Η απόφαση του Eurogroup επέτρεψε στην Ελλάδα την επιβίωσή της, όμως η χώρα δεν έχει βγει ακόμη από το μηχάνημα που την κρατά στη ζωή.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει την υφεσιακή της πορεία για πέμπτη συνεχή χρονιά με προοπτική (στην καλύτερη περίπτωση) να συρρικνωθεί για μια ακόμη χρονιά πριν αρχίσει η σταθεροποίηση και δυνητικά η ανάκαμψη. Η διαδρομή αυτή θα οδηγήσει στο τέλος 2013 σε μια συνολική απώλεια -σε πραγματικούς όρους- του ενός τετάρτου του ετήσιου παραγόμενου προϊόντος σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης και σε ανεργία της τάξης επίσης του 25%. Πρόκειται για μια πρωτοφανή καταστροφική ύφεση, που έχει οδηγήσει σε σύντομο χρόνο σε μια καταβαράθρωση της εθνικής αυτοπεποίθησης, καθώς η χώρα δοκιμάστηκε τόσο από βαριές αναπτυξιακές και παραγωγικές απώλειες (με την αδρανοποίηση ανθρώπινου δυναμικού, την τρομαχτική συρρίκνωση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, την απώλεια παραγωγικής ικανότητας, αλλά και της στοιχειώδους διοικητικής-διαχειριστικής ικανότητας του κράτους) όσο και από δυσβάσταχτες κοινωνικές απώλειες και ανατροπές.
Μια περιοριστική πολιτική είναι αναγκαία και γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτή, όταν συνδέεται με βραχυπρόθεσμες και εν μέρει μεσοπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις, που όμως δημιουργούν στη συνέχεια τις προϋποθέσεις μιας μεγεθυντικής δυναμικής – ιδιαίτερα αν συμπέσει και με αυξημένη εξωτερική ζήτηση. Μια τέτοια εξέλιξη είχαμε στη Γερμανία -που διαθέτει και μια ισχυρή εξαγωγική βιομηχανία- με την ατζέντα 2010 του Σρέντερ. Στις ελληνικές συνθήκες, μια ανάλογη εξέλιξη, τηρουμένων των αναλογιών, είχαμε με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της περιόδου 1985-1987, που διακόπηκε όταν είχε αρχίσει να αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα. Ομως, η τρέχουσα ύφεση δεν είναι αυτού του τύπου. Συνδέεται μεν με τον περιορισμό της ζήτησης, αλλά οδηγεί ταυτόχρονα σε καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού και απώλεια του αναπτυξιακού δυναμικού με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα ως προς την αντιστροφή της αρνητικής πορείας.
Στην αναζήτηση μιας μεσο-μακρο-πρόθεσμης διεξόδου, στην Ελλάδα μεγαλύτερη σημασία από το τι θα πρέπει να προβλέπει έχει το πώς θα εφαρμοστεί. Αναφορικά με το τι, θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι ο τύπος της ανάπτυξης που βασίζεται στο χαμηλό κόστος εργασίας, στη φοροδιαφυγή, στη μικρή συνεισφορά της γνώσης και της τεχνολογίας στην επιχειρηματική και οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι διατηρήσιμος στο πλαίσιο της Ευρωζώνης ούτε και κοινωνικά επιθυμητός. Το αναπτυξιακό πρόταγμα πρέπει να συμπυκνωθεί στο αίτημα για «ακριβή ανάπτυξη» σύμφωνα και με την πρωτοποριακή πολιτική διατύπωση του αείμνηστου Μιχάλη Παπαγιαννάκη.
Πρόκειται για ένα ποιοτικότερο και φιλικότερο στο περιβάλλον αναπτυξιακό πρότυπο, που έχει ως πυλώνες του: α) την επένδυση στη γνώση και στον ανθρώπινο παράγοντα, β) ένα αποτελεσματικό και ευφυές κράτος, που ανοίγει δυνατότητες ανανέωσης και εμπλουτισμού του επιχειρηματικού ιστού με νέες καινοτόμες επιχειρήσεις – από νέους ανθρώπους με γνώσεις, ικανότητες και διεθνή επιχειρηματικό ορίζοντα. Ενα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να στηριχθεί κοινωνικά από μια νέα παραγωγική συμμαχία και πολιτικά να διαμορφωθεί στη βάση μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής προγραμματικής συμφωνίας – χρειαζόμαστε ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα διασφαλίζει την ανάπτυξη με την κοινωνική συνοχή.
Σημαντική διάσταση αυτής της στρατηγικής είναι η λειτουργική αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων «αναπτυξιακών κοιτασμάτων» όπως π.χ. των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών στη Δημόσια Διοίκηση, η στρατηγική επιλογή για τη διαμόρφωση συνθηκών που διευκολύνουν την ενδυνάμωση κλαδικών παραγωγικών οικοσυστημάτων και η διατήρηση και αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού, που έχει ισχυρή παρουσία στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο έρευνας.
Ομως, εκτός από το τι, μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς. Σήμερα πρέπει να παραμερίσουμε την πρακτική των αποσπασματικών και ασύνδετων μέτρων και να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός συστήματος δημόσιων πολιτικών, που θα έχουν ενσωματώσει τη γνώση που προκύπτει από την ευρωπαϊκή και την ελληνική πείρα. Το σύστημα αυτό πρέπει να έχει ορισμένα γνωρίσματα: να εφαρμόσει σταθερούς κανόνες, να εμπεδώσει την κουλτούρα της αξιολόγησης, να ενισχύσει στο φορολογικό τη διάσταση της δικαιοσύνης, αλλά και να υποβοηθήσει την παραγωγική απασχόληση και την καινοτόμο επιχειρηματικότητα, να θέσει δηλαδή τα θεμέλια της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης για την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Αν αυτά μπουν μπρος, τότε αναμφίβολα θα δημιουργηθεί ένα διαφορετικό κλίμα – δημιουργικότητας, προγραμματικής αντιπαράθεσης αλλά και συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, διεκδίκησης αλλά και διαπραγμάτευσης των κοινωνικών φορέων, συλλογικής αλλά και προσωπικής ευθύνης της κοινωνίας ευρύτερα.
Ο Γιάννης Καλογήρου είναι Καθηγητής Τεχνολογικής Οικονομικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής στο ΕΜΠ