Οι μόνοι που πανηγύρισαν για το Brexit στην Ελλάδα είναι η Χρυσή Αυγή και ο Λάκης Λαζόπουλος. Οι πρώτοι θυμήθηκαν τα γνωστά εθνικιστικά παραληρήματα τους και ο τηλε-λαϊκιστής καλλιτέχνης εξέφρασε τις μόνιμες αντι-ευρωπαϊκές του θέσεις: «η Αγγλία δεν έφυγε από την Ευρώπη, έφυγε από την Ευρώπη της Γερμανίας. Η Ευρώπη αποχώρησε πρώτη. Από τα ιδανικά της, από την αδυναμία της να προσφέρει μια ζωή πολιτισμένη και ανθρώπινη στους Ευρωπαίους πολίτες. Σκόρπισε φτώχεια, ανεργία, μίσος». Η Αγγλία όμως δεν είναι ούτε η χώρα της φτώχειας, ούτε της ανεργίας. Ακόμα και το μίσος είναι μια αντιδραστική επινόηση των ευρωσκεπτικιστών, που βλέπουν παντού μια απειλή απέναντι στην άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία.
Παρ’ όλα αυτά, η Αγγλία ψήφισε Brexit. Αυτή ήταν η επιλογή των πολιτών. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος στους Βρετανούς για συνειδητοποιήσουν το κόστος της απόφασής τους, καθώς και τη νέα πορεία τους μέσα σε ένα θολό τοπίο αιφνίδιου ακρωτηριασμού της Ευρώπης. Κυρίως όμως θα χρειαστεί χρόνος να επουλώσουν τα τραύματα του δικού τους διχασμού, που είναι ίσως πιο επώδυνος και από τις άμεσες επιπτώσεις του ανορθολογικού δημοψηφίσματος. Ένα εύγλωττο δείγμα αυτής της αμηχανίας είναι οι χιλιάδες «κοψοχέρηδες», που μόλις τώρα συνειδητοποιούν τα αρνητικά αποτελέσματα της ψήφου τους. Για την ώρα ένα είναι σίγουρο: όσοι νόμιζαν πως το Brexit είναι το πρώτο επεισόδιο στη διάλυση της Ευρώπης, μάλλον διαψεύδονται. Οι πρώτες δηλώσεις της Μέρκελ αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ισπανία αποτελούν ίσως το πρώτο υγιές δείγμα της ευρωπαϊκής σταθερότητας. Οι εξελίξεις μέσα στην Ε. Ε. είναι, όπως πάντα, πολλαπλές: δεν εξαρτώνται μόνο από μια χώρα αλλά από τη συνολική ροπή και τον πολιτικό ανασχεδιασμό της Ευρώπης, σε μια κατεύθυνση που συνδυάζει ακόμη την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το Brexit δεν θα έχει συνέπειες. Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος μπορεί να εξαπλωθεί σαν ιός μέσα στις δυνάμεις του λαϊκισμού και του οριζόντιου, πλέον, ευρωσκεπτικισμού, ενώ πολλές δυνάμεις θα διεκδικήσουν διάφορες «αμεσοδημοκρατικές» επαναλήψεις της εκτόνωσης του λαϊκού θυμού απέναντι στις ευρωπαϊκές «ελίτ» και τις «πολιτικές της λιτότητας». Είναι σχεδόν σίγουρο πως, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, οι θεσμοί της Ε.Ε. θα βρεθούν στο στόχαστρο της κριτικής, ενώ θα πυκνώνουν οι φωνές για αποσχιστικές τάσεις, για νέες ηρωϊκές εξόδους, για την πίεση των δημοσιονομικών πολιτικών, και βέβαια για την τελική, σε βάθος χρόνου, διάλυση της Ε. Ε.
Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι δυσοίωνες προφητείες έχουν ξανακουστεί και επανέρχονται πάντοτε όταν η κρίση γνωρίζει νέες κορυφώσεις. Απέναντι όμως σε όλες αυτές τις προφητείες, η Ευρώπη οφείλει να αντιτάξει, για άλλη μια φορά, τον ορθό λόγο της δικής της υπαρξιακής συνθήκης. Κυρίως όμως οφείλει να αντιτάξει ένα νέο σχέδιο. Το σχέδιο είναι γνωστό, αν και εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια. Δανείζομαι τα λόγια του «επίμονου» ευρωπαίου φεντεραλιστή Μιχάλη Παπαγιαννάκη για να το περιγράψω, ακριβώς επειδή τα λόγια του αποτυπώνουν και το ρίσκο της ευρύτερης πολιτικής υποστήριξης του σχεδίου. Όλα «τα παραδείγματα των πρόσφατων εξελίξεων», έγραφε με άλλη αφορμή ο Μιχ. Παπαγιαννάκης, «δείχνουν πόσο έρχονται τα πάνω κάτω στον κόσμο μας και πιθανότατα πόσο και πώς θα συνεχίσουν». Ωστόσο, με τον πραγματισμό που τον χαρακτήριζε, έσπευδε αμέσως να παρατηρήσει ότι, όταν οι νόμιμες και θεμιτές κριτικές εκτρέπονται είτε σε γενικόλογα ευχολόγια είτε σε μετωπικές καταγγελίες στο όνομα μιας «άλλης Ευρώπης», καλό είναι να έχουμε μπροστά μας πάντα τον κεντρικό στόχο. «Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης» έλεγε ο Παπαγιαννάκης, «είναι η πιο αριστερή πρόταση που γνωρίζω όταν συζητάμε την πορεία του κόσμου. Και ακόμα κι αν 27 στις 27 κυβερνήσεις της ΕΕ ήσαν δεξιές και αποφάσιζαν να προωθήσουν τη Συνθήκη που αρχίζει δειλά-δειλά να πολιτικοποιεί την Ένωση και τα προβλήματα, δικά της και του κόσμου, η εξέλιξη θα έπρεπε να χαιρετιστεί χωρίς επιφυλάξεις από την Αριστερά…»[1] Είναι σαφές επομένως πως το πρόβλημα αυτής της προοπτικής δεν αφορά μόνο την Ευρώπη αλλά αφορά και την ίδια την Αριστερά. Μένει να ορίσουμε ωστόσο ποια Αριστερά μπορεί να ανταποκριθεί στη σημερινή, και ίσως την πιο δύσκολη, φάση της Ευρώπης. Και πάλι, οι εκλογές στην Ισπανία, και νέος ρόλος των σοσιαλιστών δείχνουν το δρόμο μιας νέας ευκαιρίας. Ιδίως τώρα, που το «Syriza-Podemos-Venceremos» άργησε μια μέρα.