Το μείγμα γίνεται επικίνδυνο. Οικονομικά, το πακέτο των μέτρων θα υποβληθεί σε ορισμένα stress tests από την τρόικα και θα λάβει τη νομοθετική περιβολή του από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Κοινωνικά, ο πεσιμισμός βασιλεύει, αφού τα μέτρα είναι απίστευτα σκληρά (ο ελληνικός λαός καλείται να πληρώσει και το «πολιτικό κόστος», με το οποίο τον επιβαρύνουν η αναξιοπιστία και η αδράνεια του πολιτικού συστήματος…) αλλά ουδείς πιστεύει ότι με αυτά λύνεται το πρόβλημα και ότι δεν θα απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα. Πολιτικά, (αναμενόμενο αλλά δυσοίωνο…) οι εξελίξεις στους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας εμπνέουν μεγάλη απαισιοδοξία.
Τι προσφέρουν τα μέτρα; Με την επικύρωσή τους φαίνεται ότι κερδίζουμε κάποιο χρόνο ώστε, αν στο μεσοδιάστημα αποφασίσει η πραγματική ηγεσία της Ευρωζώνης να δράσει για την υπέρβαση της κρίσης, να είμαστε κι εμείς στο τρένο, να παρασύρει κι εμάς (το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ…) το κύμα της ευρωπαϊκής ενδυνάμωσης.
Τι δεν πετυχαίνουν τα μέτρα; Δεν συνιστούν μια πολιτική που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από τον φαύλο κύκλο. Κοινώς, από μόνα τους, «τα μέτρα δεν βγαίνουν». Δεν αναφέρομαι τόσο στη σχεδόν μεταφυσική θεώρηση της βιωσιμότητας του χρέους: Βιώσιμο είναι έως το 60% του ΑΕΠ κατά Μάαστριχτ, έως το 90% του ΑΕΠ υποστηρίζουν μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, έως το 120% του ΑΕΠ λέει τώρα η τρόικα (επειδή αν έπεφτε κάτω από το 120% τότε αυτομάτως θα χαρακτηριζόταν μη βιώσιμο το χρέος της Ιταλίας).
Αναφέρομαι στην πιθανή εξέλιξη η ελληνική οικονομία, μετά μια βίαια ύφεση που αθροιστικά θα φτάσει το 25% το 2013, να περιπέσει σε μια μακρόσυρτη, πολυετή «ήπια» ύφεση – να πάθει το «σύνδρομο της Πορτογαλίας». Ο κίνδυνος μεγαλώνει αν δεν αντιμετωπιστεί το πιεστικό πρόβλημα ρευστότητας (αυτό, ακριβώς, που ήταν αναγκαίο να διεκδικήσουμε, χωρίς να απαιτείται αλλαγή της δανειακής σύμβασης – αντί για το ψιλοάδειο πουκάμισο της «επιμήκυνσης») και συνεχιστεί η καταστροφή θέσεων εργασίας.
Ετσι ή αλλιώς, αφού νομοθετηθούν, τα μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν. Ποιοι, πώς και σε ποιο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο θα τα εφαρμόσουν; Το ράθυμο, διαβρωμένο και διαλυμένο κράτος; Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα που είναι τόσο βαθιά φθαρμένο, τόσο κακομαθημένο στη συναλλαγή και τόσο ψοφοδεές, που συγκλονίζεται μπροστά στην πρώτη καφενειακού χαρακτήρα «καταγγελία» που του απευθύνει οποιοσδήποτε απατεώνας; Μπορεί αυτό το σύστημα να πείσει τους πολίτες; Κι αν (όπως φαίνεται) δεν μπορεί, τι θα γίνει; Οδηγούμαστε σε αδιέξοδο;
Μπροστά μας ανοίγονται δύο δρόμοι. Ο ένας είναι εκείνος που ακολούθησε μεταπολεμικά η Ιταλική Δημοκρατία: Μιας μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής συνεννόησης για την ανασυγκρότηση της χώρας. Ο δεύτερος είναι ο δρόμος στον οποίο σύρθηκε μεταπολεμικά η Ελλάδα: Μεγάλου διχασμού, αυταρχισμού, καταστροφής ανθρώπινων γενιών και παραγωγικών δυνατοτήτων.
Μακάρι να μπορέσουμε να επιλέξουμε τον πρώτο. Ωστε να προωθήσουμε γρήγορα τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, με αλληλεγγύη, δικαιοσύνη και πειθαρχία, στη βάση ενός συνολικού σχεδίου που θα γεφυρώνει πειστικά το κόστος τους με το όφελος από την ολοκλήρωσή τους και θα μπορέσει να διεκδικήσει τη στήριξη του μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού. Γιατί χωρίς αυτήν τη στήριξη, η χώρα δεν βγαίνει από τα τραγικά αδιέξοδά της.