Τα πανεπιστήμια μπαίνουν τώρα στη ζούγκλα.

Κώστας Σοφούλης 22 Νοε 2012

Πολύ παρήγορο που αποδείχτηκε περίτρανα ότι πάνω από το 75% κατά μέσο όρο των ακαδημαϊκών μας, θέλουν αλλαγή του τρόπου διοίκησης των ιδρυμάτων τους. Επί τέλους ξεπεράστηκε ο αδιέξοδος λαϊκισμός του αρχικού νόμου πλαισίου που στηρίχθηκε στον μύθο του «πανεπιστημίου των ομάδων», δηλαδή των συντεχνιών και των συμμοριών. Απομένει τώρα να δούμε πώς θα διαμορφωθούν οι ομάδες των εξωτερικών μελών που θα συμπληρώσουν τα νέα Διοικητικά Συμβούλια. Αιφνιδιαστήκαμε ευχάριστα από την ποιότητα και τόλμη των σχετικών αποφάσεων του Αριστοτέλειου. Η επιλογή των εξωτερικών μελών υπήρξε η αξιοπρεπέστερη μορφή εξώθησης των Μυλόπουλων στο σκιερό περιθώριο. Το ερώτημα τώρα είναι, πώς θα κεφαλαιοποιηθεί αυτό το πρώτο σημαντικό βήμα; Εδώ πρέπει πια να μπούμε βαθιά στα μυστήρια των πανεπιστημίων μας, για να έχουμε κάποια ελπίδα να προβλέψουμε το μέλλον. Αυτά τα μυστήρια πρέπει να τα απομυθεύσουμε με μια ψυχρή ορθολογική ανάλυση και να οδηγηθούμε στη συνέχεια σε απροσχημάτιστους χειρισμούς.

.

Το πρώτο και κύριο σκοτεινό μυστήριο των πανεπιστημίων μας, είναι το πώς κυριάρχησε η κουλτούρα της ανομίας και της βίας σε τέτοια έκταση και βαθμό, ώστε να χρειαστεί η επιστράτευση της σύγχρονης τεχνολογίας (ηλεκτρονική ψηφοφορία) για να πραγματοποιηθεί το αυτονόητο: Η ελεύθερη ψηφοφορία. Όχι ότι στις μέρες μας η ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι κάποια τεράστια και πρωτόφαντη καινοτομία. Σε άλλες χώρες είναι καθημερινό ψωμοτύρι. Η διαφορά είναι ότι εκεί, αποτελεί απλή τεχνική πρόοδο, ενώ σε εμάς χρησιμοποιήθηκε ως υπέρ-όπλο για να ξεπεραστεί η βία που εμπόδιζε τις άλλες συμβατικότερες μεθόδους ψηφοφορίας. Αν το καλοσκεφτούμε, η διαφορά είναι τεράστια και άκρως διαφωτιστική για τη διαφορά των καταστάσεων ανάμεσα στους δύο χώρους. Ας είναι. Το ερώτημα είναι πώς κυριάρχησε σε τόση έκταση και βάθος το καθεστώς ανομίας και βίας.

.

Διαφωνώ με την καραμέλα ότι η βία και ανομία είναι χαρακτηριστικό  «μικρών μειοψηφιών». Πρόκειται για συστημικό φαινόμενο. Η ανοχή αυτών των καταστάσεων από τους λεγόμενους σιωπηρούς μειοψηφούντες και μάλιστα για τόσα χρόνια, τους κάνει συνεργούς. Η πραγματικότητα είναι ότι η έκταση της βίας και ανομίας μετράται από την δύναμη των μειοψηφιών που την ασκούν κατά σύστημα, στην οποία, όμως, αθροίζεται η ανοχή δύο κατηγοριών έμμεσων συνεργών: Αυτών που ευεργετούνται από τα αποτελέσματα της βίας και ως εκ τούτου την ανέχονται, και εκείνων που αναλογίζονται ότι το κόστος αντίστασης σε αυτήν είναι μεγαλύτερο από το όφελος που έχουν σε ατομικό επίπεδο, όταν χρησιμοποιούν την κατάσταση ως πρόσχημα για να ιδιωτεύουν μέσα στο πανεπιστήμιο. Οι δεύτεροι είναι εκείνοι που συχνά τους ακούμε να λένε ότι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους μέσα στην γενική αναρχία, και επομένως δεν αισθάνονται καμία ευθύνη για όσα συμβαίνουν. Αυτή είναι η ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης, αν θεωρήσουμε ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα ιδανικά αποτελείται από άτομα αυξημένης ηθικής και κοινωνικής ευθύνης. Απλούστατα, οι σιωπώντες ή λουφάζοντες, δεν ικανοποιούν την ιδανική αυτή προδιαγραφή ποιότητας.

.

Αλλά, αντί να αναζητούμε τα ψυχολογικά αίτια αυτών των συμπεριφορών, δεν είναι άραγε προτιμότερο να αναφερθούμε στους αντικειμενικούς παράγοντες που υποθάλπουν τέτοιου είδους συμπεριφορές; Γιατί, οι νέες διοικήσεις των πανεπιστημίων, δεν μπορεί και ούτε πρέπει να κάνουν τους ψυχοθεραπευτές για να διορθώσουν το ψυχολογικό προφίλ του προσωπικού, που, ανάμεσα στα άλλα, θα κληθούν να διαχειριστούν. Πρέπει, όμως, και μπορούν να εξαφανίσουν το ταχύτερο δυνατόν τους αντικειμενικούς παράγοντες που στηρίζουν τις αρνητικές συμπεριφορές.

.

Τρεις είναι, κατά την έμπειρη (και έμπυρη) γνώμη μου, οι παράγοντες αυτοί:

.

Πρώτο, το σύστημα εισαγωγής των φοιτητών στο πανεπιστήμιο. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζει την «ποιότητα» του φοιτητικού πληθυσμού ως αρχική εισροή. Δεύτερο, η πειθαρχική διαχείριση του φοιτητικού πληθυσμού. Κανένα σύστημα δεν επιβιώνει, αν δεν υπάρχει πειθαρχία σε συστημικούς κανόνες. Η πειθαρχική διαχείριση ρυθμίζει την εξέλιξη της συμπεριφοράς της αρχικής εισροής φοιτητών. Και τρίτο, το παιδαγωγικό υπόδειγμα που εφαρμόζεται για την διαχείριση των σπουδών. Αυτό το υπόδειγμα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα μαθήματα, οι εξετάσεις, η μεταπτυχιακή έρευνα και τα συναφή, προσδιορίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα προσλάβει ως επίκτητα στοιχεία συμπεριφοράς ο φοιτητικός πληθυσμός. Αλλά όχι μόνο. Προσδιορίζει ταυτόχρονα και την εξέλιξη του διδακτικού προσωπικού που εκεί θα πρέπει να αποδείξει ότι τα βγάζει ή δεν τα βγάζει πέρα. Το σημερινό κυρίαρχο υπόδειγμα, που είναι η από καθέδρας διδασκαλία, καλύπτει πολύ έντεχνα τις εκπαιδευτικές αδυναμίες του ακαδημαϊκού προσωπικού και αφήνει να λάμπουν ακόμη και οι τενεκέδες.

.

 

.

Με τον νέο νόμο (αλλά και με τον παλιό, αλλά όχι με τον αρχικό), όλα τα ζητήματα αυτά, εκτός από τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών, πρέπει να ρυθμιστούν με τον Κανονισμό Λειτουργίας και Σπουδών του πανεπιστημίου, όπως συμβαίνει σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Μέχρι τώρα, υπήρχε λυσσώδης αντίδραση των ανόμων ενάντια στην θεσμοθέτηση και εφαρμογή αυτών των κανονισμών. Ήθελαν να έχουν τα πράγματα να τρέχουν χωρίς κανόνες, για να κρύβουν τις δικές τους ανεπάρκειες. Η παρεμπόδιση της εφαρμογής του νόμου στο πεδίο αυτό, ήταν εύκολη δουλειά, μια και έπρεπε να περάσουν οι κανονισμοί από τις συγκλήτους και τις διάφορες γενικές συνελεύσεις. Εκεί, η βία, με ορισμένες περίεργες συμμαχίες «μη βίαιων», εμπόδισαν συστηματικά τη λειτουργία ενός ευπρεπούς παιδαγωγικού υποδείγματος. Έτσι «νομιμοποιήθηκε» η άσκηση βίας ως μέσο επιβολής απόψεων. Χωρίς κανόνες κοινής λειτουργίας, η βία εξελίσσεται σε αυτοδικία, ακριβώς όπως γίνεται και στην υπόλοιπη κοινωνία, σε ανάλογες καταστάσεις. Τώρα, η ευθύνη πέφτει στα Διοικητικά Συμβούλια, που δεν περιλαμβάνουν πλέον τις παλιές παλιοπαρέες των συγκλήτων. Όμως, δεν αποκλείουν την εξωτερική βία. Οι παλιοπαρέες μπορεί να επιτίθενται απέξω από τις πόρτες των νέων διοικητικών οργάνων. Εκτός αν οι νέες διοικήσεις εφαρμόσουν πιστά και απαρέγκλιτα τις πειθαρχικές διατάξεις των κανονισμών. Λ.χ., να διαγράφουν από το μητρώο όσους φοιτητές βιαιοπραγούν, να στέλνουν στο πειθαρχικό όσους διδάσκοντες δείχνουν αντίστοιχη συμπεριφορά, να στέλνουν στον εισαγγελέα όσους παραβαίνουν το ποινικό νόμο και να διεκδικούν βάσει του αστικού  κώδικα τις αποζημιώσεις που το πανεπιστήμιου δικαιούται, εξ αιτίας θετικών αποθετικών ζημιών που προκαλούν οι παρανομούντες. Εκεί θα κριθεί η δυνατότητα των νέων διοικητικών σχημάτων να επιβάλουν τη νομιμότητα. Προφανώς, αφού προηγηθούν «εκπαιδευτικές» διαδικασίες συνετισμού των παρανομούντων. Αυτές οι διαδικασίες, όμως, πρέπει να έχουν λογική διάρκεια, με αρχή και τέλος, για να μην εξελιχθούν στη σημερινή προσχηματική συμπεριφορά των πρυτανικών αρχών, που κατά σύστημα χειρίζονταν τα «παιδιά» και τους «συναδέλφους» με κατανόηση και …υπομονή, χωρίς όρια ανοχής.

.

Ερχόμαστε τώρα στον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών. Με την παγκόσμια πρωτοτυπία που έχει το ελληνικό σύστημα, στην ουσία είναι μια ιδιόρρυθμη λοταρία, που απαιτεί κυρίως πρόβλεψη των «βάσεων» για να ορίσει την προτίμηση που θα εκδηλώσουν οι υποψήφιοι. Οι άριστοι παίζουν περίπου εκ του ασφαλούς και είναι αυτοί που συνήθως αποδείχνονται και καλλίτεροι φοιτητές στην σπουδαστική καριέρα τους. Ένα τεράστιο ποσοστό των υποψηφίων, εν τούτοις, βρίσκουν τον εαυτό τους σε τμήματα και πανεπιστήμια που τα θεωρούν περισσότερο ως προσωπική αποτυχία και εξαναγκασμό, παρά ως επίτευξη καλοσχεδιασμένου στόχου. Όσο πιο μακριά από την εσωτερική επιθυμία βρίσκεται η τελική τοποθέτηση, τόσο πιο αρνητική είναι η ψυχολογία του εισαγόμενου φοιτητή, που ξεκινάει τη φοιτητική διαδρομή του κυριολεκτικά ως βίαια επιβεβλημένη (από τους γονείς, την κενωνία (sic), το σύστημα, την κακή του τύχη κ.ο.κ.) αγγαρεία. Στην εκπαιδευτική καριέρα μου, έχω βρεθεί πάμπολλες φορές μπροστά σε βαριεστημένους φοιτητές και φοιτήτριες, που με κανέναν τρόπο δεν εννοούν να ενταχθούν σε έναν ομαλό δρόμο σπουδών. Προτιμούν να διαμαρτύρονται σε διαρκή βάση, καταφεύγοντας σε διάφορα ψυχολογικά υποκατάστατα, μεταξύ των οποίων το κύριο είναι η κομματική προσχηματική ένταξη. Το φαινόμενο έχει ενταθεί σε μεγάλο βαθμό εκεί όπου η εισαγωγή οφείλεται σε εξαιρετικά χαμηλές βάσεις. Εκεί σωρεύονται «νεανικοί desperados», που έχουν παραπλανηθεί ότι με κάποιον τρόπο, ότι ούτως ή άλλως, θα πάρουν στο τέλος το πολυπόθητο «χαρτί», αρκεί να φωνάξουν επαρκώς και να κάνουν φασαρία με κάθε τρόπο. Βοηθούντος και του άθλιου παιδαγωγικού συστήματος, έχουν μεταβάλλει τις σπουδές σε τυχοδιωκτικές απόπειρες να «περάσουν» κάποια μαθήματα στις αλλεπάλληλες εξετάσεις. Και στον τυχοδιωκτισμό τους αυτόν, συνήθως επιβραβεύονται, επειδή οι καθηγητές τους αργά ή γρήγορα θα τους περάσουν, με το αζημίωτο βέβαια, αφού κανείς δεν θα τους εγκαλέσει ποτέ για την ευθύνη τους να εξαπολύουν στην κοινωνία τενεκέδες με πτυχίο.

.

Αυτοί οι τρείς παράγοντες αποτελούν το γόνιμο έδαφος όπου αναπτύσσεται η βία ως τελική έκφραση της ανομίας. Το ζήτημα είναι σχετικά απλό και καλό είναι να μην περιπλέκεται με πολύπλοκες αναλύσεις που παραβαίνουν τον κανόνα του Occam. Οι νέες διοικήσεις, αυτές τις γενεσιουργές αιτίες πρέπει να επιδιώξουν να εξαλείψουν, γιατί αλλιώς η αποτυχία τους είναι προδιαγεγραμμένη.

.

Αυτή είναι η ωμή αλήθεια και ξέρω ότι θα κάνω αρκετούς συναδέλφους να στραβομουτσουνιάσουν για την απρέπειά μου να λέω τα πράγματα χωρίς περιττές ευγένειες και εξωραϊσμούς. Όμως, αυτήν την αλήθεια θα αντιμετωπίσουν τα νέα Διοικητικά Συμβούλια, και αυτήν πρέπει να ξέρουν, για να ενεργήσουν ανάλογα και αποδοτικά.

.

Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου