Σε συνέχεια του προχθεσινού άρθρου του Μιχάλη Κυριακίδη για το έλλειμμα πολιτικής συναίνεσης, είναι πράγματι θέμα προτεραιότητας να υπάρξει επιτέλους υπέρβαση του διχαστικού λόγου που κυριαρχεί στο πολιτικό σύστημα της χώρας και της συνακόλουθης πόλωσης, ακόμη και στα αυτονόητα και τα κοινής αποδοχής θέματα.
Δεν αρκούν οι διαπιστώσεις των αρνητικών συνεπειών της κακής αυτής πολιτικής κουλτούρας και πρακτικής, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του παρατεταμένου χρόνου και του υπερβολικού κόστους των μνημονίων στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Στην αλλαγή και την επικράτηση στοιχειώδους ορθολογισμού, θα μπορούσε να συμβάλει μια νέα πρωτοβουλία, ένα πολιτικό ρεύμα όπως το «μένουμε Ευρώπη» που να προωθεί μια κουλτούρα δημιουργικής συνύπαρξης και διαλόγου, ώστε να αρχίσουν να διαμορφώνονται προϋποθέσεις συνθέσεων σε σημαντικά πεδία πολιτικής που προφανώς δεν είναι μόνο το πεδίο των αμυντικών δαπανών. Παραδείγματα:
Πρώτο, το θέμα της ανάπτυξης όπου η κυβέρνηση επικαλείται το διπλάσιο ρυθμό της, σε σχέση με την ΕΕ, ενώ το ΠΑΣΟΚ λέει ότι η ανάπτυξη είναι ρηχή και στηρίζεται στην κατανάλωση και, μάλιστα, κυρίως εισαγόμενων ειδών. Η αντιπαράθεση σταματά όμως εδώ, ενώ από αυτά θα έπρεπε να αρχίζει. Γιατί και τη διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης θέλουμε που επιφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα στα μακροοικονομικά μεγέθη, στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και στην εικόνα της χώρας στις αγορές, αλλά και η εμβάθυνση της είναι απαραίτητη για να ενισχυθεί η διατηρησιμότητα των ρυθμών ανάπτυξης και να μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα με ένα Εθνικό Σχέδιο για την Ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας και τη Βιομηχανική Ανασυγκρότηση (Σχέδιο τύπου Ντράγκι).
Δεύτερο, στο θέμα του κατώτατου μισθού η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι ο κατώτατος μισθός είναι ένα κατώφλι ασφαλείας. Η αντιπολίτευση όμως επαναλαμβάνει ότι τάσσεται υπέρ των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τελικά, είναι συμπληρωματικές ή αντίθετες αυτές οι δύο κατευθύνσεις; Ασάφεια και σύγχυση, ενώ φαίνεται να ισχύουν και οι δύο. Και το κατώφλι είναι απαραίτητο, και παράλληλα, οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις επιτρέπονται και χρειάζονται για να διεκδικείται κάτι καλύτερο.
Τρίτο, το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ σε βασικά είδη, όπως προτείνει η αντιπολίτευση, επικαλούμενη ως παράδειγμα την εφαρμογή αυτού του μέτρου στην Ισπανία. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ναι μεν εφαρμόστηκε στην Ισπανία, αλλά τώρα το πήραν πίσω γιατί δεν απέδωσε. Ακούσαμε τα επιχειρήματα, αλλά το τι πραγματικά συνέβη στην Ισπανία δεν νομίζω ότι πολλοί πολίτες το κατάλαβαν.
Υπάρχει όμως και ένα θετικό παράδειγμα, αυτό των τραπεζών που έθεσε το ΠΑΣΟΚ και υπήρξε ανταπόκριση της κυβέρνησης με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Δεν ήταν βέβαια και δεν χαιρετίστηκε ως αποτέλεσμα σύνθεσης (στο τέλος μπήκαν τα εμείς/όχι εμείς), αλλά τέλος πάντων είναι ελπίζουμε ένα βήμα για τη συνέχεια.
Χωρίς να υποβαθμίζεται η κομματική λειτουργία και αυτονομία, είναι προφανή τα οφέλη από την κάθε μορφής καλοπροαίρετη συνεννόηση, χωρίς εχθροπάθειες, ακόμη και για αλληλοκατανόηση των διαφορετικών απόψεων.
Πόσο μάλλον είναι κρίσιμη η συνεργασία σε μείζονα, σύνθετα και διεθνοποιημένα προβλήματα, σε πολλά από τα οποία η αποτελεσματικότητα και η θεσμική θωράκιση των λύσεων αποδεικνύεται ότι υπερβαίνουν τις δυνατότητες και τη θητεία μιας κυβέρνησης. Πρόσφατα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ άρχισαν να προσεγγίζουν αυτή τη λογική και να διαμορφώνουν μια κοινή ατζέντα θεμάτων για συνεννόηση, μετά την συνάντηση των δύο Προέδρων τους. Να το στηρίξουμε