Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 16 Ιουν 2015

Το επίκαιρο τηλεοπτικό «επεισόδιο» του καβγά μεταξύ του Γρηγόρη Ψαριανού και της Θεανώς Φωτίου υπενθύμισε σε όλους μας  τη σημασία της λεκτικής βίας στα χρόνια της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, εδώ και καιρό, διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο πολιτικής αντιπαράθεσης: «γερμανοτσολιάδες», «εθνοπροδότες», «δωσίλογοι», «κουίσλιγκς», «μερκελιστές», «πέμπτη φάλαγγα», «εκπρόσωποι των δανειστών», «τρόικα εσωτερικού» κ. ά. Στη χυδαία εκτροπή του, ο λόγος αυτός ενισχύθηκε πρόσφατα από το κοινοβουλευτικό «Κάμα Σούτρα» του ψεκασμένου υπουργού κ. Καμμένου, ο οποίος, στην ομιλία του στη Βουλή, υπέδειξε τη σεξουαλική μεταφορά της «μνημονιακής» στάσης των αντιπάλων του: «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα»![1]

Εκκινώντας από την απολυτοποίηση της διαίρεσης μνημόνιο/αντιμνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε σταδιακά σε ένα ρητορικό εξτρεμισμό, που αξιοποιεί επιλεκτικά είτε τη «μουμιοποίηση της ιστορίας» του ’40-’50, είτε τα γνώριμα στερεότυπα του εθνολαϊκιστικού αντιδυτικισμού. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι όλα αυτά λέγονται την ίδια ώρα που, παρ’ όλη τη δραματοποίηση της «εθνικής υπερηφάνειας», ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να υπογράψει άμεσα (και πιθανώς να κληθεί να εφαρμόσει εξίσου άμεσα) μια «επώδυνη συμφωνία», καθ’ υπόδειξη των εταίρων και δανειστών. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν αλλάζει υποχρεωτικά την κρυφή γοητεία της δημαγωγίας. Κάτι ήξερε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που με άλλη αφορμή, έγραφε πως «η χρησιμότης της δημοκοπίας» είναι σημαντικό πολιτικό εργαλείο, «αφού εις ταύτην κυρίως πρέπει ν’ αποδοθώσιν αι εκλογικαί επιτυχίαι του λαοπροβλήτου ημών πρωθυπουργού».

Η «συμφωνία» που πιθανώς να φέρει η νέα κυβέρνηση στην ελληνική Βουλή δεν θα είναι βέβαια ο επιτυχής στόχος μιας μεταμνημονιακής προοπτικής αλλά το αναγκαστικό προϊόν του κενού στρατηγικής που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ? ενός κενού που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις προεκλογικές διακηρύξεις και στη μετεκλογική πραγματικότητα. Το να ζητάς λεφτά χωρίς μέτρα, και τελικά να φέρνεις μέτρα χωρίς λεφτά δεν είναι ακριβώς το επιθυμητό αποτέλεσμα μιας «φιλολαϊκής πολιτικής». Είναι το θλιβερό τίμημα της απροσδόκητης συνάντησης με μια σύνθετη, πολύπλοκη και σκληρή πραγματικότητα, την οποία επιδεικτικά αγνοούσε η παρούσα κυβέρνηση, σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Το πρόσφατο «σκηνικό ρήξης» που διαμορφώθηκε χθες, είναι μέρος αυτού του προβλήματος. Ακόμη και την ύστατη ώρα, διατηρώντας την αφελή εκτίμηση της «πολιτικής διαπραγμάτευσης», ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι θα πετύχει μια συμφωνία, που θα του επιτρέπει να διατηρήσει τουλάχιστον την πολιτική ηγεμονία του, αφού πλέον δεν θα μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.  Οι αργόσυρτες διαπραγματεύσεις, ωστόσο, «έκαψαν» και αυτό το επιχείρημα. Ο χρόνος τέλειωσε, τα λεφτά εξανεμίστηκαν, οι αντοχές εξαντλήθηκαν. Οι διαφορές των δύο πλευρών δεν αφορούν πλέον μόνο τα δημοσιονομικά μεγέθη (2 δις το χρόνο) αλλά την ίδια την πολιτική βούληση για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και στην Ευρωζώνη. Προφανώς απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να καταγγέλλει τους πάντες και τα πάντα, με το γνωστό τρόπο της επινόησης εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Για όλα θα φταίνε οι «παράλογες απαιτήσεις των δανειστών» και όχι οι παράλογες προεκλογικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες έχουν εγκλωβίσει την κυβέρνηση σε μια επικίνδυνη στασιμότητα και σε μια αμήχανη αμφιθυμία.

Απέναντι σε αυτό το σκηνικό, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρατεύσει και πάλι τις επιθετικές λέξεις. Ωστόσο, η «ρητορική της βίας», μια ρητορική που καλλιέργησε έναν ιδιότυπο «εμφύλιο πόλεμο» στην εποχή του Μνημονίου, έφτασε στα όρια της. Γι αυτό και οι εμπόλεμες δηλώσεις των διάφορων θερμοκέφαλων βουλευτών και εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ θα μοιάζουν, σε λίγες εβδομάδες, γραφικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Κέρδος θα είναι και αυτό. Και πάλι με τα λόγια του Ροΐδη: «Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: “Από τον ουρανόν κατέρ­χονται οι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!”».

Κάποιος λοιπόν πρέπει να εξηγήσει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο καιρός των «κεραυνών του λαού» και των θριαμβευτικών δημοσκοπήσεων τελειώνει. Μετά την οριακή εμπλοκή του στις διαπραγματεύσεις, ο κ. Τσίπρας πρέπει να αποφασίσει οριστικά αν θέλει να είναι πρωθυπουργός με φόντο τις Βρυξέλλες ή με φόντο ένα νέο Καστελόριζο. Δεν ξέρω πώς θα αντιμετωπίσουν τις τελικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις του όσοι νόμιζαν πως το παιχνίδι της διαπραγμάτευσης θα μοιάζει με ιστορική φάρσα, σκηνοθετημένη ανάμεσα στον ηττημένο Γράμμο και στο αυτοκτονικό Κούγκι. Αυτό που ξέρω είναι πως, μετά από ένα τόσο μακρύ διάστημα ύφεσης και κρίσης, η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει πια με τα «λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Τα τελευταία, ήταν καλά για τις «αυλές και τα μπαλκόνια» αλλά θα είναι εντελώς άχρηστα για τους λογισμούς και τους λογαριασμούς της επόμενης μέρας.