Καθώς έχει αρχίσει ένας νέος γύρος βασανιστικών διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους της τρόικας, έχει ενδιαφέρον να ανασκοπήσουμε την πορεία των διαπραγματεύσεων αυτών για να διαπιστώσουμε τα ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις που έγιναν. Οι διαπραγματεύσεις αυτές λαμβάνουν και παρουσιάζονται συνήθως με έναν έντονα δραματικό, ενίοτε εφιαλτικό τόνο. Θεωρούνται όχι απλώς ως μια λίγο ώς πολύ τεχνοκρατική διαπραγμάτευση, αλλά ως ένα κατακλυσμιαίο γεγονός που πρόκειται να κρίνει το μέλλον της χώρας, να φέρει ίσως τη συντέλεια του κόσμου και πάντως τη συντέλεια της Ελλάδας ενδεχομένως. Στα μάτια των πολιτών η διαπραγμάτευση σπέρνει φόβο και τρόμο καθώς η τρόικα εμφανίζεται να «απειλεί» συντάξεις, μισθούς, δικαιώματα κεκτημένα ή μη. Ουσιαστικά σημαντική μερίδα του κόσμου δεν πιστεύει καν ότι πρόκειται για διαπραγμάτευση όπου η κάθε πλευρά παρουσιάζει τις θέσεις, τις απόψεις και τα επιχειρήματά της και επιδιώκεται η αναζήτηση της κοινής συνισταμένης, του κοινού συμβιβασμού. Πολύς κόσμος τείνει να αποδεχθεί ότι οι εκπρόσωποι της τρόικας «επιβάλλουν» τις απαιτήσεις τους. Το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση έχει πάρει αυτό τον χαρακτήρα οφείλεται σε μια σειρά από λάθη που έχουν διαπραχθεί και από τις δύο πλευρές. Θα μπορούσα να συνοψίσω τα κύρια λάθη της ελληνικής πλευράς στα ακόλουθα πέντε:
1. Μη διαχωρισμός της τεχνικής και πολιτικής διαπραγμάτευσης.Αυτό υπήρξε το αφετηριακό λάθος που το επέτρεψε κυρίως η ελληνική πλευρά. Με άλλα λόγια, η τριανδρία Π. Τόμσεν, Μ. Μορς και Κλ. Μαζούχ αποτελούν υψηλόβαθμα, τεχνοκρατικά στελέχη των θεσμών της τρόικας. Δεν αποτελούν την τρόικα – Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ. Τα στελέχη αυτά διεξάγουν την τεχνική πλευρά της διαπραγμάτευσης. Οι πολιτικοί επικεφαλής των οργάνων/θεσμών της τρόικας θα όφειλαν να διεξάγουν την πολιτική πλευρά της διαπραγμάτευσης με το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό από ελληνικής πλευράς. Με ευθύνη βασικά της ελληνικής πλευράς, η διάκριση αυτή ανάμεσα στην τεχνική και πολιτική διαπραγμάτευση καταπατήθηκε, κάτι που δεν έχει προηγούμενο ούτε στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ούτε του ΔΝΤ. Αυτό δεν σημαίνει ότι κυβερνητικοί πολιτικοί υπεύθυνοι θα έπρεπε να αποφύγουν τις επαφές με την εν λόγω τριανδρία. Αλλά η τεχνική διαπραγμάτευση θα έπρεπε να διεξάγεται με το αντίστοιχο διοικητικό επίπεδο της χώρας.
2. Απουσία ελληνικού σχεδίου. Μέχρι σήμερα η ελληνική πλευρά απέτυχε να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο, συνεκτικό, καλά επεξεργασμένο και τεκμηριωμένο ρεαλιστικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση και τη μελλοντική προοπτική της χώρας. Το κενό από την απουσία του σχεδίου αυτού με συγκεκριμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων καλύφθηκε ουσιαστικά από την τρόικα και το Μνημόνιο με όλα τα θετικά και αρνητικά. Αλλά τόσο τα μεν όσο και τα δε θεωρήθηκε ότι επιβάλλονται «από τα έξω» και επομένως στερούνται ευρύτερης νομιμοποίησης. Τα αποτελέσματα γνωστά.
3. Μη ανάδειξη διαρθρωτικού χαρακτήρα του ελληνικού προβλήματος. Η ελληνική πλευρά απέτυχε εμφανώς να αναδείξει την πραγματική διάσταση του ελληνικού προβλήματος, αν και κάποιες προσπάθειες έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Το ελληνικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε κατά βάση ως «πρόβλημα ελλείμματος και χρέους», ως ένα δηλαδή δημοσιονομικό πρόβλημα, ενώ στην ουσία του είναι ένα βαθύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα. Αντιμετωπίστηκε ως οικονομικό πρόβλημα, ενώ είναι βαθύτατα πολιτικό με την έννοια ότι έλλειμμα και χρέος παράγονται ουσιαστικά ως συμπτώματα, από τις παθογένειες, ελλείμματα, αδυναμίες, δυσλειτουργίες, στρεβλώσεις, αγκυλώσεις του ελληνικού πολιτικού, κρατικού και κοινωνικού σχηματισμού. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση του προβλήματος στη ρίζα του θα έπρεπε να αρχίσει με τις διαρθρωτικές αλλαγές. Οι εκπρόσωποι της τρόικας δεν συνέλαβαν στην αρχή και αμφιβάλλω εάν έχουν συλλάβει και σήμερα την ουσιαστική φύση του ελληνικού προβλήματος.
4. Απουσία ενημέρωσης. Η ελληνική πλευρά έχει αποτύχει – θα έλεγα παταγωδώς – να ενημερώσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για το ελληνικό πρόβλημα. Ενώ θα έπρεπε να υπάρχει μια επιθετική στρατηγική ενημέρωσης, ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτα συνεκτικό. Αποσπασματικές επαφές της τελευταίας στιγμής με επιλεκτικές πολιτικές ηγεσίες και πέραν αυτού ουδέν. Ενα κυβερνητικό στέλεχος θα έπρεπε να οργώνει κυριολεκτικά τον Ευρωχώρο (πρωτεύουσες, ηγεσίες, διαμορφωτές κοινής γνώμης, Κοινοβούλια κ.λπ.). Υπάρχουν χώρες-μέλη της Ενωσης που έχει να τις επισκεφθεί έλληνας πολιτικός αξιωματούχος εδώ και χρόνια. Και βεβαίως δεν υπάρχει ούτε ένα καλογραμμένο κείμενο σε ξένη γλώσσα που να εξηγεί το πρόβλημα. Ετσι τα αρνητικά στερεότυπα σε βάρος της χώρας αναπαράγονται και αναπαράγονται…
5. Μη ανάδειξη επιτευγμάτων. Μια ειδικότερη πτυχή της απουσίας συστηματικής ενημέρωσης είναι ότι ακόμη και τα επιτεύγματα της χώρας, όπως το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες, έχουν πραγματοποιηθεί τα δύο τρίτα της δημοσιονομικής προσαρμογής και έχει καλυφθεί το 60% της απολεσθείσης ανταγωνιστικότητας, αγνοείται. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πιστεύει ότι η Ελλάδα κινείται σταθερά με την όπισθεν. Είναι οπωσδήποτε στιγμή να διορθώσουμε κάποια από τα λάθη αυτά, όχι ως άλλοθι για να αποφύγουμε τις μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές αλλά ως μέρος της διαδικασίας για την επιτάχυνσή τους.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών