Καθώς κλείνει το επετειακό έτος – 2024 – για τα πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης (1974) έχει σημασία να επισημανθούν πέρα από τα μεγάλα επιτεύγματα της και τα ελλείμματα/λάθη της ως προϋπόθεση καλύτερης αυτογνωσίας για το μέλλον. Η ΔιαΝΕοσις μόλις κυκλοφόρησε ένα ογκώδη τόμο 518 σελίδων με τίτλο «1974 – Επιτεύγματα και Κρίσεις της Μεταπολίτευσης, Προκλήσεις για το Μέλλον». Στον τόμο αυτό γράφω το κεφάλαιο για την εξωτερική πολιτική με τίτλο «Εξωτερική Πολιτική, Επιτεύγματα και Λάθη». Η συνολική αξιολόγηση είναι ότι η μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική υπήρξε επιτυχής αφού μεταξύ άλλων έφερε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εδραίωσε τη θέση της ως μια ισχυρή χώρα της Δύσης. Καταγράφει όμως και σημαντικά λάθη/ελλείμματα τα οποία κατά κανόνα τείνουμε να αποσιωπούμε. Είναι όμως σημαντικό να τα επισημάνουμε καθώς καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό και την εξωτερική πολιτική σήμερα. Ειδικότερα τα πέντε κύρια λάθη:
Πρώτον, έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Η απόσυρση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τον Αύγουστο 1974 από τον Κ. Καραμανλή ως αντίδραση στον δεύτερο Αττίλα κατάληψης της Κύπρου από τα Τουρκικά στρατεύματα (αν και ίσως πολιτικά αναπόφευκτη) υπήρξε μείζον λάθος που αναγνώρισε και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής . «Είναι ως εάν να χάρισα το μισό Αιγαίο στην Τουρκία» φέρεται να είπε. Πράγματι, η αποχώρηση ανέτρεψε το καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο υπέρ της Τουρκίας. Και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα επανήλθε στη Συμμαχία το 1980, το αρχικό καθεστώς δεν αποκαταστάθηκε.
Δεύτερον, η μη επίλυση της Ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η αντιπαράθεσή ξεκίνησε σχεδόν με την αποκατάσταση της δημοκρατίας (1973). Προσπάθειες για την επίλυσή της (οριοθέτηση υφαλοκηπίδας) έγιναν από τον Κ. Καραμανλή στην περίοδο 1975-1980. Απέτυχαν με ευθύνη της Τουρκίας. Ωστόσο η σημαντικότερη ευκαιρία επίλυσης χάθηκε το 2004 με ευθύνη της Ελλάδας. Τότε οι δύο χώρες στηριζόμενες στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999) προχώρησαν στις διερευνητικές συνομιλίες και το 2004 έφθασαν σε συγκλίσεις τέτοιες που επέτρεπαν τη διευθέτηση (και με προσφυγή στο ΔΔΧ) όπως προέβλεπε το «Ελσίνκι». Ωστόσο η κυβέρνηση της ΝΔ που ήλθε στην εξουσία το Μάρτιο 2004 εγκατέλειψε τις δεσμεύσεις του «Ελσίνκι» και έτσι χάθηκε μια μείζων ευκαιρία επίλυσης των Ελληνοτουρκικών. Τεράστιο λάθος.
Τρίτον, η μη επίλυση του Κυπριακού. Η Ελλάδα φέρει ευθύνη γιατί δύο φορές που υπήρξε ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ)-2004 με το σχέδιο ΟΗΕ/Αννάν και 2017 στο Κραν Μοντανά,- η ελληνική πλευρά είτε ενθάρρυνε τη Λευκωσία στην απόρριψη της λύσης (2004) ή προέβαλε μαξιμαλιστικές θέσεις που οδήγησαν σε αδιέξοδο για λύση (2017). Έκτοτε το Κυπριακό πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Αν και η βασική ευθύνη της μη επίλυσης ανήκει στη Λευκωσία.(πέραν της Τουρκίας).
Τέταρτον, ο χειρισμός του ζητήματος της ονομασίας της Β. Μακεδονίας.Έγινε από το 1991 με τέτοιο μαξιμαλιστικό και αδέξιο τρόπο που οδήγησε την Ελλάδα σε διπλωματικό αδιέξοδο αναξιοπιστίας παγκοσμίως για 27 ολόκληρα χρόνια. Το ζήτημα λύθηκε το 2018 με τη Συμφωνία των Πρεσπών χωρίς όμως να έχει ξεπεραστεί πλήρως το πολλαπλό κόστος για την περιοχή και τη χώρα.
Πέμπτον, η αλόγιστη χρήση του βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για μια μεγάλη περίοδο (1981-1996 κυρίως) η Ελλάδα έκανε εντελώς αλόγιστη χρήση του βέτο για άσχετα με τα ελληνικά συμφέροντα θέματα. Με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθεί ως «η αλλόκοτη χώρα» (maverick country).
Έτσι η εξωτερική πολιτική σήμερα στα δύο κύρια θέματά της (Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό) αγωνίζεται να ξεπεράσει τα λάθη του παρελθόντος ενώ αντιμετωπίζει οξύτατες γεωπολιτικές προκλήσεις.