Σε μια επιδεικτική αλλά μάλλον άστοχη δήλωσή του, με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκος Ανδρουλάκης είπε πως «εμείς δεν θα δέσουμε τα κορδόνια της Νέας Δημοκρατίας».[1] Προφανώς η δήλωση έγινε για να αξιοποιηθούν αντιπολιτευτικά οι εκ των δεξιών αναταραχές και «διαρροές» της ΝΔ, ενόψει της ψήφισης του επίδικου νομοσχεδίου. Αλλά, και στο επόμενο θέμα της παιδείας, η διαφαινόμενη στάση του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί ερωτηματικά. Αυτή την περίοδο, μπαίνει στην τελική ευθεία της παρουσίασης, της σχετικής διαβούλευσης και της ψήφισης το νομοσχέδιο για την ίδρυση των «μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ». Η νομική πλαισίωσή του νομοσχεδίου, κυρίως με την πρωτοβουλία του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Βασιλείου Σκουρή, φαίνεται να λύνει ζητήματα αντιστοιχίας, αναλογίας και εναρμόνισης του εθνικού δικαίου με το Ενωσιακό δίκαιο, κυρίως σε ό,τι αφορά την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε «μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά» πανεπιστημιακά Ιδρύματα, με παράλληλη αναγνώριση ισοτιμίας σε ακαδημαϊκούς τίτλους και σε επαγγελματικά δικαιώματα.[2]
Επίσης, απ’ όσα στοιχεία έχουν δει έως τώρα το φως της δημοσιότητας, μια παράλληλη εξέλιξη θα είναι η δυνατότητα σύμπραξης των ελληνικών ΑΕΙ με Πανεπιστήμια της αλλοδαπής, που εδρεύουν σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ ή σε χώρες -συμβαλλόμενα μέλη της GATS · συμπράξεις, δηλαδή, που ήταν, ήδη, σύμφωνες με το ελληνικό Σύνταγμα, και, σε μεγάλο βαθμό, εφαρμόζονταν από τα ελληνικά ΑΕΙ, στο πλαίσιο του ενιαίου και διευρυμένου χώρου ευρωπαϊκής εκπαίδευσης και έρευνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πέρα από την τύχη των «μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών» ΑΕΙ, με την ευκαιρία του νομοσχεδίου καλό θα ήταν να τεθούν σε διάλογο ορισμένα κεντρικά ζητήματα, που απασχολούν τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ. Ενώ, δηλαδή, για τα «μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ», επιζητείται ένα νομικό πλαίσιο απελευθέρωσης της λειτουργίας τους, τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ παραμένουν εγκλωβισμένα σε ανελαστικές νομικές ρυθμίσεις και σε γραφειοκρατικές μορφές οργάνωσης. Τα εκατομμύρια που θα μπορούσαν να διοχετευθούν στην παραγωγή νέας γνώσης και έρευνας σπαταλώνται ακόμη στις ανάγκες ενός πολύπλοκου και διαρκώς διευρυνόμενου γραφειοκρατικού μηχανισμού. Η υποχρηματοδότηση, τέλος, δεν αποτελεί εγγύηση για την περίφημη «ανταγωνιστικότητά» τους, έτσι όπως την εννοεί η κυβέρνηση.
Σε πολιτικό επίπεδο, αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν η στάση του ΠΑΣΟΚ απηχεί ή αν ενδεχομένως συμπυκνώνει την ευρύτερη στρατηγική του ενόψει των επικείμενων νομοσχεδίων. Θα περιμέναμε, δηλαδή, από το ΠΑΣΟΚ να θέσει αυτά τα ζητήματα στη δημόσια σφαίρα – και, όχι, απλώς να συνταχθεί με το προ-αποφασισμένο «Ναι» (για τα ομόφυλα ζευγάρια) ή απλώς με το εξίσου προ-αποφασισμένο «Όχι» (για τη «μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια) της υπόλοιπης αντιπολίτευσης. Οι μεταρρυθμίσεις, ιδίως για ένα κόμμα που ανήκει στη θεσμική και δομική αντιπολίτευση, δεν είναι ένα θέμα συγκυριακών ρωγμών της κυβέρνησης αλλά ένα πεδίο προωθητικών συναινέσεων, προγραμματικών συμφωνιών, ενδεχομενικών διαφωνιών και, πάντως, κοινωνικών συμμαχιών. Προφανώς, η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών από την αντίστοιχη τεκνοθεσία δεν σχετίζεται με κάποια λυμένα κορδόνια αλλά με ορισμένα άλυτα ζητήματα, που περιμένουν τη νομοθετική ρύθμισή τους. Και, επίσης, προφανώς, η διεθνώς κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή θέση των δημόσιων ΑΕΙ δεν τα εμποδίζει να πρωταγωνιστήσουν σε ένα νέο τοπίο εκπαίδευσης και έρευνας, στο οποίο, η παιδεία θα πρέπει να εξακολουθήσει να είναι κατοχυρωμένο «δημόσιο αγαθό».
Το τι είναι όμως και το τι δεν είναι ένα «κοινό αγαθό» δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη νομική μορφή των Ιδρυμάτων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο David Bollier, «ασφαλώς η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι επίσης ένα στίβος ανταγωνισμού» αλλά «η γνώση δεν πρέπει να καθίσταται προϊόν ιδιοκτησίας», εμπορευματικής πίεσης και αγοραίων συναλλαγών. «Αυτή είναι η πραγματική αξία του κοινού στην ακαδημαϊκή κοινότητα : η αποτελεσματικότητά του στην τήρηση της ηθικής επιστημοσύνης».[3] Τα πανεπιστήμια δεν πρέπει να είναι χώροι εξυπηρέτησης της εταιρικής έρευνας και ιδιωτικών συμφερόντων. Το αν θα είναι «κρατικά» ή «μη κρατικά» είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Όπως πρόσφατα έχει υποστηρίξει ο Νίκος Αλιβιζάτος θα μπορούσε, άλλωστε, «η ρύθμιση του καθεστώτος των πανεπιστημίων –δημόσιων και ιδιωτικών- να αφεθεί στον κοινό νομοθέτη, μέσα στο πλαίσιο ενδεχομένως, ορισμένων γενικών αρχών -όπως η υποχρεωτική αυτοδιοίκησή τους-τις οποίες μπορεί να θέτει το Σύνταγμα».[4] Το πραγματικό πρόβλημα είναι αν τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα προσφέρουν την παιδεία ως «κοινό δημόσιο αγαθό» και αν εμποδίζουν σθεναρά την ενδεχόμενη «ιδιωτικοποίηση της γνώσης» · όχι τον φορέα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται σοσιαλδημοκρατικό, οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να υπαγορεύονται από το παλαιό δίλημμα για τον εξαναγκαστικό χαρακτήρα της κυριαρχίας ή για τον συναινετικό χαρακτήρα της ηγεμονίας. Τόσο η κυριαρχία όσο και η ηγεμονία συνυπάρχουν, καλώς ή κακώς, μέσα στις ίδιες (και ομόχρονες) συνθήκες, που παράγουν την πολιτική της συγκυρίας. Σε αυτή τη διαδικασία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να επικαλείται το ΠΑΣΟΚ κάποια «κορδόνια» ως άλλοθι. Υπάρχουν μόνο οι προοδευτικές και πειστικές θέσεις · και, πάντως, όχι οι αναχρονιστικές «καταλήψεις», που, εκ του αποτελέσματος, διευκολύνουν την κυβέρνηση για να επιδεικνύει το απολιθωμένο «κλειστό Πανεπιστήμιο». Κάποτε, στη Χαριλάου Τρικούπη, ο εκσυγχρονισμός ήταν το ανάχωμα απέναντι σε όλα εκείνα τα συμφέροντα, που μετέτρεπαν τις αναγκαίες και μείζονες μεταβολές της κοινωνικής οργάνωσης σε ένα επίπεδο διεκδικήσεων με σχεδόν ατομικό και κλαδικό χαρακτήρα. Τι απέγινε αυτή η δύναμη της κοινωνικής αλλαγής και της μεταρρύθμισης ; Μήπως, εκτός από τα γραφικά λυμένα κορδόνια υπάρχουν τελικά και ορισμένα στενά παπούτσια ;
[3] David Bollier, Κοινά. Μια σύντομη εισαγωγή, μτφρ, Γιώργος Θεοχάρς, επιστ. επιμ. Γιώργος Παπανικολάου, επίμετρο Ανδρέας Καρίτζης, Angelus Novus, Αθήνα, 2016, σ. 105-106.