Η επίσκεψη του αντιπροέδρου τη Ν.Δ. Ά. Γεωργιάδη στον Βόλο, στις 7 Φεβρουαρίου, φαίνεται πως έφερε και την «επισημοποίηση» της πολιτικής σχέσης της Ν.Δ. με τον Α. Μπέο. Η «αλλαγή δακτυλιδιών» έγινε με εκατέρωθεν «παντελονάτες» φιλοφρονήσεις, ενώπιον των εκατοντάδων προσκεκλημένων. Η «κρυφή» σχέση τους, πάντως, κρατάει πολλά χρόνια, από το 2014, όταν ο Α. Μπέος, σαρξ εκ της σαρκός» της πιο αποκρουστικής εκδοχής του «συστήματος», αποφάσισε να μεταμφιεστεί σε αντισυστημικό και να υποδυθεί τον τιμωρό των ελίτ και του «σάπιου πολιτικού συστήματος». Ήταν οι οργισμένοι καιροί των μνημονίων, με την απότομη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου και την έκρηξη του λαϊκισμού, που στον Βόλο, λόγω και τοπικών συγκυριών, έφθασε σε παροξυσμό. Ορισμένα νεοδημοκρατικά στελέχη, με λιγότερα προφανώς πολιτικά και ηθικά αντισώματα, φρόντισαν από τότε να τον «νομιμοποιήσουν» στο εκλογικό σώμα της παράταξης.
Πέντε χρόνια μετά, το χαλί είχε στρωθεί. Κομβική στιγμή μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε η έλευση του Κ. Μητσοτάκη στον Βόλο, στις 3 Μαρτίου 2019, προκειμένου να στηρίξει την υποψηφιότητα του Κ. Αγοραστού για την Περιφέρεια Θεσσαλίας. Στην ομιλία του, ο κ. Μητσοτάκης δεν βρήκε λέξη να πει για την παρούσα στην εκδήλωση υποψήφια δήμαρχο Βόλου Ν. Καπούλα, η οποία υποτίθεται ότι είχε τη στήριξη της Ν.Δ. Λίγους μήνες μετά, στις 2 Ιουλίου, παραμονές δηλαδή των βουλευτικών εκλογών, ο πρόεδρος της Ν.Δ., πάλι από τον Βόλο, διέλυσε κάθε αμφιβολία για τη στάση του κόμματός του στις προηγηθείσες δημοτικές εκλογές. Με εξαίρεση τις μεγάλες πόλεις, τόνισε, «αποφύγαμε να δώσουμε σκληρά χρίσματα», υπονοώντας σαφώς ότι και στον Βόλο είχε συμβεί το ίδιο. Η ομιλία του κ. Μητσοτάκη εκλήφθηκε από την πλειονότητα των τοπικών παραγόντων της Ν.Δ. ως το πράσινο φως, προκειμένου να παραμεριστούν και τα τελευταία προσχήματα.
Η ηγεσία της Ν.Δ. φυσικά και γνωρίζει ότι είναι άλλο η υλοποίηση των αναγκαίων έργων της πόλης, που αυτονόητα αποτελεί υποχρέωση της κάθε κυβέρνησης ανεξαρτήτως του προσώπου του δημάρχου, και άλλο το πολιτικό σφιχταγκάλιασμα με την πιο λούμπεν αδίστακτη και «λαίμαργη» εκδοχή εξουσίας. Η οποία, βεβαίως, δεν έχει ούτε χρώμα, ούτε κόμμα, ούτε πόλη, ούτε καν ποδοσφαιρική ομάδα. Είναι ένα θερμοκήπιο όπου αναπτύσσονται όλα «τα άνθη του κακού». Όπου η χυδαιότητα, ο βίαιος λόγος, η σπίλωση, το ψέμα, η εκδικητικότητα, η μισαλλοδοξία, η υποκουλτούρα, ο σεξισμός, βασιλεύουν. Όπου το «νταραβέρι» δίνει και παίρνει και οι «νταραβεριτζήδες» κάνουν πάρτι. Όπου η νομιμότητα περιφρονείται, ο πελατειασμός οργιάζει, οι θεσμοί κακοποιούνται, μεγάλο μέρος της ενημέρωσης χειραγωγείται, το δημοτικό συμβούλιο και η δημόσια ζωή μετατρέπονται σε βούρκο. Όπου ακόμη και δικαστές επιπλήττονται δημόσια, όταν δεν επικυρώνουν την αυθαιρεσία. Όπου, κοντολογίς, το «οικοσύστημα» της τοπικής κοινωνίας και δημοκρατίας υφίσταται μία απίστευτη διάβρωση, οι οδυνηρές συνέπειες της οποίας θα είναι μακροπρόθεσμες.
Μα δεν υπάρχουν πρόσωπα και από άλλους δημοκρατικούς πολιτικούς χώρους που συναγελάζονται με αυτό το σύστημα; Προφανώς και υπάρχουν, και προκαλεί απογοήτευση η εκκωφαντική ανοχή που σε πολλές περιπτώσεις επιδεικνύεται. Υπάρχει ωστόσο και μια ειδοποιός διαφορά. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο κινούνται ισχυρές δυνάμεις που συστηματικά ρυμουλκούν ολόκληρο του κόμμα στο άρμα του Μπέου — και δυστυχώς, μέχρι τώρα φαίνεται πως τα καταφέρνουν μια χαρά. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι, είτε ψηφοθηρικώς είτε ψοφοδεώς, συμπράττουν και στελέχη που είτε χρειάστηκε να καταπιούν ταπεινωτικές προσβολές είτε διατείνονται ότι κομίζουν το νέο στην τοπική πολιτική ζωή. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και πρόσωπα που αντιδρούν, κατανοώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει ανεξίτηλο στίγμα για την παράταξή τους.
Ανεξαρτήτως του αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί πολιτικά με το κυβερνών κόμμα —προσωπικά ανήκω στη δεύτερη κατηγορία—, η Ν.Δ. εκπροσωπεί μία μεγάλη πολιτική παράταξη του δημοκρατικού, ευρωπαϊκού τόξου. Και αποτελεί μνημείο πολιτικής υποκρισίας για ένα κόμμα που κατά τα άλλα ομνύει καθημερινά σε αρχές και αξίες, την ίδια ώρα να σέρνεται πίσω από ένα ακραία τοξικό σύστημα που θα αφήσει έναν μεγάλο λεκέ στην πόλη του Βόλου και στην τοπική ―και όχι μόνον― πολιτική ιστορία. Και μάλιστα σε μία εποχή, όπου είναι αναγκαία όσο ποτέ η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική.
Πριν από κάμποσα χρόνια, στις μικρότερες κοινωνίες, όταν στράβωνε ένας αρραβώνας, ο πατέρας της μνηστευμένης γνωστοποιούσε τη λύση του μέσω του τοπικού Τύπου, με τη φράση-κλισέ «διαλύω τους αρραβώνες της θυγατρός μου τάδε μετά του κυρίου δείνα λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων». Εν προκειμένω βέβαια, δεν θα έπρεπε να έχουμε απλώς «ασυμφωνία χαρακτήρων», αλλά χάσμα πολιτισμών. Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι μόνον έτσι δεν είναι ― ενδεχομένως μάλιστα, Ν.Δ. και Μπέος να βρίσκονται ήδη στα «σκαλιά της εκκλησίας».