Δημόσιος λόγος είναι ο μη ιδιωτικός. Δημόσιο λόγο εκφέρουν όλοι όσοι φροντίζουν για την διαδραστικότητα των γραπτών ή προφορικών σκέψεών τους. Παλιότερα ήταν πολύ δύσκολο, γίνονταν κυρίως μέσω επιστολών στις εφημερίδες, οι οποίες και μπορούσαν να μην τις δημοσιεύσουν εφόσον χαρακτηρίζονταν από εκφορές γραπτών λέξεων, που συνιστούσαν ένα κείμενο οιονεί υβριστικό.
Ο ιδιωτικός λόγος αφορά καθημερινές κουβέντες, λίγων ή περισσότερων ακόμα δε είναι και βωβός λόγος, όταν χαρακτηρίζει τις πιο ιδιωτικές στιγμές του προσώπου. Ας πούμε το πώς ουρεί ή αφοδεύει, τον τρόπο που διαλέγει αντικείμενα ερωτικού πόθου, το πώς διαχειρίζεται μια αρρώστια που αφορά τον ίδιο αμέσως και το στενό του περιβάλλον εμμέσως.
Σήμερα με την εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι παλιές παράμετροι πήγαν περίπατο καθώς ακόμα και μια νοσταλγική φωτογραφία, που δημοσιεύεται στο fb γίνεται αυθορεί και παραχρήμα δημόσιο υλικό.
Σύμφωνοι. Όμως με ποιο κριτήριο ένας δημόσιος λόγος που είναι μάλιστα πληθωρικός και ταξινομημένος κατά ομάδες, μπορεί να είναι καθοριστικός στην εξέλιξη του δημοσιολογούντος;
Αν κάποιος – όπως εδώ η κ. Αγαπηδάκη – έγραψε κάτι σκωπτικό με βάση και τον τρόπο εκφράσεως της πριν 2- 3 χρόνια, με πρόσχημα την συμπεριφορά – περίπου πανθομολογούμενη – κάποιου/ ων δημοσίου / ων προσώπου /ων, αυτό είναι λόγος να υβρίζεται τώρα από άλλους ισχυρότερους δημοσιολογούντες, δηλαδή δημοσιογράφους τον εξής γνωστό ένα;
Αν αποδώ και πέρα η κ.Αγαπηδάκη – ας πούμε – συνέχιζε να είναι απολύτως ελεύθερη εκφραστικά, όπως τότε, ναι ίσως υπήρχε κάποιο ζήτημα και πάντως ήσσονος σημασίας.
Αφήστε, που κατά την άποψή μου και τις όποιες γνώσεις έχω, το σκώμμα του ‘17 της κ. Αγαπηδάκη, εμπεριείχε μεν δηλητηριώδη σάτιρα κατά του Παύλου Πολάκη, ήταν όμως δομημένο και σύμφωνο με τις ψυχαναλυτικές ερμηνείες, που είναι και εντός των πλαισίων των σπουδών της απ’ ότι έμαθα, καθώς δεν την γνωρίζω προσωπικά ουδεκάν φίλοι στο διαδίκτυο είμαστε.
Συνεπώς μπαίνει ένα πρώτο όριο στην διατύπωση του λόγου δημοσίως αναλόγως της κάθε φορά ιδιότητός του προσώπου. Αλλοίμονο αν κάτι που ειπώθηκε το ‘17 από μιαν απλή πολίτη, κάποιοι – στους οποίους δεν ανήκω, όπως εξήγησα – το παίρνουν τοις μετρητοίς και το κάνουν ΜΕΤΡΑ ΠΙΤΣΑΣ ή ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΠΑΤΣΑΒΟΥΡΙΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ, φροντίζοντας να τονιστούν τα υπόρρητα υπονοούμενα σεξισμού ή πορνικότητας, πίσω από τις λέξεις. Άλλωστε, τα έγκριτα λεξικά της γλώσσας μας, αναθεωρημένα καθώς είναι, τις δίνουν ως λήμματα τις παράπλευρες πλήν ουσιώδεις ερμηνείες.
Σημαίνον σημαινόμενο, λέμε πίτσα με το μέτρο και εκφράζουμε την π….α με το μέτρο, την μεγάλου ανατομικού μεγέθους δηλαδή ενδεχομένως φαντασιωνόμενοι σαδιστικό βιασμό ..ή το πατσαβούρι , που είναι γνωστό πως εχρησιμοποιείτο λεκτικώς από τα χρόνια της Τρούμπας ήδη ως σήμερα. Άλλωστε αναφέρεται δυό τρεις φορές στο λεκτικό των διαλόγων της παλιάς σημαντικής ταινίας του Βασ. Γεωργιάδη «ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ».
Στην πολιτική ζωή δύο ήταν οι ιδιάζουσες περιπτώσεις αθυροστομίας το λιγότερο τα τελευταία 30 χρόνια. Ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος και ο Παύλος Πολάκης, αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο πρώτος πασίγνωστος νομικός περισσότερο θύμιζε τον αθυρόστομο θείο, που όλοι ίσως είχαμε κάποτε στην ζωή μας, ο δεύτερος καλός χειρουργός διακρίνεται για την πολιτική προσβολή, την επιβολή αυταρχισμού και την πτώχευση της γλώσσας μας εισάγοντας βορβορώδεις χαρακτηρισμούς – νεολογισμούς του στυλ βοθροκάναλα, ρίχτους στην φυλακή για να ξαναβγούμε και τα συναφή. Συνεπώς να κι ένα άλλο όριο, η γλώσσα που εκφέρεται από δημόσιο λειτουργό ή αξιωματούχο, και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση.
Κι ερχόμαστε στον ρόλο του κριτή δημοσιογράφου, παντοτινού εκφραστή της τέταρτης εξουσίας παρότι ξεπεσμένης εξαιτίας των διαδικτυακών πληροφοριών. Εδώ κρύβεται κι ένα καταπίστευμα δειλίας και δολιότητος μαζί. Χρησιμοποιείται ο δημόσιος λόγος της κοινωνικής δικτύωσης με παράλληλη διαφύλαξη των περιορισμών ευπρέπειας στην εφημερίδα, καθώς αλλιώτικα θα ήταν απευθείας η εφημερίδα εκτεθειμένη για το υβρεολόγιο, ενώ δυνητικά ο δ/ντής ή ο ιδιοκτήτης μπορεί να τον απέλυαν.
Παρά ταύτα το επιδερμικό κύρος που παρέχει η επαγγελματική – τονίζω επαγγελματική – θέση αυτομάτως ταυτίζεται με την ανάρτηση, ανάρτηση που γράφτηκε από δημοσιογράφο με μικρή η μεγαλύτερη επιδραστικότητα.
Το λεκτικό χυδαιότητας, που χρησιμοποιήθηκε υπολείπεται ακόμα και πρωτοσέλιδου του ΜΑΚΕΛΕΙΟΥ. Κι ακριβώς επειδή σ’ αυτή – ή και σ’ άλλες περιπτώσεις – μικρή είναι η απόσταση που χωρίζει τον χώρο της εφ. ΤΑ ΝΕΑ από το διαδικτυακό χρονολόγιο της κοινωνικής δικτύωσης του εν λόγω, περιμένουμε ως πολίτες μιαν αντίδραση από την ΕΣΗΕΑ , ένα προβληματισμό αρχικά στην δ/νση της εφημερίδας. Στο τέλος-τέλος θα υπονοήσουν και τα όρια και τις επικαλύψεις ιδιοτήτων και δημοσίου λόγου. Αλλιώτικα όλοι μας – κι όχι μόνον οι επώνυμοι – κινδυνεύουμε ως τιμές και υπολήψεις από το ΜΑΚΕΛΕΙΟ που κρύβει μέσα του ο κάθε κοστουμαρισμένος – πλην γυμνός – κριτής και μάλιστα με το αζημίωτο.
Κι άλλωστε στην τελική, ο ετεροχρονισμένα θιγείς για το post του 2017 Π. Πολάκης ειρωνεύτηκε την γράφουσα με κανονικές – σκληρές, ειρωνικές – μα πάντως κανονικές φράσεις , μπορώ δε να πώ μετριοπαθέστερες του συνήθους ύφους του. Οι υπαινικτικές χυδαιότητες γράφτηκαν δολίως και δειλώς, από τον δημοσιογράφο ….που στον ελεύθερο χρόνο του ίσως νομίζει πως είναι Στ. Χίος, μιας και η σχολή του Γιώργη Κουρή δείχνει ξεπερασμένη.