Η πολιτική έχει θεατές και αθέατες πλευρές. Αν μείνουμε μόνο στις πρώτες, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τις εσωτερικές της διεργασίες. Έτσι δίνουμε ερμηνείες μονομερείς χωρίς το απαιτούμενο βάθος. Περιοριζόμαστε σε ρηχές και μικροπολιτικές προσεγγίσεις. Το σπουδαιότερο, αδυνατούμε να συλλάβουμε τον επιδιωκόμενο στόχο και τη φορά των πραγμάτων.
Τα αποκαλούμενα κεντροαριστερά ανοίγματα του Κυριάκου Μητσοτάκη είθισται να αντιμετωπίζονται από κάποιους ως ιδιοτελείς πράξεις εκ μέρους του. Μάλιστα ορισμένοι μιλούν για συναλλαγή και μοίρασμα αξιωμάτων, εμφανίζοντάς τον ως κυνηγό θεσιθήρων. Την εξήγηση αυτή έδωσαν και μετά την πρόσφατη απόφασή του να προτείνει την Άννα Διαμαντοπούλου για τη θέση της γραμματέως του ΟΑΣΑ. Με τον ίδιο τρόπο εξέλαβαν την αξιοποίηση διαφόρων κεντροαριστερών στελεχών και προσωπικοτήτων, στην κυβέρνηση και αλλού.
Στην ουσία, όσοι σε συμπολίτευση και αντιπολίτευση διατυπώνουν ενστάσεις, όχι μόνο διαστρεβλώνουν, αλλά και υποτιμούν τις πρωθυπουργικές επιλογές. Επιχειρώντας να υποβαθμίσουν την αξία και τη σημασία τους, φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνονται τις πραγματικές προθέσεις του. Αποδίδοντάς του κοντόφθαλμες επιδιώξεις, αποδεικνύουν ότι είναι σε αναντιστοιχία με την εποχή. Ερμηνεύουν τη σημερινή πολιτική σκηνή με παρωχημένα πλέον εργαλεία.
Το πλεονέκτημα του πρωθυπουργού είναι ότι έχει αποκρυπτογραφήσει εύστοχα τις μεταβολές που προκλήθηκαν στο κοινωνικό σώμα, έπειτα από τη δεκάχρονη οικονομική κρίση. Επιπλέον, τοποθετήθηκε σωστά στο νέο πολιτικό περιβάλλον. Δείχνει να μελέτησε και να συνυπολόγισε τις ανακατατάξεις που μεσολάβησαν στο υπάρχον κομματικό σύστημα. Και κυρίως να γνωρίζει τις αναμονές της ελληνικής κοινωνίας και τις αυτονόητες προσδοκίες της, μετά την περιπέτεια της χρεοκοπίας.
Η κυριαρχία που κατέκτησε σε αυτό το πεδίο εδράζεται. Η οποιαδήποτε άλλη εκδοχή είναι τουλάχιστον απαίδευτη. Η ανθεκτικότητά του οφείλεται στο ότι ενσαρκώνει έναν καθαρό πραγματισμό. Κάτι που βρίσκει ανταπόκριση σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Την ώρα που οι αντίπαλοί του εξακολουθούν να πολιτεύονται με μεγαλοστομίες και ανεδαφικές υποσχέσεις. Η αποδοχή του, ακόμη και τώρα που η χώρα και η οικονομία είναι μπλοκαρισμένες εξαιτίας του κορωνοϊού, δεν επιδέχεται απλοϊκές εξηγήσεις. Ούτε μοιάζει συγκυριακή.
Στον πολιτικό ανταγωνισμό υπερτερεί και γιατί, μεταξύ άλλων, εμφανίζεται ως φορέας νέων ιδεών. Το συντηρητικό κόμμα του οποίου ηγείται δεν τον απομειώνει. Αντιθέτως, του επιτρέπει να κάνει πιο διακριτή τη διαφορά του με αυτό. Η δυνατότητά του να επικοινωνεί και να συνεργάζεται με πρόσωπα που έχουν διαφορετικές πολιτικές καταβολές συμβάλλει σημαντικά στην αυθυπαρξία του. Ταυτόχρονα, ενισχύει περαιτέρω τη σχέση του με ένα διευρυμένο εκλογικό ακροατήριο.
Το ισχυρό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη έγκειται στο ότι έχει θεμελιώσει με επιμέλεια και συνέπεια τον δικό του πολιτικό εαυτό. Με την απεξάρτησή του από αναχρονισμούς, παραδοσιακές διαιρέσεις και από ιδεολογικές φορτίσεις του παρελθόντος δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με το προοδευτικό τμήμα της εγχώριας Κεντροαριστεράς. Η συμπόρευσή του με επιφανείς προσωπικότητες το επιβεβαιώνει. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια επιχειρούμενη ανασύνθεση των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία.
Πηγή: www.capital.gr