Η ομιλία του κ. Λυκούδη στο 2ο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ, ήταν συγκινητική, όχι μόνο για προσωπικούς (δικούς του και δικούς μας) λόγους, αλλά για έναν ουσιωδώς πολιτικό λόγο: Διότι σηματοδοτεί το τέλος αυτού που λεγόταν “ανανεωτική αριστερά” στην Ελλάδα. Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιον άλλον, κάποια χρόνια μετά, να στέκεται σε ένα ανάλογο βήμα και να ενσαρκώνει τη διάψευση μιας ακόμα ελπίδας; Και εάν ναι, ποιον; Τον κ. Κακουλίδη ή τον κ. Μαυροκεφαλίδη;
Το ζήτημα όμως για όσους ενστερνίστηκαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό το εγχείρημα της ΔΗΜΑΡ, είναι ότι ακόμα μία φορά το “νέο”, ήταν παλαιό. Υπάρχει δηλαδή ένας σκληρός πυρήνας σ’ αυτό που στην Ελλάδα ονομάζεται “αριστερά”, που δεν ανανεώνεται. Ο προοδευτικός τρίτος πόλος του κ. Κουβέλη και δεν θα είναι προοδευτικός και δεν θα υπάρξει, γιατί στην πορεία θα ενσωματωθεί στο δεύτερο συντηρητικό πόλο του ΣΥΡΙΖΑ. Καλά θα κάνει. Τα περί τρίτου πόλου που ευαγγελίζεται, είναι για μικρά παιδιά και για να συσπειρώσει ξανά μια “κρίσιμη μάζα” πελατείας. Αυτή τη φορά δεν τους υπόσχεται 4-2-1, αλλά 3-1, αν μείνει ανοιχτό το πολιτικό του κατάστημα.
Όμως το πρόβλημα με τη ΔΗΜΑΡ δεν ξεκίνησε όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Ήταν κυρίως το πώς πολιτεύτηκε συμμετέχοντας στην κυβέρνηση. Τι πιο παλαιό από το πώς πολιτεύτηκε ο κ. Ρουπακιώτης και τι πιο παλαιό από το να αποδεικνύει στην πράξη η ανανεωτική αριστερά ότι δεν θέλει πολίτες, αλλά πελάτες; Το ιδεολογικό προκάλυμμα σε όλα αυτά είναι ακόμα μία φορά ο “δημοκρατικός σοσιαλισμός” στον οποίο ο κ. Κουβέλης “θέλει να επιμείνει”. Είχαμε εγκαίρως προειδοποιήσει από τις στήλες της Μεταρρύθμισης για τις υποκρισίες περί δημοκρατικού σοσιαλισμού. Όμως, νομίζω πως η πράξη είναι τέτοια, που δεν έχει ανάγκη θεωρητικών αναλύσεων: Ο “δημοκράτης σοσιαλιστής” αποδείχτηκε άλλη μία φορά δημοκράτης στα λόγια και σοσιαλιστής στην πράξη.
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, όλοι οι υπόλοιποι στους οποίους “αρέσει” η κεντροαριστερά και ας προσπαθήσουμε τώρα εμείς να δημιουργήσουμε το νέο. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι το παλαιό γενικά, αλλά κάποιο συγκεκριμένο παλαιό, το οποίο δεν είναι παλαιό γιατί μεγάλωσε, αλλά διότι ποτέ δεν έμαθε. Ας μου επιτραπούν εδώ κάποιες σκέψεις.
Η πρωτοβουλία των 58 πολύ καλώς απευθύνθηκε και απευθύνεται σε όλους. Όπως είδαμε, όσοι δεν θέλουν να προσέλθουν αναγκάζονται να δικαιολογήσουν τη στάση τους και να εκτεθούν ή να ζητήσουν με αποτροπιασμό σύγκλιση οργάνων. Όσοι όμως προσερχόμαστε, χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι και θα κρίνουμε και θα κριθούμε για το τι κάναμε στο παρελθόν και για το τι κάνουμε σήμερα. Η πρωτοβουλία είναι εγχείρημα πολιτών και όχι πελατών και μόνο ως τέτοιο θα επιτύχει. Στην Ελλάδα, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, δεν είχαμε μόνο πελατειακό κράτος, αλλά πελατειακή κοινωνία και ακριβώς γι? αυτόν το λόγο η κοινωνία των πολιτών ήταν, τουλάχιστον, ατροφική. Ένα από τα κύρια προβλήματα της μεταπολίτευσης ήταν ότι μετάλλαξε και διεύρυνε τα δίκτυα αυτής της κοινωνίας των πελατών. Την ίδια στιγμή που εκδημοκρατίστηκαν οι κρατικοί θεσμοί και διαμορφώθηκαν πρώτη φορά συνθήκες σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι συνθήκες αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν για να αναπτυχθούν δημοκρατικές πρακτικές που θα δημιουργούσαν χώρο στην κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, αναπτύχθηκαν ιδιόμορφες αντιδημοκρατικές πρακτικές, όχι μόνο στη σχέση του πολίτη με την κεντρική και τοπική εκτελεστική εξουσία, αλλά και στη δικαιοσύνη, στα πανεπιστήμια, στην οικονομία, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό και βέβαια στην πολιτική αντιπροσώπευση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαν να διαμορφωθούν δημοκρατικές πρακτικές που επιτρέπουν στους πολίτες να επιλέξουν και να επιδιώξουν κοινά αγαθά και να αναπτύξουν αρετές και όχι ελαττώματα. Δεν μπορούσε να αναπτυχθεί συζήτηση, να διατυπωθεί κριτικός λόγος και να υπάρξει διάλογος. Τα κοινωνικά δίκτυα παρέμεναν λυσσαλέα κλειστά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, η ελληνική κοινωνία παρέμενε μια κλειστή κοινωνία. Το πρόβλημα, π.χ., στα πανεπιστήμια, δεν είναι ο ένας Πελεγρίνης, αλλά οι χιλιάδες Πελεγρίνηδες, όλοι όσοι μέσω διαφόρων πελατειακών δικτύων και χωρίς αξιολόγηση, χωρίς δηλαδή να το αξίζουν, βρέθηκαν στα πανεπιστήμια ως πελάτες με σκοπό όχι βέβαια τη γνώση και τη μάθηση, αλλά με σκοπό να δημιουργήσουν νέους πελάτες. Αυτά, όμως, ήταν προφανή εδώ και δεκαετίες και ήταν η κυβερνώσα και η αντιπολιτευόμενη Αριστερά της εποχής που κυρίως τα επέβαλλε. Να προσέλθουν λοιπόν όλοι, αλλά τώρα θα συζητήσουμε, θα κρίνουμε και θα κριθούμε.
Γι’ αυτούς και άλλους λόγους, η κοινωνία των πολιτών προσλαμβανόταν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ως κοινωνία δημοσίων σχέσεων και συνεστιάσεων, ως κοινωνία ενός ιδιόμορφου και οριζόντιου κορπορατισμού, έχοντας ως ιστό της μια κοινωνική νομενκλατούρα, όπου το ζητούμενο ήταν η ένταξη και η υποταγή και όχι ο κριτικός λόγος και η εκ-λογή. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να αυτοδιαλυθεί το ΠΑΣΟΚ, αλλά να κριθεί και να αυτοδιαλυθεί η λογική ΠΑΣΟΚ, που δεν υπήρχε μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, γιατί χωρίς κριτική δεν υπάρχει κοινωνία των πολιτών, δεν αναπτύσσεται η δημοκρατία και δεν υπάρχει επί της ουσίας πολιτική πράξη. Και μόνο μέσω αυτής της δημοκρατικής πολιτικής πράξης, του ουσιαστικού και όχι κατ’ επίφαση κριτικού λόγου, θα εμπνεύσουμε νέους πολίτες και θα κερδίσουμε την πολύ δύσκολη, πλέον, μάχη με το φασισμό. Χρειάζεται να ανοίξουμε παράθυρο σε νέες ιδέες, νέες φωνές και να εκφέρουμε κριτικό λόγο. Οι επιτροπές πρωτοβουλίας σε όλη την Ελλάδα δεν απευθύνουν κάλεσμα σε νέους ή παλαιούς πελάτες. Είναι πρωτοβουλίες πολιτών και χρειάζεται να βρούμε τρόπους να ανοίξουν στην κοινωνία. Μόνον έτσι δεν θα βρουν πρόσφορο έδαφος παλαιοί και νέοι παράγοντες και δεν θα βρεθούν στο έλεος κάποιου παλαιού ή νέου Παπατόλια.
Η κεντροαριστερά, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι πνευματικά νέα και αυτό που θα της προσδώσει αυτό το χαρακτηριστικό είναι ο κριτικός λόγος, η κριτική κάθε νέου και κάθε παλαιού. Η μάχη τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, είναι μια κατ’ εξοχήν πνευματική μάχη, ένας αγώνας για μία σύγχρονη, ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία των πολιτών. Μόνο αυτή μπορεί να αντισταθεί στον εκφασισμό. Η καλύτερη, πραγματικά συγκινητική, συμβολή όλων ημών των “παλαιών” στην υπόθεση της χώρας και της κεντροαριστεράς, αφού έχουμε το προνόμια της εμπειρίας, θα είναι να μην ανεχόμαστε πλέον όλα αυτά που γνωρίζουμε καλά εδώ και καιρό. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, γιατί ο χρόνος, δυστυχώς, λιγοστεύει.
Ελπίζω, όμως, τα παραπάνω να τοποθετούν κάποιον στην ψηλή και όχι στην κοντή σχολή.