Συμπληρώνονται δύο χρόνια από την πολιτική αλλαγή του 2019 και το μέσον ενός κυβερνητικού κύκλου είναι μια καλή βάση και, ταυτόχρονα, αφορμή για την καταγραφή των πολιτικών συσχετισμών και την ανάγνωση των πολιτικών τάσεων. Τα «μισά του δρόμου» είναι πάντα ένας κρίσιμος δείκτης για την βασική πολιτική τροχιά των πραγμάτων. Είναι το σημείο όπου η κάθε κυβέρνηση έχει δώσει καθαρό δείγμα διαχειριστικής συμπεριφοράς και πρακτικής, η δε αντιπολίτευση είχε όλο το χρόνο να ξεδιπλώσει την εναλλακτική της πρόταση και να βελτιώσει τις όποιες προηγούμενες αδυναμίες της .
Το πολιτικό αποτύπωμα, λοιπόν, της σημερινής συγκυρίας, όπως μονότονα καταγράφεται μέσω των δημοσκοπήσεων, αλλά και όπως γίνεται πολιτικά αντιληπτό, είναι και το παράδοξό της. Ο πολιτικός συσχετισμός λες και έχει κολλήσει στον Ιούλιο του 2019, όταν από τότε έχουμε ζήσει την πιο έντονη και πλούσια πολιτική περίοδο σε κρίσεις, με κορυφαίες την εθνική και την υγειονομική και οι οποίες, άλλωστε, συνεχίζονται.
Το πολιτικό ερώτημα λοιπόν που ευθέως προκύπτει, είναι γιατί ενώ τα πάντα αλλάζουν, το πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο. Οι εξηγήσεις είναι πολλές, διαφορετικές αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες. Κάποιες γενικόλογες θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι κρίσεις συσπειρώνουν τους λαούς στις κυβερνήσεις και κάποιες άλλες μιλούν για την λήξη της μακροχρόνιας μεταπολιτευτικής κεντροαριστερής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Κάθε προσέγγιση σαφώς και αποδίδει πλευρές της πραγματικότητας, όμως από την μεριά μου θα ήθελα να σταθώ στη συσχέτιση της πολιτικής αναμέτρησης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και την τοποθέτηση του λαϊκού παράγοντα απέναντί τους.
Ποια είναι τα βασικά αίτια της παρούσας κατάστασης
Θεωρώ, λοιπόν, ως βασική αιτία της κατάστασης που διαμορφώθηκε αυτά τα δύο χρόνια, ότι η κεντροδεξιά στην Ελλάδα εξελίσσεται πολιτικά ενώ η κεντροαριστερά παραμένει στάσιμη, για να μην πω οπισθοδρομεί. Η συνεχιζόμενη πολιτική υπεροχή της ΝΔ έχει δύο διαστάσεις, οι οποίες πιστώνονται στην ηγεσία της. Την ιδεολογικοπολιτική, με την συνθετική εξισορρόπηση κέντρου και δεξιάς που σχετίζεται και με την εγκατεστημένη και αναπαραγόμενη κυριαρχία της στον ενδιάμεσο χώρο αλλά και την διαχειριστική, που δείχνει ν? ανταποκρίνεται ικανοποιητικά σε με σειρά κρίσεις και, πάντως, συντριπτικά καλύτερα συγκρινόμενη με την κυβερνητική διαχείριση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Συμπερασματικά, έχει χάσει στο πεδίο της καθημερινής ζωής και εξέλιξης το πρόσημο της προοδευτικότητας, από μια διαρκώς προσαρμοζόμενη, ευέλικτη και σύνθετη κεντροδεξιά . Στο επίπεδο δε της ανανέωσης του πολιτικού της προσωπικού και της συγκρινόμενης διαχειριστικής επάρκειας, ούτε λόγος. Το τελευταίο αποτελεί μέγα έλλειμμα, τώρα που η πολιτική φαίνεται να κρίνεται πρωτίστως στο πεδίο διαχείρισης των κρίσεων, διαρκών και εναλασσόμενων. Κοινωνία, αλλά και νεολαία, έχουν αφήσει στην άκρη τα υποσχετικά, πλειοδοτικά, καταγγελτικά και, κυρίως, τα χωρίς αντίκρισμα λόγια, αναζητώντας απτές διασφαλίσεις εργασιακής προοπτικής και ευημερίας. Αυτό δεν σημαίνει έλλειψη οραμάτων ούτε πολιτική χαμηλών προσδοκιών, όπως κάποιοι θεωρούν. Σημαίνει την επανασύνδεση και την συσχέτιση αφηγημάτων και πραγμάτων, την πολιτική ωρίμανση της λαϊκής συνείδησης από τα μαθήματα και τα παθήματα της μεταπολιτευτικής πορείας.Την ίδια την στιγμή η κεντροαριστερά στην Ελλάδα, βασικά με τις κομματικές μορφές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, περνάει βαθιά κρίση ταυτότητας και προγραμματικού λόγου. Ο ιδέες της δεν αντιστοιχούνται στοιχειωδώς με τις ανάγκες ευρωπαικών κοινωνιών στα πλαίσια της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και των αλλαγών που αυτή επιφέρει. Υποστηρίζει την απόλυτη ακινησία στο παρόν, δείχνει έλλειψη ενδιαφέροντος για το μέλλον και νοσταλγική εμμονή σ? ένα παρελθόν, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Έχω επίμονα υποστηρίξει και συνεχίζω να πιστεύω, ότι από την πολιτική των υποσχέσεων περάσαμε στην πολιτική της έμπρακτης εμπιστοσύνης. Ο βαθμός εμπιστοσύνης, πλέον, δεν διακηρύσσεται, αλλά κατακτάται επί του πεδίου της διαχείρισης και μάλιστα επί των οριακών κρίσεων.
Σε αυτό το μοτίβο εξελίσσεται το σημερινό πολιτικό σκηνικό της χώρας . Δεν είναι καθόλου τυχαίο και ανεξήγητο, ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να διατηρεί πλεονέκτημα και υπεροχή σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι συνεχίζουν όχι να πολιτεύονται με εναλλακτικό λόγο και πράξεις, αλλά να αντιδρούν αμήχανα χωρίς ορατή πολιτική διόρθωση στον ορίζοντα.
Πηγή: www.ethnos.gr