Τα μπλε, πράσινα και άλλα χρωματιστά καφενεία εξαχνώθηκαν

Νίκος Γκιώνης 13 Ιαν 2016

Με αφορμή την ανάδειξη του  Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ, αναπτύχθηκαν  κάμποσες  απόψεις  που από  την έντασή τους  και  μόνον  φανερώνουν τις παραδεκτές παλινδρομήσεις  του πολιτικού συστήματος  και τις εναγώνιες προσπάθειές του  να αποκτήσει  πιο στέρεες  και  επωφελείς παραμέτρους. Άλλωστε η πρώτη μεγάλη αλλαγή  στα συνήθη , είχε εμφανιστεί με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα  πρόκειται  για μια , στην σειρά , αλληλουχία  αναζητήσεων παντού, άλλοτε με αιτία  κι άλλοτε χωρίς φανερό αιτιώδη λόγο.

Πάντως  σε  μιαν εποχή, όπου ακόμα  κι ο ΣΥΡΙΖΑ ομολογεί  την άτσαλη και επώδυνη  προσαρμογή του στον ρεαλισμό, η  επαναφορά  εκ μέρους  της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ – περισσότερο –  και  των στελεχών της ΔΗΜΑΡ – λιγότερο –  ενός απηρχαιωμένου και ξεπερασμένου πολιτικού λόγου με έντονα  αντισυναινετικά, αντιαστικά  χαρακτηριστικά με  προσχηματικό μανδύα την παλαιά εθνικοφροσύνη και το ανέγγιχτο παρθένο του κρίνου των μπλε και πράσινων καφενείων της θολής πολιτισμικά δεκαετίας του 1980 ή συχνότερα- επίσης – την διασταλτική ερμηνεία του νεοφιλελευθερισμού, ως αρμοκαλύπτρου  κάθε  επώδυνης αλλαγής ή μεταρρύθμισης, δεν οδηγεί στην ανεύρεση της προσφορότερης οδού αναζήτησης μιας εθνικά και ιδεολογικά ανασυγκροτημένης Σ/δημοκρατίας.

Ο λόγος της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, είναι επιπλέον επίμονα  αυτοαναιρετικός της δικιάς του πρόσφατης – κατά το μάλλον ορθής – στάσης στα κυβερνητικά  δρώμενα από το 2009 και δώθε. Πολλώ δε  μάλλον, που στελέχη του – της Προέδρου περιλαμβανομένης –  άσκησαν κυβερνητικά  καθήκοντα στις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά. Συνεπώς εγνώριζαν και γνωρίζουν τα πράγματα, για να παρουσιάζουν αυτόν τον αχρείαστο μανιχαϊστικό λόγο που παραπέμπει στις περί φωτός και σκότους, απόψεις του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα. Ακόμα  διακρίνεται μια  υφέρπουσα  στοχοποίηση, όλων όσοι δίχως να ανήκουν ή να ψηφίζουν την παράταξη του συντηρητικού αστισμού, βλέπουν με αναλυτικό ενδιαφέρον τις αλλαγές, που επιχειρούνται να συντελεστούν σ’ αυτή και προσπαθούν να διακρίνουν παρόμοιες  κινητικότητες  ή – αντίθετα – επιμένουσες στασιμότητες  στους υπόλοιπους ευρύτερους χώρους.

Είναι μια  συλλογιστική, που ελάχιστη συνάφεια  έχει με τα κελύφη της ιδρυτικής Σ/δημοκρατίας του Ζορές και μετά  του Κάουτσκι, με την προσήλωση και την συναινετικότητα του Σμιτ και του Σρέντερ, αλλά  και με  την πολιτική – τότε – καινοτομία της επιλεκτικής προγραμματικής σύμπλευσης Μόρο – Μπερλινγκουέρ.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η ατομικότητα ως ψυχική κινητήρια μηχανή που έδωκε ο Φρόιντ κατίσχυσε της κοινωνικής – αποκλειστικά  και μόνο – μαζοποίησης  σε ταξικότητες  που μελέτησε ο Μάρξ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κι αυτό δεν ισχύει. Απλώς όπου και όταν  ισχύει είναι από κοινού με την ξεχωριστή προσωπικότητα, εν προκειμένω  του όποιου επικεφαλής του όποιου κόμματος.

Σήμερα, όπως και είναι φυσικό, η Συμπαράταξη  και ο εκφερόμενος λόγος της έχει την μεγάλη σφραγίδα – σε μέγεθος επισημότητας – της κ.Γεννηματά , όπως άλλοτε συνέβαινε με τον κ.Βενιζέλο, τον κ. Σημίτη , κοκ. Προφανώς, το ίδιο γίνεται παντού και η άποψη του επικεφαλής είναι – εκ των πραγμάτων –  η άποψη του φορέα, αλλιώς η συνύπαρξη προσωπικότητας – συλλογικότητας, είναι ανέφικτη.

Η αντίληψη, που διακονεί – συχνά  καλυμμένα, αν και όχι πάντοτε – η ηγεσία της επίσημης υπαρκτής  Σ/δημοκρατικής Παράταξης  είναι ένας ιδιότυπος  διμέτωπος  ανώφελος  εθνικά, που θυμίζει μερικώς  τον αλλιώτικο διμέτωπο του Γ. Παπανδρέου προς τον Καραμανλή  και τον Ηλιού. Ως παρούσα  ρητορική ανεπικαιροποιεί τους  βαθμούς  ελευθερίας τόσον της σύγκλισης όσο και της διαφωνίας, οδηγώντας σ΄ έναν μικροχώρο περίκλειστο σαν κι αυτούς, που έχουν οι ορκισμένες  δογματικές στερεότυπες και ξύλινες σέχτες, με  πρόσχημα μια ψευδεπίγραφη  παρελθοντική ιδεοκρατία –  αντίθετη στο ευρύχωρο πλαίσιο του ιδεολογήματος –  και σε παράλληλη  ράγα με την ιδεοληπτική εμμονικότητα.

Σε  καταστάσεις  εθνικών αναγκών δεν χρειάζεται κάποιος να είναι κρυφοκάτι για να διατηρήσει ανύπαρκτα ποσοτικά διακυβεύματα, κρυφοΣΥΡΙΖΑ   ή  κρυφοΝΔ.

Οφείλει  να  είναι στην πρωτοπορία της εθνικής  χρησιμότητας, στην κορυφή της λογικής, στο ευρύ και ευέλικτο πλαίσιο των αρχών του, στον αντίποδα της στερεοτυπικής ξύλινης και απρόσφορης βεβαιωτικής  εμμονής.

Και πάντως η παλιά  άποψη «πας μη Έλλην  βάρβαρος»  –  και στις παραλλαγές της – δεν ωφέλησε ποτέ τις αναζητήσεις ιδεών και τις συνθέσεις τους. Η  επιμόνως  διερευνούσα  ελληνική Σ/δημοκρατία  , μόνο «ψάχνοντας  στο  μάγμα των σημασιών της και του επίκαιρου νοήματός της» ( Κ.Καστοριάδης – Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας)  μπορεί αδογμάτιστα  να βρει  το νήμα της, αλλιώς  θα  πάρει καιρό  να συσταθεί ως ζων και αληθινά δρων πολιτικός οργανισμός.

 

Υ.Γ. Αυτονόητο, για την άρση κάθε πιθανής παρεξηγήσεως πως τα παραπάνω δεν είναι παρά  οι απόψεις μου, για  κάποια απ’ όσα συμβαίνουν – ή όχι – στους  κομματικούς χώρους της  ελληνικής  Σ/δημοκρατίας.