Η αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων ξεκινά από τη διάκριση ανάμεσα σε αυτές που προτάσσουν την ανάγκη να μείνουμε στην Ευρώπη και σε αυτές που αρνούνται την ανάληψη δεσμεύσεων
Από τη μεταπολίτευση και μετά η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας διαμορφώθηκε στη βάση των ιδεολογικών διαφορών των κομμάτων από την άκρα Αριστερά έως την άκρα Δεξιά, διάταξη απολύτως φυσιολογική και δικαιολογημένη. Υπό τις συνθήκες όμως της σημερινής οικονομικής αλλά και πολιτικής κρίσης σημειώνονται εκτεταμένες ανακατατάξεις (ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, διαγραφές από τα κόμματα κλπ.). Στο επίκεντρο της σχετικής αντιπαράθεσης βρίσκεται η θέση των βουλευτών και εν γένει των πολιτικών δυνάμεων του τόπου απέναντι στα μνημόνια και στις δανειακές συμβάσεις με την τρόικα.
Η φιλομνημονιακή ή αντιμνημονιακή θέση έχει όμως γενικότερη σημασία και δεν αφορά τα επιμέρους προβλεπόμενα μέτρα των μνημονίων. Αφορά το πνεύμα που βρίσκεται πίσω από αυτά και που επιβάλλει την ανάγκη λήψης κάποιων μέτρων για την εξυγίανση των δημοσιονομικών πραγμάτων της χώρας, ώστε να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τούτο συνδέεται αναγκαίως (το λέει ο κοινός νους) με ορισμένες δεσμεύσεις της χώρας. Τελικά, πρόκειται για φιλοευρωπαϊκή και όχι για φιλομνημονιακή πολιτική.
Η εξυγίανση των δημοσιοοικονομικών της χώρας δεν έχει ιδεολογικό χρώμα (αριστερό, δεξιό ή ό,τι άλλο). Είναι θέμα της απλής λογικής. Αφετηρία και βάση της είναι να υπάρχει ένας λίγο-πολύ ισοσκελισμένος προϋπολογισμός που απαιτεί και αύξηση των εσόδων (ιδίως πάταξη της φοροδιαφυγής), αλλά και μείωση των κρατικών δαπανών. Ορισμένα από τα μέτρα που προβλέπονται για τη μείωση των κρατικών δαπανών είναι ασφαλώς άδικα, ιδίως αυτά που προβλέπουν οριζόντιες περικοπές αποδοχών και πλήττουν χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Η τρόικα και οι εταίροι μας στην Ευρώπη δεν μπορεί να είχαν αντίρρηση να επιτευχθεί ο ίδιος δημοσιονομικός στόχος με άλλα δικαιότερα μέτρα που εμείς θα επιλέγαμε. Το αποτέλεσμα τους ενδιαφέρει.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι μείωσης των δαπανών, που όμως θίγουν συμφέροντα και γι’ αυτό δεν τα αποφασίζουμε. Γι’ αυτό υπάρχει η δικαιολογημένη δυσπιστία των ξένων. Χάσαμε, δυστυχώς, την αξιοπιστία μας. Αντί να κατηγορούμε τους ξένους, ας κάνουμε και λίγη αυτοκριτική. Οτι παράλληλα με τη δημοσιονομική εξυγίανση χρειάζεται και λήψη αναπτυξιακών μέτρων (κυρίως για την αντιμετώπιση της ανεργίας) κανένας δεν το αρνείται, υποθέτω ούτε και η τρόικα. Επομένως, πιστεύω ότι η αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων ξεκινά από τη διάκρισή τους σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η μία θα είναι η φιλοευρωπαϊκή, που θα θέλει να μείνουμε στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με τις δεσμεύσεις μας που αυτό συνεπάγεται, και η άλλη, στην οποία φοβάμαι ότι επικρατεί η συναισθηματική φόρτιση περισσότερο παρά η σύνεση, και η οποία, χωρίς να προσφέρει ρεαλιστική εναλλακτική λύση, αρνείται απλώς την ανάληψη των δεσμεύσεων. Και μέσα σε κάθε κατηγορία θα υπάρχει και πρέπει ασφαλώς να υπάρχει περιθώριο για τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις. Σε ό,τι αφορά τους βουλευτές, η ψηφοφορία της Κυριακής έδειξε ότι τα 2/3 περίπου ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και το 1/3 στη δεύτερη. Στις εκλογές που θα γίνουν, όταν γίνουν, ο λαός θα έχει πρωτίστως να κάνει την επιλογή του μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών και στη συνέχεια να δώσει το ιδεολογικό του στίγμα. Ετσι θα προκύψει μια ριζική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Χάσαμε, δυστυχώς, την αξιοπιστία μας. Αντί να κατηγορούμε τους ξένους, ας κάνουμε και λίγη αυτοκριτική.
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών