Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας (1987) και τηλεόρασης (1989), η ελληνική πολιτική τάξη δεν έχει συμβιβαστεί με αυτό που συμβαίνει σε όλον τον δημοκρατικό κόσμο: την ύπαρξη μεντιακών επιχειρήσεων που λειτουργούν ανεξάρτητα από τα κόμματα και τους πολιτικούς.
Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η κατάσταση ήταν απλή: για κάθε κόμμα υπήρχαν εφημερίδες που το υποστήριζαν, η δημόσια ραδιοτηλεόραση ήταν λάφυρο του κόμματος που κέρδιζε την εξουσία, όπως και όλο το υπόλοιπο κράτος άλλωστε. Τότε προέκυψε το περιώνυμο «Σκάνδαλο Κοσκωτά», η δεύτερη προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου να αποκτήσει απολύτως ελεγχόμενο συγκρότημα Τύπου μέσω του απατεώνα Γιώργου Κοσκωτά που αγόραζε σαν κουλούρια εφημερίδες, σταθμούς και περιοδικά με χρήματα που έκλεβε από την Τράπεζα Κρήτης. Από τα πολλά κλεμμένα, 2.000.000 δολάρια είχαν καταλήξει σε λογαριασμό του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα, που πέθανε από εμβολή στο Ειδικό Δικαστήριο όπου είχε παραπεμφθεί.
Το Σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν η αιτία που διερράγησαν την περίοδο 1987-1988 οι σχέσεις Ανδρέα Παπανδρέου με τους εκδότες Χρήστο Λαμπράκη, Γεώργιο Μπόμπολα, Κίτσο Τεγόπουλο. Δύο-τρία χρόνια αργότερα θα διαρραγούν οι παραδοσιακές σχέσεις Καθημερινής – ΝΔ λόγω της σύγκρουσης Αριστείδη Αλαφούζου – Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με εμφανή αιτία την άρνηση του τότε πρωθυπουργού να επιτρέψει τη δημιουργία του τηλεοπτικού Σκάι. Εν τω μεταξύ, το 1989 είχε νομοθετηθεί η λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΝΔ -Συνασπισμού. Είχαν δοθεί μόνο δύο άδειες για σταθμούς εθνικής εμβέλειας στις οποίες μετέχουν συνεταιρικά όλοι οι τότε εκδότες αθηναϊκών εφημερίδων.
Αλλά επικρατεί το χάος: όποιος προλαβαίνει ιδρύει ραδιοφωνικό ή/και τηλεοπτικό σταθμό και αν έχει πολιτική στήριξη στη Νέα Δημοκρατία που κυβερνά τότε (1990-93) ή στο ΠαΣοΚ που ακολουθεί καταφέρνει να τον κάνει εθνικής εμβέλειας. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί νομιμοποιείται το 1995 με τον «νόμο Βενιζέλου» που υποτίθεται ότι επιχειρεί να ρυθμίσει το άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο – αλλά στην πραγματικότητα θέλει να εξασφαλίσει ξανά τον πολιτικό έλεγχο των μέσων.
Η φιλοσοφία του νόμου, που την ασπάζονται όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της εποχής, είναι απλή: τα μέσα επικοινωνίας αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία. Εχοντας ισχυρή επίδραση στην κοινή γνώμη, πιέζουν τους πολιτικούς να δώσουν έργα και προμήθειες του Δημοσίου σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Διότι, όπως είναι πασίγνωστο, οι έλληνες πολιτικοί δεν χρηματίζονται – αλλά όταν τους απειλούν με αποκαλύψεις ότι θα τους καταστρέψουν την πολιτική καριέρα, υποχωρούν προκειμένου να συνεχίσουν να προσφέρουν τις ανιδιοτελείς και πολύτιμες υπηρεσίες τους στην πατρίδα. Πρόκειται για την περίφημη «θεωρία της διαπλοκής» που οδήγησε στη νομοθεσία περί «βασικού μετόχου» (που καθιερώθηκε και συνταγματικά) και ουσιαστικά απαγόρευε κάθε συνέργεια των μέντια με τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα, διότι σε αυτή την περίπτωση ο επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να αναλαμβάνει κρατικές δουλειές.
Είχα επανειλημμένα υποστηρίξει κατά την περίοδο 1995-2005 (την εποχή που είχε νόημα να υπάρχουν άδειες, το εξηγώ παρακάτω) ότι ο κατακερματισμός του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και η μη αδειοδότηση των σταθμών εξυπηρετούσαν το συμφέρον κομμάτων και πολιτικών που ήθελαν να έχουν απέναντί τους αδύναμα μέντια. Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπήρχαν τόσο πολλοί σταθμοί, δεν μπορούσε να τους συντηρήσει η διαφημιστική αγορά – δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν ισχυρά και ποιοτικά μέσα. Και η μη αδειοδότηση καθιστούσε τους σταθμούς ευάλωτους στην απειλή ότι θα προκηρυχθεί διαγωνισμός για την παραχώρησή τους, όπως συμβαίνει τώρα.
Ημουν μέλος του ΕΣΡ το 2000 όταν επρόκειτο να κριθούν οι αιτήσεις σταθμών που διεκδικούσαν άδειες εθνικής εμβέλειας. Η νομική υπηρεσία μάς ενημέρωσε ότι δεν μπορούσαν καν να συζητηθούν οι αιτήσεις διότι ούτε μία δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε θέσει το υπουργείο Τύπου. Προκηρύχθηκαν εν νέου οι άδειες επί κυβερνήσεως Καραμανλή, ξανά δεν δόθηκαν: η πολιτική τάξη θέλει να έχει υπό τον έλεγχό της τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα αφού της δίνει αυτή τη δυνατότητα το εμφυλιοπολεμικό Σύνταγμα του 1952 -το μοναδικό Σύνταγμα δημοκρατικής χώρας που προβλέπει ότι «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους». Διατύπωση που δεν άλλαξε στις τέσσερις μεταπολιτευτικές συνταγματικές αναθεωρήσεις, απλώς αυτός ο άμεσος έλεγχος ανατέθηκε στο ΕΣΡ το 2001.
Σήμερα η κυβέρνηση επικαλείται αυτά τα επιχειρήματα (που σε εμένα είχαν κοστίσει τον χαρακτηρισμό του «οργάνου της διαπλοκής» εκείνη την εποχή) για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: να καθυποτάξει ή και να κλείσει υπάρχοντα μέσα που θεωρούνται ισχυρά (και ας έχουν καταρρεύσει οικονομικά) και να δημιουργήσει νέα, κατά τη λογική του Ανδρέα Παπανδρέου την εποχή του Κοσκωτά.
Καταρχήν ο πολιτικός έλεγχος των τηλεοπτικών σταθμών επιτείνεται με τη διάταξη ότι ο εκάστοτε αρμόδιος για τα θέματα Τύπου υπουργός αποφασίζει για το πόσες άδειες, τι είδους και σε ποιες τιμές θα δίνονται. Η ανάγκη αδειών εκπομπής (που υπήρχε σε όλες τις χώρες του κόσμου κάποτε) προέκυπτε από την «σπάνι των συχνοτήτων»: στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα χωρούσε συγκεκριμένος αριθμός σταθμών. Η ψηφιακή τεχνολογία κατήργησε αυτόν τον περιορισμό, είμαστε στην εποχή της αφθονίας, μπορούν να υπάρχουν χιλιάδες σταθμοί: επίγειας λήψης, δορυφορικοί, ιντερνετικοί, webtv ή iptv.
Αλλά εδώ νομοθετούμε ενάντια στην τεχνολογία γιατί προέχει η βουλιμία για εξουσία: όποιος θέλει να ιδρύσει σταθμό θα πρέπει να απευθυνθεί πρώτα στον υπουργό για να τον πείσει να προκηρύξει σχετικό διαγωνισμό – με επιχειρήματα που υποθέτουμε όλοι το είδος τους. Ο νυν αρμόδιος κ. Παππάς παραχωρεί στη Βουλή το δικαίωμα να αποφασίσει για την πρώτη μόνο φορά. Και θα γελοιοποιήσει ξανά τη Βουλή των Ελλήνων, όπως έγινε με τη συνταγματική διάταξη περί «βασικού μετόχου» που καταργήθηκε με απλή επιστολή «κατώτερου υπαλλήλου» της ΕΕ και κανείς πολιτικός δεν ντρέπεται που υπάρχει ακόμη στο Σύνταγμα.
Πρωτοφανής είναι και η ιδέα πλειστηριασμού των αδειών ψηφιακής εκπομπής: τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ενίσχυσαν οικονομικά τους σταθμούς για να περάσουν στην ψηφιακή τεχνολογία. Γιατί θεωρούν την τηλεόραση πρωτίστως πολιτισμικό αγαθό και όχι όπλο λυσσαλέας κομματικής σύγκρουσης. Και βεβαίως δεν πωλούν τις άδειες, εισπράττουν κάποιο ποσοστό από τα έσοδά τους, όπως συνέβαινε (και σε εμάς) την εποχή της αναλογικής τηλεόρασης.
Ολα όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή με τις άδειες επαναλαμβάνουν τις αθλιότητες του 1995, του 2001, του 2005: την προσπάθεια της πολιτικής ελίτ να ελέγξει τα μέσα επικοινωνίας. Τα κόμματα διαφωνούν με τις υπερεξουσίες του υπουργού αλλά είναι έτοιμα να συμφωνήσουν με τις απαράδεκτες διαδικασίες της προκήρυξης και της πώλησης εφόσον ανατεθούν στο ΕΣΡ. Διότι γνωρίζουν ότι εκεί (μετά την αύξηση του αριθμού των μελών του) θα εκπροσωπούνται και θα μπορούν να παζαρεύουν και αυτά με τους ενδιαφερομένους για τον αριθμό, το είδος των αδειών και το αντίτιμό τους.
Η πρόσβαση πρέπει να είναι ανοιχτή: ας τεθούν κάποιοι ελάχιστοι όροι που να εγγυώνται την αξιοπιστία των επιχειρήσεων, που θα ελέγχονται από το ΕΣΡ. Αυτό θα πρέπει μετά να υποχρεώνει τον φορέα του δικτύου (Digea ή ΕΡΤ ή άλλο) να εντάσσει τον σταθμό στο «μπουκέτο» του. Αποστολή του ΕΣΡ πρέπει να είναι ο εμπλουτισμός της ραδιοτηλεοπτικής παραγωγής και όχι ο περιορισμός ή η αστυνόμευσή της.
Αυτό επιτάσσουν η λογική και η δημοκρατία – και το επιτρέπει η τεχνολογία. Αντ’ αυτού μαθαίνουμε πως, όπως άλλες επιχειρήσεις φεύγουν για τη Βουλγαρία, κάποιοι σταθμοί ετοιμάζονται να μετακομίσουν στην Κύπρο, από όπου θα έχουν το δικαίωμα να εκπέμπουν στην Ελλάδα με βάση τους κανόνες της ΕΕ. Και θα διχαστεί μετά η πολιτική μας ελίτ αν, για να αντιμετωπιστεί η διαπλοκή και να σωθεί η δημοκρατία, θα πρέπει να επαναφερθεί το αίτημα της «Ενωσης» ή να αποχωρήσουμε από την αντιδημοκρατική ΕΕ.
Ο εξαετής ανελέητος κομματικός πόλεμος για την εξουσία συνεχίζεται. Θα σωρεύσει και άλλα ερείπια δίπλα σε όσα δημιούργησε ως τώρα. Ωσπου να μη μείνει τίποτε όρθιο;