Ηεπιλογή του Γιάνη με ένα ν ήταν μια έξυπνη επιλογή. Για δύο λόγους. Όταν οι Ευρωπαίοι αντίκρισαν πρώτη φορά τη νέα κυβέρνηση έμειναν έκπληκτοι. Όπως εκμυστηρεύονταν, περίμεναν να αντικρίσουν κάποιους νέους Ευρωπαίους ριζοσπάστες. Αντί αυτού συνάντησαν κάποιους εκπροσώπους της δημοσιοϋπαλληλίας, κάτι παλαιοκομμουνιστικών απόψεων πολιτικούς, από αυτούς που έχουν να αντικρίσουν στις χώρες τους από τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Η επιλογή Βαρουφάκη ήταν η απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα. Την ώρα που τα σοβαρά ΜΜΕ της Ευρώπης αντιμετώπιζαν με ελαφρά ειρωνεία τις εξαντρίκ οικονομικές απόψεις του Έλληνα υπουργού, οι τηλεοράσεις και τα λαϊκά ταμπλόιντ είχαν βρει το νέο media darling. Μοντέρνο, πιασάρικο και ουάου. Και λίγο αστείο. Αλλά έτσι δεν είναι κάπως όλος ο σύγχρονος κόσμος μας; Ο δεύτερος λόγος ήταν η ίδια η αντιμνημονιακή παράνοια. Ήταν τόσο μακριά από την πραγματικότητα, τόσο μακριά από τη λογική, τα δεδομένα, τα πραγματικά γεγονότα, την απλή αριθμητική, που έκανε αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση. Χρειάζονταν λίγο χρόνο πουλώντας τρέλα για να απορροφήσουν το σοκ της πρόσκρουσης. Αυτό επετεύχθη με τη «δημιουργική ασάφεια» του υπαρκτού σουρεαλισμού. Τα δάνεια είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, δεν θέλουμε καινούργια δανεικά αλλά αξιοπρέπεια, δεν θέλουμε τη δόση, δώστε μας τη δόση, δώστε μας έστω τμήμα της δόσης, μας στραγγαλίζετε αν δεν μας δώσετε δόση, θέλουμε λεφτά, χανόμαστε.
Η περίοδος αυτή τελείωσε. Η υπερβολική έκθεση οδηγεί πάντα στην κατανάλωση και στο γρήγορο «κάψιμο». Τα media αγαπούν, αλλά αγαπούν να μισούν. Και η περίοδος της αλαζονείας διαρκεί όσο κρατάνε τα λεφτά. Όταν τελειώσουν κανείς δεν εκτιμά έναν αλαζονικό επαίτη. Μετά από 3 χαμένους μήνες επιστρέφουμε στη σκληρή πραγματικότητα. Χάσαμε τις 100 πρώτες μέρες, αυτές που υποτίθεται μια νέα κυβέρνηση κάνει ό,τι θέλει να κάνει όσο διαρκεί η πρόσφατη νίκη της, για να διασώσουμε την αντιμνημονιακή απάτη με επικοινωνιακά παιχνίδια και μάχες για το εύπιστο κοινό των τηλεοπτικών παραθύρων. Σκληρές συγκρούσεις για το αν η τρόικα θα λέγεται 3 θεσμοί, αν θα συναντιούνται οι ομάδες εργασίας στα υπουργεία ή στα δωμάτια των ξενοδοχείων. Γιατί άραγε είναι ταπεινωτικό να δέχονται οι Έλληνες αξιωματούχοι τους αντιπροσώπους των θεσμών στα γραφεία τους και δεν είναι ταπεινωτικό να παίρνουν τους φακέλους του κράτους και να τους πηγαινοφέρνουν στα δωμάτια των ξενοδοχείων; Ευτυχώς που δεν συμμετέχει στο έργο και ο Ντομινίκ Στρος Καν γιατί θα είχαμε άλλα.
Για να διασωθεί όμως το παραμύθι, η οικονομία έχει παγώσει, η χώρα βουλιάζει σταθερά, δεν μιλάμε πια για μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη αλλά για ύφεση ξανά, για ελλείμματα, για νέα δημοσιονομικά κενά, δηλαδή για νέα μέτρα. Η νέα ύφεση χρειάστηκε μόλις λίγους μήνες ακινησίας.
Την Κυριακή ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μέσω της «Αυγής» απευθύνθηκε στο κομματικό ακροατήριο. Και είπε ότι αν δεν προχωρήσουμε γρήγορα σε μια συμφωνία, θα αναγκαστούμε να πάρουμε μόνοι μας τα μέτρα που τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Αυτή η φράση είναι το τέλος όλης της αντιμνημονιακής παραζάλης που κυριαρχεί τόσα χρόνια στη χώρα. Τα μέτρα δεν τα παίρνουμε γιατί μας τα επιβάλλει κάποιος άλλος, αλλά γιατί δεν έχουμε λεφτά. Για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις σαρώνουμε κάθε ευρώ που υπάρχει στη χώρα, παίρνουμε τα λεφτά των δήμων και των ταμείων και των πανεπιστημίων. Το ίδιο το ξεχασμένο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα χρηματοδοτείτο με τα λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δόσεις μάς κράταγαν όλα αυτά τα χρόνια ακόμα και σ’ αυτό το επίπεδο ζωής που έχουμε. Η εσωτερική παύση πληρωμών είναι το υφεσιακό μέτρο. Η αφαίρεση των ρευστών από τις τράπεζες είναι υφεσιακό μέτρο. Και όλα αυτά γίνονται για να πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις του Απριλίου. Τον Μάιο;
Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει αυτή η συλλογική ψευδαίσθηση. Τα λεφτά δεν έρχονται από τον ουρανό. Δεν έρχονται με «νωπή λαϊκή εντολή». Δεν έρχονται επειδή «στις εκλογές οι Έλληνες ψήφισαν ότι είναι πλούσιοι», όπως ήδη μας ειρωνεύεται όλος ο υπόλοιπος πλανήτης. Έρχονται μόνο όταν εμείς τα δημιουργήσουμε. Όχι με «σκληρή» ή μαλακή διαπραγμάτευση, ούτε με «έντιμους» ή άτιμους συμβιβασμούς. Δεν μπορούμε να απαιτούμε αενάως δανεικά και η εποχή αυτή τελείωσε. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε τόσο καλύτερα. Το παλιό πολιτικό σύστημα έπεσε κι εδώ έξω. Δεν κατάλαβε ότι η Ευρώπη αλλάζει αυτά τα χρόνια, προχωράει σε μια μεγαλύτερη ενοποίηση που κάνει αδύνατη τη συμμετοχή χωρών που δεν είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν. Πίστεψε ότι με κουτοπονηριές, με παραμύθι, με λίγο τσαμπουκά, θα συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν. Δεν γίνεται. Κι αν μας χρηματοδοτούν από δω και πέρα, θα είναι τόσο όσο να μην είναι αυτοί υπεύθυνοι για την πτώση. Θα μας αφήσουν να φτωχαίνουμε σταθερά εντός της ευρωζώνης, ή εκτός αν αποφασίσουμε αυτοκτονικά να παραιτηθούμε.
Τις τελευταίες μέρες γίνεται μια ύστατη προσπάθεια για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας. Η οποία θα είναι δύσκολη γι’ αυτό συνοδεύεται από πυροτεχνήματα για εκλογές και δημοψηφίσματα. Οι συζητήσεις αυτές δεν έχουν νόημα. Εκτός αν το επίδικο είναι η ρήξη, η πτώχευση και η έξοδος. Και αν ο λαός αποφασίσει να ακολουθήσει στην πορεία προς τη Βόρειο Αφρική, να το κάνει με τη θέλησή του. Αλλιώς τι νόημα έχουν; Θα είναι η μοναδική περίπτωση στην ιστορία που μέσα σε 3 μήνες ένα κόμμα ζητάει να το ψηφίσουμε για να σκίσει τα μνημόνια και να το ξαναψηφίσουμε για να εφαρμόσει αυτό τα νέα.
Την ώρα που η οικονομία βουλιάζει, τα κομματικά παιχνίδια συνεχίζουν να δημιουργούν κονφούζιο, να τρελαίνουν τους εταίρους μας και να αποτρελαίνουν την κοινωνία που δεν καταλαβαίνει πια τίποτα. Ο Σύριζα θα αντιμετωπίσει τον εαυτό του και θα εισπράξει όλο το κόστος των επιλογών του.
Η συμφωνία δεν θα είναι, αν επιτευχθεί, παρά το πρώτο βήμα. Έχουμε υπογράψει πολλές συμφωνίες που δεν εφαρμόστηκαν. Αυτό που λείπει είναι η αναίρεση όλου του αντιμνημονιακού αφηγήματος. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Την ώρα που ο πρωθυπουργός οδηγείται σε μια συμφωνία, οι υπουργοί της κυβέρνησης στη Βουλή, τις ίδιες μέρες, κατηγορούν την αντιπολίτευση ότι είναι 5η φάλαγγα των εχθρών, εγκάθετοι των ξένων, υπάλληλοι των δανειστών, ραγιάδες των «κέντρων» που ζητάνε «παράδοση και υποταγή». Πέρα από τον προφανή κυβερνητικό αυταρχισμό και τη διχαστική ρητορική, πώς αυτή η πολιτική θα μετατραπεί στο αντίθετό της; Δηλαδή θα υπογράψουν συμφωνία με τους «εχθρούς»; Θα συνεργαστούν με τους «πραξικοπηματίες που εκβιάζουν τη χώρα όπως έκαναν με τον Αλιέντε»; Η κυρίαρχη ρητορική της κυβέρνησης τώρα στρέφεται εναντίον της και την εμποδίζει να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Μας επιβουλεύονται οι Ευρωπαίοι, ο ιμπεριαλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός, οι βόρειοι, οι νότιοι που είναι τσιράκια των βορείων, οι Κύπριοι που ακούνε τον Σόιμπλε, τα Μέσα Ενημέρωσης που ακούνε τη Μέρκελ, τα «μνημονιακά υπολείμματα» στον κρατικό μηχανισμό, η Νέα Τάξη, οι Λάνιστερ. Ο ορισμός της κοινωνίας που αυτοκαταστρέφεται.
Νομίζουμε ότι το σημαντικό είναι η υπογραφή μιας συμφωνίας. Αν συμβεί, θα αποτρέψει απλώς το άμεσο πιστωτικό γεγονός. Τα υπόλοιπα πρέπει επιτέλους να τα κάνουμε μόνοι μας. Εδώ, έχουμε πρόβλημα.