Δημοσιογράφοι που περιγράφουν την κρίση είναι θύματά της και την ίδια ώρα που αναλύουν τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις αγωνιούν για τους ανεξόφλητους λογαριασμούς τους. Το τηλεοπτικό κοινό δεν ξέρει ότι κάποιος που εμφανίζεται εύθυμος και σίγουρος στην οθόνη μπορεί να είναι απλήρωτος για μήνες ούτε ότι αυτός που εκθέτει με αυτοπεποίθηση τις απόψεις του μπορεί να μην κοιμάται το βράδυ με το φόβο ότι αύριο μπορεί να μην έχει δουλειά.
Η ανεργία είναι συνταρακτική στο χώρο των ΜΜΕ, όπου για πολλά χρόνια ήταν παχιές οι αγελάδες, και από τότε που ξεκίνησε η εποχή των μνημονίων ήρθαν τα πάνω κάτω. Λουκέτα το ένα μετά το άλλο, σαρωτικές μειώσεις μισθών, επιδείνωση συνθηκών εργασίας, ραγδαία πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων και καταρράκωση του κύρους των δημοσιογράφων που, γενικά, θεωρούνται αναξιόπιστοι.
Οι δημοσιογράφοι ταλαιπωρήθηκαν και ταλαιπωρούνται πολύ στα χρόνια της κρίσης, χάνοντας το βιοτικό τους επίπεδο και την προοπτική τους, αλλά επίσης την ελάχιστη ηρεμία, αφού συνεχώς κάτι σημαντικό γίνεται, κάτι αλλάζει, κάτι γυρίζει, κάτι τρέχει.
Δεν είναι πάντα εύκολο: Μιλάς για τα αδιέξοδα των άλλων, όταν σε πνίγει το δικό σου και μεταδίδεις πληροφορίες για την πορεία της οικονομίας την ώρα που βουλιάζεις στα προσωπικά και οικογενειακά σου προβλήματα. Ομως ο κόσμος, κατά κανόνα, ταυτίζει τους δημοσιογράφους με το μέσο στο οποίο εργάζονται και προσωπικά με τον ιδιοκτήτη του, οι αναγνώστες-ακροατές-τηλεθεατές δεν αναρωτιούνται ποιες είναι οι εναλλακτικές-ενάρετες εργοδοσίες στις οποίες θα μπορούσε κανείς να απευθυνθεί και καθαρίζουν με την υπεραπλούστευση για τα “παιδιά της διαπλοκής”.
Αφού έπεσαν και τα μεγάλα κάστρα (Μέγκα, ΔΟΛ, Πήγασος) φαίνεται πως ολοκληρώνεται το τέλος εποχής για το αμαρτωλό ελληνικό μιντιακό σύστημα και διαμορφώνεται ένα νέο κατεστημένο τα ακριβή χαρακτηριστικά του οποίου θα φανούν στην πράξη προσεχώς.
Κάποια ερωτήματα είναι ήδη προφανή:
-Για ποιο λόγο αγοράζει κανείς σήμερα ένα ελληνικό μέσο ενημέρωσης;
-Μήπως θα έπρεπε να δεσμεύονται οι νέοι μιντιάρχες για την προστασία του πλουραλισμού;
Το πρώτο είναι να υπάρχουν δουλειές. Αν δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, δεν έχει νόημα οποιαδήποτε συζήτηση για το μέλλον της δημοσιογραφίας. Το επόμενο είναι αυτές οι δουλειές να είναι αξιοπρεπείς. Τα περασμένα μεγαλεία δεν θα επιστρέψουν αλλά τουλάχιστον να μην πάμε σε καταστάσεις χειρωνακτικής εργασίας, όπου θα μετρούν μόνο οι φυσικές αντοχές και όχι πνευματικές ιδιότητες. Και βέβαια μια δουλειά δεν είναι αξιοπρεπής αν δεν είναι έντιμη. Και δεν είναι έντιμη αν δεν υπάρχουν στοιχειώδεις όροι ελευθερίας σκέψης και έκφρασης, δηλαδή ανεξαρτησίας από πολιτικούς και επιχειρηματικούς καταναγκασμούς.
Αν μου έλεγε ένα νέο παιδί ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος θα του απαντούσα ότι καλό θα ήταν να το ξανασκεφτεί και να ενημερωθεί για τις πραγματικές συνθήκες και τις πραγματικές προοπτικές πέρα από τη “λάμψη” της αναγνωρισιμότητας και του παραγοντισμού. Θα του έλεγα ότι έχει πολλά να χάσει επιλέγοντας μια δουλειά που θα μπορούσε να είναι από τους πιο ενδιαφέρουσες του κόσμου, αλλά δεν είναι πια.