Μπορεί να περάσει κανείς ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, ή με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, ώσπου η πλήξη να βαρύνει τα βλέφαρά του. Όμως, συχνά πίσω από το γυαλί καιροφυλακτεί, το αναπάντεχο διαμάντι.
Η ταινία, το κείμενο, το τραγούδι που θα κάνει τα μάτια και τα αυτιά του να ανοίξουν διάπλατα και να αισθανθεί χαρά ότι ζει στην εποχή των αγαθών του ψηφιακού κόσμου. Αυτό μού συνέβη προχτές, όταν περιδιαβάζοντας τους τίτλους ενός συνδρομητικού καναλιού έπεσα σε ένα ντοκιμαντέρ για την αποτυχημένη, εντός εισαγωγικών, αποστολή του Apollo 13. Και λέω, εντός εισαγωγικών, διότι αν και ο κύριος στόχος της αποστολής – η προσσελήνωση – ματαιώθηκε, εξαιτίας μιας έκρηξης, τα μέλη του πληρώματος και το Κέντρο Ελέγχου, πέτυχαν ένα ανυπέρβλητο θαύμα:
Με τα συστήματα υποστήριξης ζωής και παροχής ενέργειας του διαστημοπλοίου, εκτός λειτουργίας, κατάφεραν να θέσουν τη σεληνάκατο – που από όχημα προσσελήνωσης είχε μετατραπεί σε σωσίβιο λέμβο – σε τροχιά προς τη Γη, ώστε ο θαλαμίσκος με τους τρεις αστροναύτες να προσθαλασσωθεί, την προκαθορισμένη ώρα, στον Ειρηνικό. Βλέποντας λοιπόν το ντοκιμαντέρ, ένα πλήθος από σκέψεις και συναισθήματα με κατέκλυσαν. Προφανώς θαύμασα την επιστήμη και την τεχνολογία που βρισκόταν πίσω από τις αποστολές αυτές.
Όμως βλέποντας την αγωνιώδη προσπάθεια διάσωσης του πληρώματος, θυμήθηκα μια δήλωση ενός από τους υπεύθυνους προγράμματος Απόλλων. Στη δήλωση αυτή, είχε υποστηρίξει ότι αν πρότεινε σε επιστήμονες και αστροναύτες να μετάσχουν σήμερα, σε μια αναβίωση των αποστολών αυτών – περιοριζόμενοι όμως στις γνώσεις και στα μέσα της δεκαετίας του 70 – κανείς δεν θα ήταν τόσο απερίσκεπτος ώστε να δεχτεί. Έτσι λοιπόν καρφώθηκε στο μυαλό μου το ερώτημα: Από πού άραγε πηγάζει η τυφλή εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλουμε ένα νέο τεχνολογικό επίτευγμα, ενώ γνωρίζουμε ότι σύντομα θα απαξιωθεί από ένα βελτιωμένο;
Σιγά τη σοφία θα πείτε, και θα έχετε δίκιο. Δεν είμαστε παράλογοι. Εμπιστευόμαστε τα προϊόντα της νόησής μας, και αντιλαμβανόμαστε ότι ο μόνος τρόπος να βελτιωθούν, είναι η δοκιμασία και η χρήση τους. Πάλι όμως το ερώτημα θα επανέλθει: Είναι αρκετή αυτή η πεποίθηση για να μας κάνει τόσο παράτολμους, ώστε να αψηφούμε κινδύνους, και να υιοθετούμε καινοτομίες, που στο τέλος μπορεί να αποδειχτεί οδυνηρά πρόωρο, ότι τις εμπιστευτήκαμε; Επ’ αυτού θα μπορούσα να πω διάφορα. Να παραθέσω π.χ. το απόφθεγμα του Αυγούστου Σεντ – ενός Αμερικανού συγγραφέα – σύμφωνα με το οποίο: «Τα πλοία είναι ασφαλή στο λιμάνι.
Δεν έχουν κατασκευαστεί όμως γι’ αυτό». Απόφθεγμα, διατυπώνει θαυμάσια ότι είναι στη φύση μας να μην καθόμαστε στα αυγά μας. Ή ως βιολόγος να σας πω, ότι η περιέργειά μας και η κλίση μας να είμαστε ριψοκίνδυνοι έχουν εξελικτική βάση· χωρίς αυτές δεν θα αυξάναμε τις πιθανότητες επιβίωσης, εγκαταλείποντας έναν τόπο, για να αναζητήσουμε, τροφή και νερό σε έναν άλλο. Ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας, η πρόοδος στηρίχτηκε σε ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να δοκιμάσουν νέα εργαλεία και να εξερευνήσουν νέες στρατηγικές, ακόμα κι όταν η αποτυχία ήταν σχεδόν βέβαιη.
Όμως όλα αυτά, πολύ καλύτερα από μένα τα λέει το ντοκιμαντέρ για το οποίο σας μίλησα. Παρακολουθώντας το, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μόνον η επιστήμη και η τεχνολογία, χάρη στις οποίες το πλήρωμα επέστρεψε σώο και αβλαβές στη Γη. Ήταν – και μάλλον κυρίως – η αυτοπεποίθηση του πληρώματος και του Κέντρο Ελέγχου της NASA, πως το «θαύμα» της διάσωσης μπορούσε να επιτευχθεί. Βλέποντας τα, σαν αναμμένο κάρβουνο μάτια του υπευθύνου πτήσης να κοιτούν τη μια στιγμή την οθόνη και την άλλη τις σημειώσεις του, και να αστράφτει σε αυτά, το πείσμα του ανθρώπου που μπορεί να τα καταφέρει, μου δημιουργήθηκαν δυο ερωτήματα: Να είναι τυχαίο ότι στη χώρα του, οι παντοειδείς ηγεσίες, δεν συνηθίζουν να αναφέρονται σε προβλήματα, αλλά σε προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν;
Κι αμέσως, μετά: Πόσα πολλά θα διδάσκονταν οι μαθητές μας, βλέποντας το φιλμ αυτό, για τη σημασία της επιστήμης, και της αυτοπεποίθησης να πειραματιζόμαστε και να ρισκάρουμε, ώστε να ξεπερνούμε τις αντιξοότητες και να προοδεύουμε;