για τον εαυτό του το ρόλο ενός νέου προτύπου της αντι-παγκοσμιοποίησης και της «αναγέννησης» του σοσιαλισμού. Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η πολιτική είναι ένας αγώνας υπεράσπισης των φτωχών, στη βάση ενός «ηθικού συμβολαίου», στο οποίο ο ηγέτης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πρωταθλητής μαχών και πολέμων με τις ολιγαρχίες, τις οποίες τελικά τις νικά για να δώσει ακόμη περισσότερα δώρα στους φτωχούς. Το μόνο ενδιαφέρον σε όλες αυτές τις πολιτικές πρακτικές, είναι ότι, ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα είχαν αρκετές προϋποθέσεις να φτάσουν στον ολοκληρωτισμό, αντλούν διαρκώς την αίγλη τους από μια δήθεν ευρεία λαϊκή κυριαρχία, η οποία συνήθως παραπέμπει σε μια αισθητικού τύπου «πληβειακότητα» παρά σε ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο σώμα με πολιτική αυτονομία. [3] Ο «λαϊκιστικός πυρετός» της Λατινικής Αμερικής διαδόθηκε πολύ γρήγορα στον ΣΥΡΙΖΑ, τα χρόνια που η παραζαλισμένη μετά την πτώση του τείχους Αριστερά, ζητούσε πρόχειρα ιδεολογικά μπαλώματα. Εκεί άλλωστε έγινε και η πιο σημαντική μετάλλαξη της ταυτότητάς της Ανανεωτικής Αριστεράς. Στα θερινά κάμπινγκ της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να ακούγονται οι θεωρίες για την «απο-ανάπτυξη» και την «ολιγαρκή αφθονία».
Υπήρχαν (και υπάρχουν) βέβαια ευτυχώς πολλοί που διαφωνούν με όλα αυτά. Στη Βολιβία, ο επιδεικτικός πλούτος του καθεστώτος, η ακραία παιδική εργασία, ο έμφυλος αποκλεισμός και οι διακρίσεις, ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου στον Τύπο, η χειραγώγηση των θεσμών και οι επιθέσεις στις ΜΚΟ που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα κλπ έχουν ήδη διαμορφώσει ένα τουλάχιστον αμφιλεγόμενο πολιτικό κλίμα, που ελέγχεται για τις δημοκρατικές εγγυήσεις του.[4] Κάποιοι ωστόσο επιμένουν να βλέπουν, πίσω από όλα αυτά, ορισμένους χαρισματικούς ηγέτες να ανοίγουν ένα φωτεινό μονοπάτι για την πτώση του νεοφιλελευθερισμού. Κάποιοι άλλοι, μάλλον οι περισσότεροι, βλέπουν τα τελευταία πούρα στο Μαξίμου να σβήνουν. Ορισμένοι, τέλος, παρατηρούν, πως μαζί τις τελευταίες στάχτες, χάνεται ίσως και το ίδιο το ιστορικό μνημείο μιας άλλης εποχής: «Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολίβαρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου».[5] Τα λόγια ανήκουν στον Νίκο Εγγονόπουλο, που μάλλον γνώριζε περισσότερα πράγματα για τον Μπολίβαρ από τον κ. Τσίπρα.
[1] Ο Τσίπρας παρομοίασε την πολιτική του με του Έβο Μοράλες
[2] Το σαρδάμ του Τσίπρα με …Βενεζουέλα αντί για Βολιβία
[3] Populism in Latin American Politics
[4] Bolivia Events of 2017
[5] Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα