Πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας. Η ώρα που η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κλείσει το κεφάλαιο της αξιολόγησης και να ανοίξει το επόμενο, που είναι και το πιο δύσκολο. Της εφαρμογής των μέτρων.
Είναι λογικό ένα ερώτημα να βασανίζει το σκεπτόμενο πολίτη: Θέλει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την αξιολόγηση; Αν πράγματι την επιδιώκει, γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ; Γιατί κάτι που μπορούσε κι έπρεπε να το κάνει στα τέλη Οκτωβρίου του 2015, το άφησε σε εκκρεμότητα άλλους έξι μήνες; Δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ενώ είχε ήδη υπογράψει το δικό του μνημόνιο, ακυρώνοντας στην πράξη τις αντιμνημονιακές εξαγγελίες του. Συνεπώς δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πολιτικό κόστος αν τον Οκτώβριο έκλεινε την αξιολόγηση του προγράμματος, εκμεταλλευόμενος και την εσωστρέφεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και την ανοχή που δείχνουν οι πολίτες σε μία νεοεκλεγμένη κυβέρνηση.
Έτσι σήμερα, με τα σημάδια της φθοράς έντονα, η συγκυβέρνηση καλείται να συμφωνήσει στη λήψη μέτρων ύψους 5,5 δισ. κατά δήλωση δική της. Το τονίζω αυτό, γιατί πάντα οι κυβερνητικές ανακοινώσεις έχουν έναν τόνο υπεραισιοδοξίας, που διαψεύδεται στη συνέχεια. Πολύ δε περισσότερο που οι απαιτήσεις του ΔΝΤ ανεβάζουν το ύψος των απαιτούμενων μέτρων στα 7 περίπου δισ. και επιπλέον την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού 2016 – 2018.
Παρουσιάζει λοιπόν ενδιαφέρον η κατάληξη όλης αυτής της διαδικασίας, που αγωνιωδώς προσπαθεί να τη συνδέσει η κυβέρνηση με την προσφυγική κρίση. Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει -όπως προκύπτει από ακριτομυθίες ευρωπαίων πολιτικών- είναι να εφαρμοσθεί η συμφωνία σταδιακά και η εκταμίευση των δόσεων να εξαρτάται από την πορεία της υλοποίησής της. Βέβαια, αυτή η επιθυμία ευρωπαϊκών πολιτικών κύκλων -που γίνεται σαν χειρονομία “καλής θέλησης” για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα λόγω του προσφυγικού- προσκρούει σε δύο εμπόδια. Στην πιθανή άρνηση μερικών ευρωπαϊκών κοινοβουλίων να εγκρίνουν αυτήν τη μεθόδευση και λόγω της έντασης που επικρατεί από τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο προσφυγικό και από τη σταθερά τεχνοκρατική αντιμετώπιση της αξιολόγησης από το ΔΝΤ, με αιχμή των ενστάσεών του την καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις.
Έτσι, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ -με σημαντικά μειωμένη τη στήριξή της από τον ελληνικό λαό, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- καλείται να λάβει μέτρα 5,5 δισ. ευρώ τουλάχιστον, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τα πολιτικά και κοινωνικά της ερείσματα. Στο εύλογο ερώτημα “και αν δεν συμφωνήσει, αν οδηγηθούμε σε σύγκρουση, τι θα γίνει;”, η απάντηση είναι: καταστροφή για τη χώρα, καταστροφή για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι νομίζω ολοφάνερο πως οι σημερινές συνθήκες ουδεμία σχέση έχουν με αυτές του 2015, όταν η πολιτική αποδοχή της νέας κυβέρνησης ήταν σημαντική και όταν ο αντιμνημονιακός λόγος ήταν ακόμα νωπός. Το 2016 έχουμε μία πρόωρα γερασμένη κυβέρνηση με περιορισμένες αντοχές και κυρίως έχουμε μερικούς εταίρους που περιμένουν εναγωνίως την επανάληψη του περσινού σκηνικού της ρήξης, για να δώσουν τη λύση που αυτοί επιθυμούν στο ελληνικό πρόβλημα.
Όλα αυτά είναι γνωστά στα κυβερνητικά στελέχη, που αντιλαμβάνονται πως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι μονόδρομος πλέον για τη χώρα. Οποιοδήποτε άλλο βήμα θα μας οδηγήσει σε εθνική περιπέτεια.