Ο Ζακ Ζιλιάρ, σημαντικό στέλεχος και θεωρητικός της λεγόμενης Δεύτερης Γαλλικής Αριστεράς, χαρακτηρίζει την ιστορία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ως ένα «γαλλικό παράδοξο». Αυτό συνίσταται στο ότι αυτό το κόμμα υποχρεώθηκε να ζει σε μια «σχιζοφρένεια», όπου «στη σφαίρα του ιδεατού η Επανάσταση πρέπει να συντελεστεί χωρίς αναβολή? στο πεδίο της πράξης, και υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες, πρέπει να αρκεστούμε στο ελάχιστο εφικτό, δηλαδή στην υπεράσπιση των ελευθεριών και στη βελτίωση, έστω και μέτρια, των μισθών» («Οι Αριστερές της Γαλλίας», μετάφραση Χριστιάννα Σαμαρά, εκδ. Πόλις, σελ. 616).
Υπάρχουν όμως και αντίστοιχα «ελληνικά παράδοξα». Το πρώτο είναι το ΠαΣοΚ και η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Εδώ συνυπήρξαν άξονες και σχήματα ενός παραδοσιακού αριστερού, καθόλου σοσιαλδημοκρατικού, οράματος με καθαρά εκσυγχρονιστικές πρακτικές. Η 3η Σεπτέμβρη συμπεριέλαβε την Ελλάδα στην καπιταλιστική περιφέρεια ως χώρα με εξαρτημένη εκβιομηχάνιση και στρεβλή ανάπτυξη. Το Εθνος ταυτίστηκε με τον Λαό, όπου ο Λαός = εργάτες + αγρότες + μικρομεσαίοι + νεολαία + αριστερή διανόηση + εγχώρια αντιμονοπωλιακή αστική τάξη = μη προνομιούχοι. Κυρίαρχη εδώ ήταν η αντίθεση προνομιούχοι – μη προνομιούχοι.
Αυτή όμως η ύπαρξη παρωχημένων πολωτικών σχημάτων, ανάμεικτη με ισχυρές δόσεις πελατειασμού και λαϊκισμού, συνδυάστηκε, από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, με εκσυγχρονιστικές πρακτικές όπως η κατάργηση του διχασμού σε εθνικόφρονες και αριστερά μιάσματα, η προοδευτικότατη αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου, η προσαρμογή – μέσω και των ΜΟΠ – στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Από τις πρώτες 100 ημέρες υπήρξαν φωνές που κατηγόρησαν το ΠαΣοΚ ως το κόμμα του εκσυγχρονισμού του ελληνικού αστισμού. Είχαν δίκιο. Μόνο που αυτό δεν έπρεπε να αποτελεί ψόγο αλλά έπαινο. Το ΑΣΕΠ και οι αναγκαίες δημοσιονομικές πολιτικές σταθερότητας του Αλέκου Παπαδόπουλου κατά την περίοδο 1993-1996 ήταν φυσικό επακόλουθο. Για να έρθει το 1996 όπου – με τη συνδρομή του ανεπανάληπτου Νίκου Θέμελη – διατυπώθηκε λόγος που «έδενε» με τις πρακτικές εκσυγχρονισμού. Ακολούθησαν η είσοδος Ελλάδας και Κύπρου στο ευρώ, η μάχη των ταυτοτήτων, η δημιουργία κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, τα μεγάλα έργα, αλλά και η αποτυχία στήριξης της μεγάλης μεταρρύθμισης στο Ασφαλιστικό του Τάσου Γιαννίτση.
Εκτός από το «παράδοξο» του συνδυασμού στο ΠαΣοΚ παρωχημένων σχημάτων με εκσυγχρονιστικές πολιτικές διακυβέρνησης, υπάρχει και ένα δεύτερο «παράδοξο». Η ύπαρξη ενός κόμματος όπως το ΚΚΕ εσ. το οποίο συνδύαζε πρωτοπόρες για τη χώρα θέσεις για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον αντιεθνικισμό με μικρή κοινωνική απήχηση. Ο Κώστας Σημίτης και πολιτικοί της Ανανεωτικής Αριστεράς με υψηλή κατάρτιση, όπως ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και ο Γρηγόρης Γιάνναρος, κατέθεσαν προτάσεις υπέρβασης αυτών των δύο «παραδόξων» και ενοποίησης των δύο χώρων. Αυτήν όμως την ενοποίηση την υποστήριξαν τότε ελάχιστοι.
Αυτά τα δύο «παράδοξα» επηρεάζουν και τις σημερινές προσπάθειες για τη δημιουργία ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Προσπάθειες που δυσκολεύονται και από την κυριαρχία στην Ελλάδα πέντε, γεννημένων στη Μεταπολίτευση, μύθων για τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο πρώτος μύθος υποστηρίζει ότι σοσιαλδημοκρατία σημαίνει σοσιαλισμός με δημοκρατία. Είναι αλήθεια πως με αυτό το πρόταγμα γεννήθηκε. Σε ένα μακρύ διάστημα σχεδόν 70 ετών (Ερφούρτη 1891 – Μπαντ Γκόντεσμπεργκ 1959) αυτή, από την πεποίθηση πως υπάρχει ένα ξεχωριστό πολιτικό σύστημα που λέγεται σοσιαλισμός, ο οποίος πρέπει να είναι και δημοκρατικός, πέρασε στην πεποίθηση πως το ζητούμενο είναι όχι η ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ο εμβολιασμός του με «σοσιαλιστικά» στοιχεία. Σοσιαλδημοκρατία δεν σήμαινε πλέον δημοκρατικός σοσιαλισμός, όπως υποστηρίζουν πολλοί στα καθ’ ημάς, αλλά δημοκρατικός, με κοινωνικές δεσμεύσεις, καπιταλισμός.
Δεύτερον, η σοσιαλδημοκρατία ανήκει στο Κέντρο. Φαίνεται φυσικό, σε μια χώρα που Αριστερά σημαίνει δημαγωγία και λαϊκισμός, να πιστεύουν κάποιοι ότι η σοσιαλδημοκρατία, αφού δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν μπορεί παρά να ανήκει στο Κέντρο. Κι όμως στην Ευρώπη η σοσιαλδημοκρατία πάντοτε αυτοπροσδιοριζόταν και γινόταν αποδεκτή ως Αριστερά. Ηταν όμως και ο χώρος που επιδίωκε πάντα να ασκεί κοινωνικές πολιτικές στα κέντρα των κοινωνιών.
Τρίτον, χρειάζεται μια αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Στα καθ’ ημάς η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» είναι εφεύρεση «ντροπαλών» υποστηρικτών της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, την οποία ειρήσθω εν παρόδω μέχρι πρότινος εξοβέλιζαν στο νεοφιλελεύθερο πυρ το εξώτερον και σήμερα «αναγεννιούνται» βαπτιζόμενοι στην κολυμπήθρα επιθετικών προσδιορισμών όπως αριστερή, ριζοσπαστική, αντι(νεο)φιλελεύθερη και λοιπά φληναφήματα. Δυστυχώς σ’ αυτή την αντίληψη έχουν προσχωρήσει και ευρωπαίοι τακτικιστές σοσιαλδημοκράτες, εξ ου και τα γλυκά μάτια τους στον κ. Τσίπρα. Βεβαίως, το ότι είναι μύθος η ένταξη της σοσιαλδημοκρατίας στο Κέντρο ή η λεγόμενη «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», δεν ακυρώνει την ύπαρξη αριστερών, κεντρώων και δεξιών ρευμάτων εντός της. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι μια αέναη αντίθεση και ενότητα μεταξύ αυτών των τριών ρευμάτων.
Τέταρτον, στρατηγικός αντίπαλος της σοσιαλδημοκρατίας είναι η Δεξιά. Κανένα πολιτικό σχήμα και καμία ιδεολογία που δεν αμφισβητεί τη δημοκρατία δεν είναι στρατηγικός αντίπαλος της σοσιαλδημοκρατίας. Ούτε βεβαίως ο συντηρητισμός, τον οποίο αντιμετωπίζει με σεβασμό ως αντίθετη πολιτική ιδεολογία και μόνο. Στρατηγικός αντίπαλός της είναι μόνο οι εχθροί της δημοκρατίας. Κανένας άλλος.
Πέμπτον, η σοσιαλδημοκρατία χάνει γιατί με τον Μπλερ έγινε φιλελεύθερη. Αυτή όμως ήταν φιλελεύθερη και με τον Μπέρνσταϊν, τον Ζορές, τον Μπάουερ, τον Μπραντ, τον Πάλμε και πολλούς άλλους. Οπως πολύ σωστά υποστήριζε ο Κάρλο Ροσέλι, η σοσιαλδημοκρατία είναι ο νόμιμος κληρονόμος του φιλελευθερισμού. Δηλαδή όχι μόνο δεν είναι σφάλμα της το να είναι φιλελεύθερη, αλλά και δεν υπάρχει αν δεν είναι φιλελεύθερη. Η σοσιαλδημοκρατία ή είναι φιλελεύθερη ή δεν είναι σοσιαλδημοκρατία. Ακόμη και ο όρος «φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία» είναι πλεονασμός. Σαν να λέμε υγρό ύδωρ.
Υπάρχει όμως και ένα αξίωμα το οποίο διαπερνά εγκάρσια ολόκληρη την πολιτική διαδρομή της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή μισεί το μίσος. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν «ελαττωματικές ιδέες», δεξιές ή αριστερές, δεν υπάρχουν εμείς ή αυτοί, σε σχέση με αυτούς που κινούνται στο πλαίσιο σεβασμού της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των κανόνων της.
Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία θα αναπτυχθεί μόνο αν υπερβεί κάθε μορφή μυθολογίας και μίσους. Αυτή η υπέρβαση δεν έχει μόνο θεωρητική σημασία. Γιατί μόνο τότε θα είμαστε σίγουροι πως habemus ισχυρή σοσιαλδημοκρατία.