H ελληνικότητα ήταν ο «δαίμονας» ή ο «άγγελος» για την τέχνη (σας); — απαντά ο Μάνθος Σαντοριναίος
Η ίδια η ερώτηση, που παρουσιάζει την ελληνικότητα με δύο αντιπροσωπευτικά πρόσωπα της αιώνιας πάλης της δυαδικότητας: άγγελος – δαίμονας, δημιουργεί ένα δαιδαλώδες περιβάλλον που καλείται ο ερωτώμενος να διασχίσει, προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις, ή ενδεχομένως να βρει μια έξοδο, αν υπάρχει, ή να παραμείνει μέσα στον λαβύρινθο φυλακισμένος.
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντήσω άμεσα σε μια τέτοια ερώτηση, ειδικά αυτή την εποχή που συμβαίνουν τόσα πολλά σε σχέση με τα όρια των διαφορετικών χώρων, υπαρκτών, εικονικών και ιδεολογικών. Όταν μάλιστα πολλά από αυτά συμβαίνουν ή καταλήγουν ή έχουν αφετηρία, στον χώρο που έχει σχέση με αυτό που ονομάζουμε Σύγχρονη Ελλάδα. Διεκδικείται π.χ. στον παραπάνω χώρο, η καλλιτεχνική εξόρυξη έργων που περιέχουν στοιχεία αυθεντικής κρίσης, τα οποία θα αναδειχτούν, κυρίως, από μια ομάδα Συνευρωπαίων. Αλήθεια υπάρχει ευρωπαϊκότητα; Δεν θα έπρεπε αφού υπάρχει ελληνικότητα; Ισχύει αυτό το σημαίνον στην ελληνική γλώσσα για όλα τα κράτη… γαλλικότητα, αγγλικότητα, γερμανικότητα… Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν υπάρχει αντιστοιχία προς κανένα άλλο κράτος, ενώ η «ελληνικότητα» απλά αναφέρεται σαν παράγωγο στην έννοια «ελληνικός» (σελίδα 590) μαζί με το «ελληνικό σχολείο», τον «ελληνικό καφέ», και το «ελληνικό προφίλ». Στο τέλος αναφέρεται η λέξη «ελληνικότητα» και μέσα σε παρένθεση προστίθεται η ημερομηνία [1851]. Είναι η ημερομηνία που εισάγεται αυτή η λέξη.
Η ελληνικότητα τελικά, εκ μέρους των ελλήνων καλλιτεχνών, δεν συνδυάζεται ταυτόχρονα με την τάση διεθνούς αναγνώρισης; Αυτός που αναπτύσσει μια ελληνικότητα δεν ενδιαφέρεται την ίδια στιγμή για μια διεθνικότητα; Μια διεθνή καριέρα τελικά, άρα ένα χαρακτηριστικό που ορίζεται όχι μόνο μέσα στον χώρο στον οποίο παράγεται, αλλά μέσα στο σύνολο πολλών χώρων και κυρίως αυτών που ορίζουν έννοιες και αξίες και καθορίζουν τιμές και μεγέθη.
Τελικά η ερώτηση προκαλεί πολλαπλά ερωτήματα, σε άτομα όπως εμένα, ίσως γιατί ένα μέρος της γενιάς μου έζησε μέσα σε μια σύγχυση. Θα μπορούσα να πω ότι βίωσα μια μεγάλη ανακολουθία: μεγάλωσα ακούγοντας αμερικανική και αγγλική μουσική, την εποχή της μεγάλης ακμής της. Σταδιακά, με τα μαθήματα των αγγλικών, κατάλαβα το νόημα των στίχων. Κατάλαβα ότι η μελωδία τις περισσότερες φορές με είχε παραπλανήσει. Έμαθα κιθάρα για να παίζω τα τραγούδια των αγαπημένων μου συγκροτημάτων. Σχεδόν αγνοούσα την ελληνική μουσική. Όταν βρέθηκα στο Παρίσι, 20 χρονών, ανακάλυψα την ελληνική μουσική, άκουγα όσο ποτέ άλλοτε τότε Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο και με τον φίλο, ζωγράφο Αντρέα Δεβετζή, παίζαμε τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια, κιθάρα και μπουζούκι. Είχαμε παίξει στα γλέντια στο εργαστήριο της Beaux Arts τα πιο σπάνια ρεμπέτικα τραγούδια, ο ήχος τους είχε φτάσει μέχρι και στο cafe Bonaparte που ήταν η κατάληξη ενός μεγάλου πάρτι…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art