Υποκλοπές στις επικοινωνίες 33 προσώπων έκανε ο Μητσοτάκης, καταγγέλλει ο κ. Τσίπρας δια του δημοσιογραφικού του εκπροσώπου κ. Βαξεβάνη και του προσωπικού του δικηγόρου κ. Μαντζουράνη.
Παρά την απουσία κάθε απόδειξης - η καταγγελία από μόνη της δεν είναι απόδειξη - ας δεχθούμε ότι έγινε παρακολούθηση των 33 κατονομαζομένων ατόμων.
Στην περίπτωση αυτή, δύο είναι οι εκδοχές ως προς τους δράστες: Η πρώτη, δράστης της παρακολούθησης να είναι η ΕΥΠ. Οπότε την πολιτική ευθύνη έχει αποκλειστικά ο πρωθυπουργός. Ο οποίος, όχι μόνον οφείλει να παραιτηθεί για όσους λόγους επικαλείται ο κ. Τσίπρας, αλλά και για λόγους ευήθειας.
Διότι, με δεδομένο ότι το προϊόν της παρακολούθησης το διαθέτει μόνον αυτός που την διεξάγει, προέβη στην ανόητη πράξη να το παραδώσει στους Τσίπρα και Βαξεβάνη ώστε, όχι απλώς να το επικαλούνται εις βάρος του, αλλά να επιχειρούν, με τραμπικό τρόπο, να διαλύσουν και τη χώρα.
Επειδή μάλιστα ένας πρωθυπουργός που παραδίδει στους αντιπάλους του το υλικό εγκληματικών του πράξεων, είναι επικίνδυνος για τη χώρα και για λόγους ευήθειας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει, να του επιβάλουμε και την ποινή της δημόσιας διαπόμπευσης, με αφορμή ένα ακόμη σοβαρότερο ατόπημα: Διότι, παρακολουθώντας και την Κα Πατούλη, μετέτρεψε τις παρακολουθήσεις σε παρωδία. Και σ’ αυτήν την ποινή ούτε ο ίδιος θα διαφωνήσει, αν έχει συνείδηση των πραττομένων…
Αν όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Αν δηλαδή οι φερόμενες 33 και οι προαναγγελλόμενες 100 ή 133 υποκλοπές πραγματοποιήθηκαν με συστήματα που διαθέτουν μόνον ιδιώτες και όχι η ΕΥΠ, άρα δεν ήταν έργο της ΕΥΠ, τότε ποιος είναι ο δράστης;
Κυρίως όμως, ποιος είναι αυτός που τον ξέρει;
Με δεδομένο ότι η πολιτεία δεν διαθέτει – και ευτυχώς - κάποιο «πανοπτικό» σύστημα που να ελέγχει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, είναι ο προφανές ότι δεν μπορεί να γνωρίζει, εν τω πράττεσθαι μάλιστα, οποιοδήποτε έγκλημα (κλοπής, φόνου, βιασμού, παιδοφιλίας, απάτης, υποκλοπής κ.ο.κ.) και τους δράστες του.
Αν υπάρχει κάποιος που γνωρίζει άνευ ετέρου την διάπραξη ενός εγκλήματος και τον δράστη, αυτός είναι μόνον ο συναλλασσόμενος μαζί του. Δηλαδή ο αποδέκτης των προϊόντων του εγκλήματος (π.χ. «κλεπταποδόχος»). Δεν είναι τυχαίο ότι για τον εντοπισμό των δραστών σχετικών εγκλημάτων, η αστυνομία ερευνά αμέσως τους χώρους των κλεπταποδόχων, όπου διατίθεται το προϊόν του εγκλήματος.
Από την βιβλιογραφία μάλιστα (Τσαρλς Μπρέννερ, «Εγχειρίδιο Ψυχανάλυσης», εκδόσεις «Πατάκης») είναι χαρακτηριστική η περίπτωση κορυφαίου διαρρήκτη της Ν. Υόρκης ο οποίος, κλέβοντας μόνον μετρητά που δεν έχουν ταυτότητα, παρέμενε ο ασύλληπτος «φαντομάς» επί χρόνια. Αρκούσε όμως μία μόνο φορά που έκλεψε τιμαλφή και τα παρέδωσε σε ενεχυροδανειστήριο, για να συλληφθεί.
Διότι η αστυνομία ήξερε πού θα πάει.
Συνέχεια στο The books journal